Το πρόβλημα στέγης επηρεάζει έντονα τους νέους (και τους λιγότερο νέους). Πολλοί είναι άνεργοι, ενώ όσοι εργάζονται έχουν συνήθως χαμηλές αμοιβές και επισφαλείς θέσεις εργασίας. Με την αύξηση των ενοικίων και την αδυναμία πολλών οικογενειών να αγοράσουν σπίτι για τα παιδιά τους (όπως στο παρελθόν), δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός πως η χώρα μας κατέχει το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό νέων που μένει ακόμη στο πατρικό.
Συγκεκριμένα, το 2020 στην Ελλάδα, το 60% των νέων ηλικίας 25-34 ζούσε στο ίδιο σπίτι με τους γονείς του. Το ποσοστό αυτό ήταν πάντοτε υψηλό, και έχει αυξηθεί την περίοδο της κρίσης (από 49% το 2007). Η μόνη χώρα που ξεπερνάει την Ελλάδα είναι η Κροατία με 65%. Στον αντίποδα βρίσκονται οι Σκανδιναβικές χώρες όπου τα αντίστοιχα ποσοστά κυμαίνονται διαχρονικά σε πολύ χαμηλά επίπεδα (6% στη Σουηδία, 4% στη Φινλανδία και 3% στη Δανία).
Στα υψηλά ποσοστά νέων που παραμένουν ή επιστρέφουν στη γονεϊκή κατοικία συνέβαλε και η πανδημική κρίση με την ισχυρή πίεση στα εισοδήματα, την εφαρμογή της τηλεργασίας και τηλεκπαίδευσης και τις συνεχείς απαγορεύσεις μετακινήσεων (φαινόμενο το οποίο παρατηρήθηκε και στην άλλη όχθη του Ατλαντικού). Η πανδημία μπορεί να αποτελεί αιτία παροδικής έξαρσης του φαινομένου σε ορισμένες περιπτώσεις, αλλά οπωσδήποτε δεν συνιστά τον κανόνα. Κατά μέσο όρο στην Ευρώπη το ποσοστό νέων που κατοικεί υπό την ίδια στέγη με τους γονείς του για το 2020 (30,4%) διαμορφώθηκε σε παρόμοια επίπεδα με το 2015 (30,7%).
Η έντονη διαφοροποίηση των χωρών της ΕΕ σχετικά με το ποσοστό των νέων που διαμένουν με τους γονείς τους συνδέεται με τα διαφορετικά κοινωνικά πρότυπα. Στην Ελλάδα, η οικογένεια κατέχει έναν έντονα υποστηρικτικό ρόλο στη ζωή των παιδιών ακόμα και μετά την ενηλικίωση, ενώ η (και στεγαστική) ανεξαρτητοποίηση του νέου ενήλικα δεν εκτιμάται όσο στις βόρειες χώρες, και καθυστερεί (συνήθως μέχρι τον γάμο). Επίσης απουσιάζει η κουλτούρα συγκατοίκησης που θα μπορούσε να αποτελέσει διέξοδο στην στεγαστική αυτονομία των νέων.
Τέλος, η στεγαστική πολιτική στη χώρα μας παραδοσιακά μεροληπτούσε υπέρ της αγοράς στέγης (π.χ. μέσω της φορολογικής απαλλαγής των τόκων στεγαστικών δανείων) και κατά της ενοικίασης (π.χ. μέσω των επιδομάτων ενοικίου), αν και αυτό ισχύει λιγότερο τα τελευταία χρόνια.