“Δάκρυα σε αθώα μάτια”. Αρθρο του Διονύση Παρούτσα, από την έντυπη έκδοση

“Δάκρυα σε αθώα μάτια”. Αρθρο του Διονύση Παρούτσα, από την έντυπη έκδοση

Η περίπτωση του θανάτου των τριών παιδιών στην Πάτρα, η συνεχής ανακίνηση του θέματος από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και το αδιάλειπτο ενδιαφέρον του κοινού, είναι γεγονότα που αναδεικνύουν πόσο ενδιαφέρει την κοινωνία η συμπεριφορά των γονιών απέναντι στα παιδιά τους. Μπορεί μερικές φορές να φαίνεται ανάλγητη, ωστόσο όταν έρχονται στην επιφάνεια περιπτώσεις παιδοκτονιών οι άνθρωποι αναστατώνονται.

Γεγονότα σαν αυτό, συνεγείρουν το κοινό αίσθημα, απαιτούν δικαίωση. Είναι από τις περιπτώσεις εκείνες που βάζουν σε δεύτερες σκέψεις όσους υποστηρίζουν την κατάργηση της θανατικής ποινής. Βέβαια η τύχη των δραστών τέτοιων εγκλημάτων είναι πάντα προδιαγεγραμμένη, καμιά φυλακή δεν πρόκειται να τους δεχτεί, κανένας φυλακισμένος δεν τους μιλά και η βία που εκδήλωσαν τώρα πάντα στρέφεται εναντίον τους, με πολύ πιθανή κατάληξη την αυτοκτονία τους, όπως έγινε και με τον Μανόλη Δουρή.

Αντί όμως να φωνάζουμε άναρθρα εναντίον τους, αντί να ζητούμε να τους κάνουν το ίδιο, θα ήταν ίσως πιο χρήσιμο αν αναρωτιόμασταν για το πόσο εμείς οι ίδιοι είμαστε σωστοί απέναντι στα παιδιά μας. Πότε ήταν η τελευταία φορά που δώσαμε ένα χαστούκι; Πότε δέχτηκαν την τελευταία ξυλιά στον πισινό, ως μέσον διατήρησης της πειθαρχίας στο σπίτι, ή γιατί έκαναν μια ζημιά; Μπορούμε να διανοηθούμε ότι για τα παιδιά μας είμαστε το Α και το Ω, και ότι οποιαδήποτε εκδήλωση βίας εκ μέρους μας, είναι γι’ αυτά μια μικρή συντέλεια του ψυχικού τους κόσμου;

Στην διαδικτυακή εγκυκλοπαίδεια αναφέρεται:

“Οι συνέπειες της παιδικής κακοποίησης έχουν διάρκεια και επηρεάζουν και τη μετέπειτα ζωή του παιδιού, μετατρέποντάς το σε έναν ενήλικα που αντιμετωπίζει δυσκολίες σε διάφορες σημαντικές πτυχές της ζωής του. Δημιουργεί άτομα με έντονα προβλήματα στις προσωπικές τους σχέσεις, τα οποία δυσκολεύονται να αγαπήσουν και να εμπιστευτούν, έχουν τάση προς καταχρήσεις, εμφανίζουν αγχώδεις διαταραχές, προβλήματα προσαρμοστικότητας και κατάθλιψη. Επίσης, οι άνθρωποι που υπέστησαν κακοποίηση όταν ήταν παιδιά ενδέχεται να προβούν οι ίδιοι σε κακοποίηση παιδιών όταν ενηλικιωθούν.

Παιδική κακοποίηση υπήρχε κατά τη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας, αλλά μόνο πρόσφατα, οι άνθρωποι άρχισαν να σκέφτονται διαφορετικά γι’ αυτό το θέμα, να δημιουργούν νομικούς ορισμούς για την κακοποίηση, να ορίζουν κυβερνητικούς φορείς οι οποίοι έχουν τη δύναμη να απομακρύνουν παιδιά από τα σπίτια τους, καθώς και να διεξάγουν χιλιάδες ερευνητικές μελέτες επάνω στο θέμα.

