Η παρουσία του βαλκανικού αγριόγιδου έχει επιβεβαιωθεί στα βουνά γύρω από το Καρπενήσι, από το Βελούχι και τη Σαράνταινα έως τη Χελιδόνα και την Καλιακούδα, ως αποτέλεσμα μετακίνησης και εξάπλωσης από ορεινούς όγκους της Στερεάς (Γκιώνα, Βαρδούσια, Οίτη).
Το αγριόγιδο είναι ένα είδος μικρής αντιλόπης, από τα ομορφότερα ορεσίβια θηλαστικά των βουνών της χώρας μας. Πρόκειται για ένα από τα επτά υποείδη του Βόρειου Αγριόγιδου, η εξάπλωση του οποίου περιορίζεται αποκλειστικά στα βουνά της Βαλκανικής Χερσονήσου. Αντίθετα από ότι πιστεύουν πολλοί, δεν ανήκει στο ίδιο είδος με το αγρίμι της Κρήτης -γνωστό ως κρικρι- και δεν διασταυρώνεται με τη γίδα. Η «αντιλόπη των ελληνικών βουνών» ζει -πλέον- και στις απότομες βουνοκορφές της Ευρυτανίας, καθώς οι ειδικοί έχουν καταγράψει δυναμική επανεμφάνιση του είδους στα νότια και ανατολικά όρια του νομού.
Οι πληθυσμοί στην Ευρυτανία
Η παρουσία του βαλκανικού αγριόγιδου στα βουνά της Ευρυτανίας επιβεβαιώνεται πλέον με σαφήνεια, χάρη στην πολυετή έρευνα του Δρ. Χαρητάκη Παπαϊωάννου και των συνεργατών του. Είδος χαρακτηριστικό των απόκρημνων βουνών και των δασωμένων πλαγιών, το αγριόγιδο είχε περιοριστεί δραματικά τις προηγούμενες δεκαετίες, κυρίως λόγω λαθροθηρίας και απώλειας βιότοπων. Σήμερα, όμως, η εικόνα αλλάζει.

Στην Ευρυτανία, οι σημαντικότεροι πληθυσμοί εντοπίζονται στην Καλιακούδα, τη Χελιδόνα, το Βελούχι, τα Κοκκάλια και τη Σαράνταινα, ενώ υπάρχουν καταγραφές και σε γειτονικές ορεινές ζώνες -πχ Κοκκινιάς στην Ορεινή Ναυπακτία. Οι περιοχές αυτές διαθέτουν συνδυασμό στοιχείων που ευνοούν την επιβίωση του είδους: απόκρημνους γκρεμούς, δάση, λιβάδια και ελάχιστη ανθρώπινη ενόχληση, καθώς στερούνται εκτεταμένου οδικού δικτύου. Η εμφάνιση του αγριόγιδου στην Ευρυτανία φαίνεται να συνδέεται με μετακινήσεις ζώων από μεγαλύτερους πληθυσμούς της Γκιώνας, των Βαρδουσίων και της Οίτης.

Η σταδιακή αυτή «αποίκιση» δημιούργησε νέες μικρές αλλά δυναμικές ομάδες, οι οποίες ήδη πολλαπλασιάζονται. Εξάλλου, τα τελευταία χρόνια, όλο και περισσότεροι άνθρωποι που περιδιαβαίνουν στα βουνά της Ευρυτανίας -πεζοπόροι, κυνηγοί, φυσιολάτρες κ.ά.- αναφέρουν συναντήσεις με αγριόγιδα, σημάδι ότι το είδος δείχνει να ανακτά έδαφος στην περιοχή.
«(…) Η Καλιακούδα, λόγου χάριν, είναι ένα τέλειο ενδιαίτημα: έχει γκρεμούς, έχει δάσος, έχει λιβάδια, έχει βράχινες κορυφές. Είναι μια περιοχή που δεν έχει δρόμους και έτσι είναι λιγοστή η ενόχληση από τον άνθρωπο -τι καλύτερο για να υπάρχουν και αγριόγιδα. Η Χελιδόνα λίγο πιο δίπλα, με τα λιβάδια ψηλά στις κορυφές και τις απόκρημνες σάρες. Το Βελούχι πάνω ακριβώς από το Καρπενήσι, με τους μεγάλους γκρεμούς, τα Κοκκάλια λίγο πιο πέρα, και η Σαράνταινα που φαίνεται να διατηρεί έναν πολύ ενδιαφέροντα και καλό πληθυσμό αγριόγιδου. Στην Καλιακούδα, καταγράψαμε μητέρα με μικρό και νεαρά αρσενικά. Η εξάπλωση φαίνεται να προέρχεται από τη Γκιώνα, τα Βαρδούσια και την Οίτη, με τάση μετακίνησης προς τα δυτικά, γεγονός που δείχνει μια δυναμική επανεμφάνιση του είδους στην Ευρυτανία», είχε αναφέρει σε σχετική του εισήγηση ο κ. Παπαϊωάννου, στο πλαίσιο σεμιναρίου με τίτλο «Άγριες Φυσικές Περιοχές και άγρια πανίδα-σύγχρονες εξελίξεις» που είχε διοργανώνει (Φεβ. ’24) το ΚΕΠΕΑ Καρπενησίου.

