«Άφησε την πολιτική και ασχολείται με τα γλυκά του κουταλιού. Πρόκειται για τον πρώην υπουργό Μιχάλη Λιάπη, ο οποίος τα τελευταία χρόνια έχει “εξαφανιστεί” από τον δημόσιο βίο. Σύμφωνα με διαδικτυακά δημοσιεύματα, ο Μιχάλης Λιάπης, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας και τις εντάσεις της πολιτικής, έχει επιστρέψει στον τόπο καταγωγής του την Ευρυτανία και δραστηριοποιείται με το εμπόριο γλυκών. Συγκεκριμένα έχει ανοίξει ένα κατάστημα στο Καρπενήσι, που φτιάχνει και πουλάει γλυκά του κουταλιού, με προτεραιότητα τα φρούτα και τα καλούδια που βγάζει το βουνό. Σε αυτό το εγχείρημα έχει στο πλευρό του τη νεαρή σύντροφό του, που κατάγεται από τη Ρουμανία».
Αυτή η είδηση που αποτελεί το τέλειο δείγμα ανόητης δημοσιογραφίας, εσκεμμένης κενολογίας και ανάλαφρου κουτσομπολιού, τα έχει όλα. Πρώτον έναν πρώην υπουργό που έχασε την εξουσία του. Δεύτερον έναν αέρα ελαφρότητας που ταιριάζει με τα Χριστούγεννα. Τρίτον ένα ρατσιστικό σχόλιο του τύπου: «ο παππούς με τη νεαρή Ρουμάνα». Και τέταρτον είναι εξ ολοκλήρου ψεύτικη.
Οποιοσδήποτε ζει στο Καρπενήσι, ή έστω στον άξονα της Ποταμιάς, ξέρει ότι κάτι τέτοιο δεν υφίσταται. (…)
Γιατί όμως το ζήτημα αυτό πήρε τόση δημοσιότητα; Πώς είναι δυνατόν, οργανισμοί που διατείνονται ότι υπηρετούν τη δημοσιογραφία με συνέπεια, όπως το «Πρώτο Θέμα» και «ο Ε-νικός» να πέφτουν σε τέτοια χονδροειδή λάθη; Δεν μας ενδιαφέρει εδώ από πού ξεκίνησε το όλο ζήτημα και γιατί. Ίσως για μερικά κλικ παραπάνω, ίσως για να γεμίσει η στήλη, ίσως και για κάτι βαθύτερο που μας διαφεύγει. Δεν έχει όμως σημασία. Σημασία έχει πως μια ψεύτικη είδηση μεταπήδησε από το περιθώριο στην κύρια ειδησεογραφική γραμμή και έγινε «βάιραλ». Γιατί συνέβη αυτό;
Έγραφε προ ετών ο Πέτρος Κηπουρόπουλος:
“Το ίντερνετ και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν μπει για τα καλά στις ζωές μας. Εκεί που παλαιότερα δημοσιογράφοι και ρεπόρτερ έδιναν αγώνες για να βρουν ένα καλό θεματάκι ώστε να το «κολλήσουν» στο δελτίο ειδήσεων ή την εφημερίδα, τώρα έχουν στη διάθεσή τους ένα τεράστιο πηγάδι από το οποίο μπορούν να αντλήσουν ό,τι θελήσουν, οπότε το θελήσουν.
Ουδείς έχει βρεθεί όμως να μιλήσει σε αυτούς που μερικά χρόνια αργότερα θα είναι υπεύθυνοι για την ενημέρωση του κόσμου, για τους κινδύνους και τις παγίδες που κρύβει η αλματώδης ανάπτυξη της Τεχνολογίας. Διότι, ναι μεν έρχεται με πολλά προτερήματα, όμως έχει και το τίμημά της. Κακά τα ψέματα, ζούμε στην εποχή του φαστ φούντ: αυτό που προέχει είναι η ταχύτητα και τίποτε περισσότερο. «Λεπτομέρειες», όπως η ποιότητα στην πληροφορία, η διασταύρωση των στοιχείων, ο έλεγχος των πηγών και η εκπαίδευση του αναγνώστη έχουν πάει περίπατο. Όλα αυτά θυσιάζονται στον βωμό της ταχύτητας.
