“Από τον πολιτικό λόγο, στην κραυγή”. Το άρθρο του Διονύση Παρούτσα από την έντυπη έκδοση

“Από τον πολιτικό λόγο, στην κραυγή”. Το άρθρο του Διονύση Παρούτσα από την έντυπη έκδοση

Άστραψε και βρόντηξε προχτές στο καφενείο της Βουλής ο γνωστός για το εκρηκτικό του ταμπεραμέντο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Παύλος Πολάκης απευθυνόμενος στον Άδωνη Γεωργιάδη. Θεωρώντας ότι η αρχειοθέτηση της υπόθεσης ΝΟΒΑΡΤΙΣ σε ό,τι αφορά τον νεοδημοκράτη βουλευτή ήταν χαλκευμένη, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τον θυμό και τα νεύρα του και εκστόμισε πολύ βαριές εκφράσεις οι οποίες αν ακουγόταν στο λιμάνι, θα έκαναν τους αχθοφόρους να κοκκινήσουν – και όλοι ξέρουμε ότι οι αχθοφόροι δεν κοκκινίζουν εύκολα…

Υποθέτω ότι, κάθε φορά που ακούγονται τέτοιες εκφράσεις, θα τρίζουν τα κόκκαλα του Τρικούπη, του Βενιζέλου του Γεωργίου Παπανδρέου (του πρώτου), του Κωνσταντίνου Καραμανλή και του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, οι οποίοι στις δημόσιες τοποθετήσεις τους φρόντιζαν οι θέσεις τους να κοσμούνται από μια αρχαιοελληνική αίσθηση του μέτρου και της ρητορικής.

Ήταν η εποχή που ακόμα και οι πιο αγράμματοι κάτοικοι των ορεινών μας χωριών θαύμαζαν και ανακύκλωναν εκφράσεις, μεστές νοημάτων, όπως το αμίμητο “Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών Καθολικώς Διαμαρτυρομένων”, το οποίο μέσα σε πέντε λέξεις περιέκλειε όλη την σάτιρα, την αντίσταση και την περιγραφή μιας κατάστασης που έγινε αποδεκτή με δυσκολία.

Ήταν οι εποχές που οι πολιτικοί της τοπικής πολιτικής σκηνής, έβγαιναν περιοδεύοντες ανά “τας ρύμας και τας κώμας” και κάθε τους κίνηση, κάθε τους λέξη περνούσε από “κρισάρα”, δημιουργώντας ανεκδοτολογικές ιστορίες που συντρόφευαν για πολύ καιρό τις διάφορες πολιτικές συζητήσεις. Κάθε “απλοϊκή” τους κίνηση, καταγράφονταν ως κάτι το ιδιαίτερο, τροφοδοτώντας πλήθος σχολίων.

Όλα αυτά όμως άλλαξαν με την τηλεόραση, το ραδιόφωνο και γενικά με την ανάπτυξη των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Οι πολιτικοί, ο τρόπος που ασκούν την εξουσία τους, και ο τρόπος με τον οποίο μιλάνε, μπήκαν κυριολεκτικά σε κάθε σπίτι, η όψη τους έγινε οικεία, πολύ περισσότερο από μια ρετουσαρισμένη φωτογραφία κρεμασμένη στις κολώνες και τους τοίχους ένα μήνα πριν τις εκλογές.

Το κυριότερο απ’ όλα όμως είναι ότι διευρύνθηκε το κοινό στο οποίο απευθύνονται. Κάποτε η πολιτική παραγόταν και καταναλωνόταν από μια συγκεκριμένη “ελίτ” που γνώριζε τουλάχιστον τους κώδικες και διερμήνευε τα μηνύματα ανάλογα με την ιδεολογική της τοποθέτηση. Το ρόλο της διάχυσης στο υπόλοιπο εκλογικό σώμα αναλάμβαναν οι διάφοροι “διαφωτιστές”, ανεξάρτητα από το υπό ποία ακριβώς ιδιότητα ασκούσαν αυτή την λειτουργία.