Το είδος και οι απειλές
Το αγριόγιδο είναι ένα ζώο εξαιρετικά ευκίνητο και μπορεί με ένα άλμα να διανύσει απόσταση μεγαλύτερη των 7μ. ή να πέσει κατακόρυφα από ύψος 15 μέτρων (!). Τα πόδια του καταλήγουν σε σκληρές ελαστικές οπλές, οι οποίες προσφέρουν σταθερό πάτημα στις μικρές προεξοχές των βράχων, αλλά και στο παγωμένο χιόνι. Ως το μόνο μεγάλο θηλαστικό που ζει σε γκρεμούς και απάτητες κορυφές της ηπειρωτικής Ελλάδας, συνδυάστηκε στην αντίληψη των ανθρώπων των τοπικών κοινωνιών ως ένα σύμβολο απόλυτης ελευθερίας και κέρδισε τον θαυμασμό του για τις ικανότητες επιβίωσης ακόμα και στις σκληρότερες συνθήκες διαβίωσης στα βουνά.
Υπήρξε για αιώνες ένα από τα πιο περιζήτητα «ευγενή» θηράματα των μελών των τοπικών κοινωνιών και γύρω από το κυνήγι του πλάστηκε πληθώρα ιστοριών -πραγματικών ή μη- που αναφέρονται στην προσπάθεια απόκτησης του σπάνιου τρόπαιου. Στο παρελθόν, το αγριόγιδο ζούσε σε όλα τα βουνά της ηπειρωτικής Ελλάδας, σε απότομες και βραχώδεις τοποθεσίες. Σήμερα, μικροί και απομονωμένοι πληθυσμοί -περίπου 30 συνολικά- επιβιώνουν στην Πίνδο (όπου η Τύμφη φιλοξενεί τους μεγαλύτερους πληθυσμούς πανελλαδικώς), τον Όλυμπο, τη Ροδόπη, τα βουνά της Στερεάς Ελλάδας και το όρος Πίνοβο-Τζένα. Το συνολικό πληθυσμιακό του μέγεθος σε εθνικό επίπεδο είναι μεταξύ 1.330 και 1.765 ατόμων.
Η κυριότερη απειλή για το αγριόγιδο είναι η λαθροθηρία, παρότι το κυνήγι του είδους έχει απαγορευθεί από το 1969. Εκτός από τη λαθροθηρία, η διάνοιξη και χρήση οδικού δικτύου, ο κατακερματισμός της εξάπλωσης και η γενετική απομόνωση, η ενόχληση από ποικίλες ανθρωπογενείς δραστηριότητες, αλλά και η κλιματική αλλαγή συνδιαμορφώνουν την συνολική κατάσταση διατήρησής του είδους στη χώρα που δεν θεωρείται καλή.

Το είδος προστατεύεται αυστηρά από την ελληνική νομοθεσία και περιλαμβάνεται στα Παραρτήματα ΙΙ και IV της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, καθώς και στο Παράρτημα ΙΙΙ της Σύμβασης της Βέρνης. Το αγριόγιδο είναι ένα από τα οκτώ είδη άγριας χλωρίδας και πανίδας για την προστασία των οποίων το ΥΠΕΝ ανακοίνωσε πρόσφατα την εφαρμογή Σχεδίου Δράσης, στο πλαίσιο του έργου LIFE-IP 4 Natura. Το αγριόγιδο, διατηρώντας σημαντικούς πληθυσμούς πλέον, «επανακτά» τον βασικό του ρόλο σαν ο κύριος καταναλωτής πρώτης τάξης στα περισσότερα ορεινά και υποαλπικά οικοσυστήματα της ηπειρωτικής Ελλάδας. Είναι σε θέση να στηρίζει είδη που βρίσκονται σε ανώτερη θέση στην τροφική πυραμίδα, όπως ο λύκος, ο χρυσαετός, το όρνιο και ο γυπαετός. Παράλληλα, ενδεχομένως περιορίζει τις ζημιές από επιθέσεις λύκων σε κτηνοτροφικά ζώα, αναφέρουν οι ειδικοί.