19 Απριλίου 2024

ΜΕΝΟΥ

Αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου: Mια “βόμβα” που σκάει ή μια πραγματικότητα που έρχεται; Της Ελένης Παπαροϊδάμη, εκπαιδευτικού

Με μια κυβέρνηση που παρουσιάζει και εφαρμόζει πολιτικές και αξιώσεις νεοφιλελευθερισμού, το ένα νομοσχέδιο έρχεται μετά το άλλο, κυριολεκτικά δίχως ανάσα, ειδικά στον χώρο της εκπαίδευσης, με πιο πρόσφατο την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου στις σχολικές μονάδες. Στόχος της κυβέρνησης είναι, όπως φαίνεται, να λειτουργήσουν με κάθε δυνατό τρόπο και μάλιστα δίχως αντιστάσεις, οι… «δημόσιοι» οργανισμοί με κανόνες ιδιωτικού δικαίου, με αρχές της αγοράς, ώστε να εμπεριέχουν και να πραγματώνουν τις πέντε βασικές αρχές διοίκησης: προγραμματισμός, υλοποίηση, εφαρμογή, αξιολόγηση, επαναπρογραμματισμός…

Όπως ανακοινώθηκε χαρακτηριστικά στο ΦΕΚ B140 – 20.01.2021, ακολουθεί και πολύ σύντομα μάλιστα – από τον ερχόμενο Φλεβάρη – «Συλλογικός προγραμματισμός, εσωτερική και εξωτερική αξιολόγηση των σχολικών μονάδων ως προς το εκπαιδευτικό τους έργο».

Μοιάζει με «βόμβα» που σκάει, ενώ η λέξη αξιολόγηση «πονάει» μόνο και μόνο με το άκουσμά της, στον εκπαιδευτικό κλάδο. Δεν άργησαν βέβαια να φανούν και οι πρώτες αντιδράσεις.

Αυτό συμβαίνει ενδεχομένως διότι… συνδέεται ηθελημένα ή άθελα, συνειδητά ή ασυνείδητα στο μυαλό των δημόσιων λειτουργών με απολύσεις και κατάργηση της μονιμότητας, ενώ σύμφωνα με τους υποστηρικτές της, σε θεωρητικό, αλλά και σε πρακτικό επίπεδο, η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου ουδεμία σχέση έχει με την αξιολόγηση των ίδιων των εκπαιδευτικών. Και αυτό, γιατί αξιολογείται το παραγόμενο έργο, ενώ η ίδια η διαδικασία της αξιολόγησης συνδέεται άμεσα με τη βελτίωση (ποιοτική έννοια) του παραγόμενου έργου και την αποτελεσματικότητα της σχολικής μονάδας ως προς την επίτευξη των στόχων (ποσοτική έννοια).

Συγκεκριμένα, η αυτό-αξιολόγηση του σχολείου (“School Self –Evaluation”) αφορά τη συστηματική λήψη των πληροφοριών σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας του σχολείου, την ανάλυση και κριτική αυτής της πληροφορίας με σκοπό την προώθηση της ποιότητας στην εκπαίδευση που παρέχει το σχολείο, καθώς και στη λήψη των αποφάσεων με σκοπό τη βελτίωση και την παραγωγή προτάσεων» (Devos, 1998: 1-2, όπ. ανάφ. σε Kyriakides & Campbell, 2004: 24). Έτσι, κατά την εφαρμογή των εκπαιδευτικών προγραμμάτων, το σχολείο δύναται να προβληματιστεί σχετικά με τις πρακτικές που χρησιμοποίησε και να λάβει με την εφαρμογή τους ανατροφοδότηση με στόχο τη βελτίωση του σχεδίου ενέργειας που πραγματοποίησε (Κασσωτάκης, 2013: 16 -17).