Έτσι, αναγκαστικά, ο πολιτικός λόγος σήμερα, έπρεπε να γίνει πιο προσιτός, πιο κατανοητός και εν τέλει πιο “εύπεπτος”. Τα επιχειρήματα αντικαταστάθηκαν από τα συνθήματα, η ανάλυση από την σύνθεση, η ουσία από το φαίνεσθαι. Με τον τρόπο αυτό, δεν είναι πλέον αρκετό να δει κανείς μια συνέντευξη στην τηλεόραση ή ένα τηλεοπτικό ντιμπέιτ για να διαμορφώσει άποψη. Η αντιπαράθεση συνθημάτων δεν μπορεί να οδηγήσει στην διαμόρφωση άποψης για την λεπτή διαφορά που καθορίζει την διαφοροποίηση των κομμάτων, και η οποία στο τέλος μπορεί να οδηγήσει στη συνειδητή ψήφο.

Το χρώμα, η εικόνα, το ακραία εμφανές, έχει αντικαταστήσει το λόγο, το λογοπαίγνιο, την ρητορική. Ακόμα και ένα ευφυολόγημα είναι δύσκολο να “περάσει” στο κοινό, πρέπει να είναι ή πολύ απλοϊκό, ή να έχει αναλυθεί ήδη εκ των προτέρων. Μια ματιά σε όσα δημοσιεύονται στο φέις μπουκ μπορεί να πείσει και τον πιο καλοπροαίρετο… Κι ενώ, φυσικά, όλοι (ή αν όχι όλοι, τουλάχιστον οι περισσότεροι) πολιτικοί έχουν και τις γνώσεις και την ικανότητα να χειριστούν το λόγο, αναγκάζονται να δρουν περισσότερο με το στόμφο του ηθοποιού επί σκηνής, παρά με την ήρεμη δύναμη της πειθούς και των επιχειρημάτων.

Με λίγα λόγια, οι πολιτικοί μας, με τις ωμές τους εκφράσεις, καταφέρνουν να εκφράσουν το θυμό τους, την αντίδρασή τους και την ιδεολογική τους αντιπαράθεση σε ολόκληρο το ακροατήριο που μπουχτισμένο από την ακρίβεια, τον κορωνοϊό, την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της σκανδαλολογίας που συνεχώς εμπλουτίζεται με καινούριο και παλιό υλικό, χρειάζεται κάτι περισσότερο από μια ακόμα “διανοουμενίστικη” αντιπαράθεση για να ξεκουνηθεί.

Αυτό δεν δικαιώνει ασφαλώς την υβριστική συμπεριφορά. Ούτε ακυρώνει την προσβολή που υφίστανται οι θεσμοί. Εντούτοις, καταδεικνύει για μια ακόμα φορά, ότι αν οι δημοσιογράφοι ανέλυαν με συνετό και πλήρη τρόπο τα λεγόμενα στη Βουλή, αν εκείνοι αναλάμβαναν το ρόλο του “διαφωτιστή” που αναφέρθηκε πιο πάνω, τότε οι πολιτικοί μας δεν θα ήταν αναγκασμένοι να κραυγάζουν στις τηλεοπτικές οθόνες για να υποστηρίξουν τις θέσεις τους.

Και καταδεικνύει και κάτι άλλο: Αν ξαφνικά αυξανόταν με ένα μαγικό τρόπο ο αριθμός των αναγνωστών των εφημερίδων, τότε όλοι αυτοί οι “μεγαλοδημοσιογράφοι” της κακιάς ώρας που εμφανίζονται στις οθόνες μας κάθε βράδυ, θα αναγκαζόταν να αλλάξουν την προσέγγισή τους. Όμως αυτό δεν είναι ευθύνη ούτε των δημοσιογράφων, ούτε των πολιτικών. Είναι των πολιτών. Όλων μας.

Διαβάστε ακόμα

Επικαιρότητα