Ο άνθρωπος έχει σταματήσει να διαβάζει. Όχι απαραίτητα βιβλία: γενικότερα. Μια εικόνα δεν είναι απλά ίση με χίλιες λέξεις αλλά πιο προσιτή, πιο εύπεπτη και πιο σέξι. Δεν έχουμε μάθει να αποζητάμε τη γρήγορη πληροφορία αλλά επιδιδόμαστε και στη στιγμιαία καταβρόχθισή της: είναι αυτό που λέμε ότι τα μίντια δεν μας προλαβαίνουν πλέον. Τη σήμερον ημέρα, οποιοσδήποτε έχει ένα έξυπνο τηλέφωνο και πρόσβαση στο ίντερνετ, μπορεί να θεωρηθεί εν δυνάμει ρεπόρτερ. Τι κι αν δεν έχουν την εκπαίδευση ή τις παραστάσεις του τελευταίου; Για ελάτε τώρα στη θέση ενός δημοσιογράφου που μπορεί να έχει πρόσβαση στο υλικό δεκάδων, εκατοντάδων ή και χιλιάδων ρεπόρτερ ενώ αράζει στην καρέκλα του γραφείου του, χωρίς δηλαδή να χρειάζεται καν να βγει αυτός στον δρόμο για να κυνηγήσει το θέμα του. Ιδιαίτερα βολικό, δεν βρίσκετε;
Βέβαια, το κακό στην όλη υπόθεση είναι πως ακόμα κι έτσι, ο δημοσιογράφος δεν μπαίνει στον κόπο να ψάξει τις πηγές του, να ενημερωθεί για την εκάστοτε κατάσταση, να ενδιαφερθεί για το αν τα όσα πρόκειται να μεταδώσει είναι αλήθεια. Με άλλα λόγια, να διασταυρώσει τις πληροφορίες του, κάτι που κάλλιστα μπορεί να γίνει με ένα-δυο τηλέφωνα.
Όπως κάποιοι πιστεύουν πως προωθώντας ένα email, θα φυτρώσουν χέρια στον μικρό Ταρίμπο από τη Νιγηρία, έτσι και κάποιοι άλλοι θεωρούν πως οτιδήποτε πλασάρεται στον ψηφιακό κόσμο, είναι αληθές. Ελάχιστοι είναι οι δημοσιογράφοι ή – για να το γενικεύσουμε λίγο – οι εκπρόσωποι του Τύπου που παίζουν το ίντερνετ στα δάχτυλα, που ξέρουν το παιχνίδι των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και που, εν τέλει, γνωρίζουν πώς ακριβώς να εκμεταλλευτούν την Τεχνολογία προς όφελός τους. Η συντριπτική πλειοψηφία, δεν είναι τόσο ότι την αγνοεί, όσο το ότι βρίσκεται εντελώς έξω απ’ την κουλτούρα της. Έχοντας δε επιλέξει ένα επάγγελμα που μεταβάλλεται τόσο δυναμικά, θα έπρεπε, αν μη τι άλλο, πρώτοι εκείνοι να είναι δεκτικοί σε κάθε αλλαγή, έτοιμοι να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα που φέρνει μαζί της. Αντ’ αυτού, ωστόσο, παρακολουθούμε μάλλον το αντίθετο: επαγγελματίες, να προσπαθούν να «ξεγελάσουν» με κουτοπόνηρες προσεγγίσεις ένα κοινό που με τον καιρό έχει γίνει πιο απαιτητικό, πιο υποψιασμένο, πιο δύσπιστο”.
Όλα αυτά δεν είναι άγνωστα στον κόσμο της δημοσιογραφίας. Όμως για να βρεις την αλήθεια, για να την περιγράψεις και να την διασταυρώσεις χρειάζεται κόπος. Τελικά, στο συνέδριο που είχε γίνει προ ετών στους Κορυσχάδες με θέμα τη δημοσιογραφία στη νέα εποχή, το συμπέρασμα που είχε εξαχθεί από σημαίνουσες προσωπικότητες ήταν ένα. Το μέλλον της δημοσιογραφίας βρίσκεται στον τοπικό τύπο. Διότι εκεί, με τη χρήση των νέων μέσων, με την προσωπική εμπλοκή των δημοσιογράφων και την αναγκαστική διασταύρωση των γεγονότων, μπορεί πραγματικά να λειτουργήσει αυτό για το οποίο η δημοσιογραφία γεννήθηκε: η ενημέρωση.
Εμείς στην Ευρυτανία το έχουμε κατανοήσει με τον καλύτερο τρόπο, όντας τυχεροί που διαβάζουμε τα “Ευρυτανικά Νέα“!