Τα ευρήματα τόσο στην Ελλάδα όσο και σε άλλες χώρες δείχνουν ότι οι γονείς είναι άτομα με ιδιαίτερες ανάγκες για φροντίδα και στήριξη τόσο από κοινωνικούς φορείς, όσο και από ειδικούς ψυχικής υγείας Μπορεί να χαρακτηρίζονται από:

Σοβαρές ψυχικές δυσκολίες

Περιορισμένες νοητικές ικανότητες. Σημαντική δυσκολία να ελέγχουν τον εαυτό τους και τις παρορμήσεις τους (κυρίως τις επιθετικές).

Συναίσθημα βαθιάς ανεπάρκειας για το γονεϊκό τους ρόλο και για την εικόνα του εαυτού τους γενικότερα.

Έντονες ανάγκες για εξάρτηση και προσοχή από τους άλλους, τις οποίες τείνουν να καλύπτουν χρησιμοποιώντας τα παιδιά τους ως πηγή φροντίδας. Έτσι, τα παιδιά τους αναλαμβάνουν να στηρίζουν τους γονείς, παραμελώντας τις δικές τους φυσιολογικές ανάγκες για φροντίδα και εξάρτηση (το λεγόμενο σύνδρομο “γονεοποιημένου παιδιού”).

Κακές σχέσεις με τους δικούς τους γονείς. Οι περισσότεροι γονείς που κακοποιούν έχουν υπάρξει θύματα ή μάρτυρες βίαιων σκηνών μέσα στις δικές τους οικογένειες. Με την κακοποίηση του παιδιού τους τείνουν ασυνείδητα να ανακουφίζουν και να ελέγχουν τα δικά τους παιδικά ψυχικά τραύματα μέσα από τη διαδικασία της “ταύτισης” με τον βίαιο και επιθετικό γονιό τους (ο λεγόμενος μηχανισμός “ταύτισης με τον επιτιθέμενο”). Έτσι ένα κακοποιημένο παιδί ενδέχεται να γίνει κι εκείνο ένας βίαιος γονιός στο μέλλον, συνεχίζοντας κατά αυτόν τον τρόπο το πέρασμα της βίας στην οικογένεια.

Συχνότερη χρησιμοποίηση λεκτικής επιθετικότητας, σωματικής τιμωρίας και επιβολής δύναμης στα παιδιά συγκριτικά με φυσιολογικούς γονείς. Επίσης, εκδηλώνουν σημαντικά σπανιότερα θετικές αλληλεπιδράσεις (π.χ. παιχνίδι, διάλογο, καθοδήγηση) με τα παιδιά τους.

Ακαμψία στις στάσεις τους απέναντι στο παιδί, αλλά και σε άλλα θέματα της ζωής γενικότερα.

Τάση να αντιλαμβάνονται και να περιγράφουν το παιδί με τρόπο αρνητικό (“δύσκολο”, “κακό”, “προβληματικό”). Έτσι αρνητικά άλλωστε βλέπουν και τον ίδιο τους τον εαυτό.

Σε πρώτο επίπεδο, τα παιδιά πρέπει να διδαχθούν ότι κανείς, ακόμη και κάποιος που αγαπούν, δε θα πρέπει να τους ζητήσει να κρατήσουν μυστικό για φιλιά, αγγίγματα, αγκαλιές. Δεν είναι ποτέ φταίξιμο του παιδιού αν κάποιος τα κακοποιήσει. Αν κάποιος τα αγγίξει με τρόπο που τα φοβίζει ή τα μπερδεύει πρέπει να το πουν. Τα συναισθήματα φόβου και σύγχυσης μπορεί να έρθουν για κάποιο άτομο και πριν ακόμη τα αγγίξουν”.

Ο λόγος αυτής της παράθεσης δεν είναι άλλος από το να μας κρατήσει σε εγρήγορση, ώστε την επόμενη φορά που θα δούμε ένα παιδί να κακοποιείται, να μην μείνουμε με σταυρωμένα χέρια. Και κυρίως να μη σηκώσουμε ποτέ χέρι σε δικό μας παιδί.

Διαβάστε ακόμα

Επικαιρότητα