H αξιολόγηση έχει να κάνει με σχολικές τάξεις «ανοιχτές» στη γνώση· που ευνοούν την ανταλλαγή καλών πρακτικών, την ετεροπαρατήρηση, την επαγγελματική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών, τη συλλογικότητα, την ηγεσία για τη μάθηση και την ανάληψη ευθυνών που εμπεριέχει όραμα, αλλά και στόχους εφαρμοσμένους επί του πρακτέου, τη δεκτικότητα στην κριτική και τη συγκρισιμότητα με άλλες σχολικές μονάδες, με στόχο την οργανωσιακή αλλαγή, τη βελτίωση και την αποτελεσματικότητα. Παράλληλα, συνδέεται ξεκάθαρα με το διακύβευμα του σχολείου ως «οργανισμός και κοινότητα μάθησης», όπου όλοι (εκπαιδευτικοί, μαθητές, διευθυντές) μαθαίνουν μέσα σε αυτό, δημιουργούν δίκτυα με την κοινότητα και χρησιμοποιούν κάθε εφικτό μέσο με στόχο την ανάπτυξή της.

Είχε ξαναγίνει παρόμοια προσπάθεια εφαρμογής της αξιολόγησης στις σχολικές μονάδες σε εφαρμογή πιλοτικού προγράμματος το μακρινό 2010, που διακόπηκε τότε λόγω αντιδράσεων αλλά και… αλλαγής κυβέρνησης.

Πιο αναλυτικά, τότε, σύμφωνα με το Μοντέλο της Αυτοαξιολόγησης του Εκπαιδευτικού Έργου (ΑΕΕ), που αναπτύχθηκε πιλοτικά με φορέα το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής, η αυτοαξιολόγηση πραγματοποιείται σε δύο παράλληλους κύκλους, όπου ο πρώτος ξεκινά με τον ετήσιο προγραμματισμό, συνεχίζεται με τα στάδια της εφαρμογής, παρακολούθησης, ενδιάμεσης αξιολόγησης και ανατροφοδότησης και ολοκληρώνεται με την «ετήσια έκθεση αξιολόγησης» που εμπεριέχει τα αποτελέσματα των σχεδίων δράσης που εφαρμόστηκαν, και ο δεύτερος κύκλος περικλείει τα σχέδια δράσης που υλοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους (Πετροπούλου, Κασιμάτη & Ρετάλης, 2015: 71).

Δέκα χρόνια μετά, η επικείμενη αξιολόγηση, δεν διαφέρει σε πνεύμα και φιλοσοφία ως προς αυτή του ’10. Όπως διαβάζουμε στην ενημέρωση από το Υπουργείο Παιδείας, στην επικείμενη αξιολόγηση οι άξονες θα βασίζονται «σε τρεις βασικές λειτουργίες: α) παιδαγωγική και μαθησιακή λειτουργία, β) διοικητική λειτουργία και γ) επαγγελματική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών». Θα διακρίνεται σε εσωτερική και εξωτερική, ενώ ιδιαίτερη σημασία θα έχει ο ρόλος των ομάδων δράσεων που θα φέρουν εις πέρας -καταγεγραμμένα πια- τα εκπαιδευτικά προγράμματα.

Η εσωτερική αξιολόγηση ή αυτό-αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου αποτελεί ουσιαστικά μια επαγγελματική αντίληψη της διδασκαλίας που περικλείει την αναγνώριση των αναγκών, την ανάλυση στόχων, την επιλογή διδακτικών στρατηγικών, τον προγραμματισμό και τον έλεγχο της δουλειάς τους (Nevo, 2001: 96). Από την άλλη, η εξωτερική αξιολόγηση πραγματοποιείται από φορείς που βρίσκονται εκτός σχολείου και είτε ανήκουν στις ανώτερες βαθμίδες της διοίκησης είτε είναι φορείς που αναλαμβάνουν με ανάθεση το έργο της αξιολόγησης, έχοντας μια σχετική αυτονομία σε σχέση με τη διοίκηση.

Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο ΦΕΚ, «στο τέλος κάθε διδακτικού έτους, η σχολική μονάδα συντάσσει στην ειδική ψηφιακή εφαρμογή του Ι.Ε.Π. Έκθεση Εσωτερικής Αξιολόγησης, με ευθύνη του/της Διευθυντή/ ντριας, σε συνεργασία με τον Σύλλογο Διδασκόντων», λαμβάνοντας υπόψη κάθε θεματικό άξονα και βαθμολογώντας με κλίμακα likert (1= επαρκής λειτουργία … 4 = εξαιρετική λειτουργία). Συνεπώς, θα υπάρχει, εκτός από ποιοτική αξιολόγηση, αφού θα καταγράφονται γραπτώς τα δυνατά και αδύναμα σημεία, και ποσοτική, ενώ παράλληλα «λαμβάνονται υπόψη τα χαρακτηριστικά της σχολικής μονάδας, οι διαθέσιμες υποδομές και οι ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της». Η Έκθεση αυτή Εσωτερικής Αξιολόγησης θα κατατίθεται μέχρι τις 25 Ιουνίου, ενώ οι Συντονιστές Εκπαιδευτικού Έργου θα μελετούν τις εκθέσεις των σχολικών μονάδων και θα συντάσσουν από πλευράς τους μέχρι τις 20 Ιουλίου κάθε έτους Έκθεση Εξωτερικής Αξιολόγησης. Έτσι το Π.Ε.Κ.Ε.Σ. (Περιφερειακό Κέντρο Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού) θα συντάσσει το αργότερο μέχρι τις 31 Αυγούστου, πάλι στην ψηφιακή εφαρμογή του ΙΕΠ, τη δική του Έκθεση Εξωτερικής Αξιολόγησης.

Μήπως άραγε στη διαδικασία της αποσυγκέντρωσης -αν όχι αποκέντρωση- θα δοθεί ιδιαίτερα έμφαση στον επιτελεστικό ρόλο της γραφειοκρατίας; Ή άραγε η όλη διαδικασία θα έχει μόνο έμφαση στη λογοδοσία σε συνδυασμό με τη διαφάνεια του κρατικού μηχανισμού και την ανοιχτότητα στη συγκρισιμότητα των καλών πρακτικών; Θα πραγματοποιηθεί όντως η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου ή θα μείνει ένα σχέδιο στα χαρτιά; Αν ναι, θα υπάρξει αξιοκρατία; Θα χρησιμοποιηθούν κομματικά ή πολιτικά μέσα; Αποτελούν εύλογα ερωτήματα.

Κάθε αλλαγή πάντως χρειάζεται χρόνο και όχι κάθετες αποφάσεις, ενώ όταν αφορά εγκατεστημένες νοοτροπίες, και δίχως καμία παροχή κινήτρου για τον εκπαιδευτικό κλάδο, τα πράγματα σίγουρα γίνονται πιο δύσκολα για την ανατροπή τους. Μένει να δούμε τι θα γίνει…

Βιβλιογραφικές αναφορές

Kyriakides L. & Campbell R.J. (2004). “SCHOOL SELF-EVALUATION AND SCHOOL IMPROVEMENT: A CRITIQUE OF VALUES AND PROCEDURES”, Studies in Educational Evaluation .30, p.p.24.

Κασσωτάκης, Μ. (2013). Η αξιολόγηση της επίδοσης των μαθητών. Αθήνα: Γρηγόρης.

Nevo D. (2001). “SCHOOL EVALUATION: INTERNAL OR EXTERNAL?”, Studies in Educational Evaluation 27, p.p. 95.

Πετροπούλου, Ουρ., Κασιμάτη Αικ. & Ρετάλης Σ. (2015). Σύγχρονες μορφές αξιολόγησης με αξιοποίηση εκπαιδευτικών τεχνολογιών. Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών. Ανακτήθηκε στις 7/6/2019, από www. kallipos.gr.

Ελένη Γ. Παπαροϊδάμη

Εκπαιδευτικός, με ειδίκευση στη Διοίκηση της Εκπαίδευσης & την Ειδική Αγωγή

ΤΟΠΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
ΑΘΛΗΤΙΚΑ