ρεπορτάζ-συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση των Ευρυτανικών Νέων (αρ. φύλ. 958/30-6-21)
Ευρυτάνες και Ευρυτάνισσες σε όλα τα πλάτη και μήκη της γης προοδεύουν, παράγουν καινοτομία και λαμβάνουν τη δέουσα αναγνώριση. Ο Οργανισμός Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας (ΟΒΙ) απένειμε, στις αρχές του καλοκαιριού, βραβεία στους εφευρέτες που επιλέχθηκαν μετά από αξιολόγηση 200 περίπου αιτήσεων και εισήγηση της Επιτροπής Αξιολόγησης Εφευρέσεων· την εισήγηση της αρμόδιας Επιτροπής ενέκρινε ο Υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων κ. Άδωνις Γεωργιάδης.
Μεταξύ των βραβευθέντων ήταν και ο Δημήτρης Τσιώκος, από την Καστανιά Ευρυτανίας, συνιδρυτής και CEO της bialoom, μιας νεοφυούς επιχείρησης που ιδρύθηκε το 2018 στην Κύπρο και υλοποίησε μια καινοτόμα συσκευή ταχείας διάγνωσης που ξεκίνησε από την έρευνα στο ΑΠΘ.
Πιο ειδικά, στην κατηγορία «ερευνητικού προγράμματος για λογαριασμό Πανεπιστημίου ή Ερευνητικού Κέντρου», βραβείο απέσπασε η «Μέθοδος Κατασκευής Ολοκληρωμένου Πλασμο-Φωτονικού Βιοαισθητήρα και Συσκευή για το Σκοπό αυτό», που υλοποίησαν οι Τσιώκος Δημήτριος, Πλέρος Νίκος, Ντάμπος Γιώργος, Κετζάκη Δήμητρα και Anna Lena Giesecke. Η αξιολόγηση των εφευρέσεων από την Επιτροπή έγινε με βάση το εάν εμπεριέχουν ιδιαίτερη εφευρετική δραστηριότητα, έχουν σημαντικές προοπτικές για να συμβάλλουν στην τεχνολογική και βιομηχανική ανάπτυξη της χώρας κ.α.
Τι αφορά η τεχνολογία
«Η βράβευση αφορούσε στην ευρεσιτεχνία που αποκτήσαμε μέσα από την έρευνα τα τελευταία περίπου επτά χρόνια, εγώ και οι συνεργάτες μου, στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, με αντικείμενο τις φωτονικές τεχνολογίες βιοαισθητήρων και πώς αυτές μπορούν να ολοκληρωθούν πάνω σε τσιπάκια, όπως αυτά που έχουμε στο κινητό ή τον υπολογιστή μας», λέει στα Ευρυτανικά Νέα ο Δημήτρης Τσιώκος, Ηλεκτρολόγος Μηχανικός και Μηχανικός Υπολογιστών, με διδακτορικό στην Φωτονική και τις Οπτικές Ίνες.
«Το τσιπάκι αυτό ανοίγει τον δρόμο», λέει ο Ευρυτάνας CEO της bialoom, «για διαγνωστικά τεστ που μπορεί να γίνουν πολύ πιο ισχυρά και ικανά απ’ ό,τι είναι σήμερα, και με πολύ μικρές ποσότητες αίματος». «Αντί να κάνει κανείς», εξηγεί, «πολλές και διαφορετικές αιμοληψίες και εξετάσεις αίματος, η συγκεκριμένη τεχνολογία θα επιτρέψει να γίνονται εξίσου αναλυτικά τεστ -όπως γίνονται σήμερα στα καλύτερα δημόσια και ιδιωτικά διαγνωστικά εργαστήρια- αλλά με πολύ μικρές ποσότητες δείγματος και δίπλα στον ασθενή».
Το προϊόν της bialoom, που στεγάζεται στις εγκαταστάσεις του Gravity Ventures Incubator στην Κύπρο, βασίζεται στην τεχνολογία των πλασμο-φωτονικών ολοκληρωμένων κυκλωμάτων που αναπτύχθηκαν στο ΑΠΘ. Tο τεστ αξιοποιεί πολλαπλούς φωτονικούς αισθητήρες υψηλής ευαισθησίας σε ένα προσιτό αναλώσιμο βιοτσίπ, το οποίο με την κατάλληλη διαμόρφωση μπορεί να ανιχνεύσει και να ποσοτικοποιήσει σε λίγα μόλις λεπτά μία ομάδα βιοδεικτών.
Το επιχειρηματικό μοντέλο επικεντρώνεται στη διάγνωση οξέων βακτηριακών λοιμώξεων και της σηψαιμίας, μια συχνά θανατηφόρα επιπλοκή, κατά την οποία η πιθανότητα επιβίωσης μειώνεται κατά 7,6% κάθε ώρα εξέλιξης της νόσου· η έγκαιρη διάγνωση δύναται να σώσει μια ζωή. «Η τεχνολογία αποτελεί ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο στα χέρια των κλινικών· σε καμία περίπτωση δεν θα τους αντικαταστήσει, αλλά θα συμβάλλει ολοένα και πιο ενεργά στο έργο της ιατρικής κοινότητας», λέει ο Καστανιώτης ιδρυτής της εταιρείας.
Τα εμπόδια
Η διαδικασία για να βγει μια επιστημονική καινοτομία από το εργαστήριο στην αγορά, είναι δαιδαλώδης, καθώς προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, ρυθμιστικές εγκρίσεις και πιστοποιήσεις, των οποίων το κόστος κυμαίνεται από 100.000-200.000 ευρώ μέχρι και 1,5 εκατ. ευρώ και απαιτεί 1,5-2 χρόνια δουλειάς μέχρι την κατάκτηση μιας πιστοποίησης CE (η σήμανση CE σε μια ιατρική συσκευή σημαίνει ότι το προϊόν συμμορφώνεται με τις βασικές απαιτήσεις των ισχυουσών οδηγιών της ΕΕ). «Ο μόνος τρόπος να μεγιστοποιήσει κανείς τις πιθανότητες της επιτυχίας είναι να μοιράζεται το όραμα με μια συγκροτημένη ομάδα», δήλωνε πρόσφατα ο Δ. Τσιώκος στο powergame.gr.
«Είναι μια τιτάνια προσπάθεια να παραχθεί ένα τέτοιο προϊόν, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε οποιαδήποτε χώρα, καθώς σχετίζεται με την ιατρική τεχνολογία», λέει στα Ευρυτανικά Νέα· «πρόκειται για μια δύσκολη προσπάθεια, που, όμως, έχει προοπτική και μας αρέσει να το κάνουμε», συμπληρώνει. Ο πρώτος στόχος ήταν η τεχνολογία να βγει στην αγορά και «εφόσον κάτι τέτοιο γίνει επιτυχώς, σαφώς θέλουμε πάρα πολύ γρήγορα να εξελιχθεί σε προϊόν μαζικής παραγωγής, κάτι που είναι εφικτό με τη συγκεκριμένη τεχνολογία», σημειώνει για τα επόμενα βήματα.
Η πανδημία του κορονοϊού ανέδειξε την ανάγκη για ταχεία διαγνωστικά τεστ, είχε πει στο protagon.gr ο μέχρι πρότινος ερευνητής στο Κέντρο Διεπιστημονικής Έρευνας και Καινοτομίας (ΚΕΔΕΚ) του ΑΠΘ. «Η covid-19 είναι η κορυφή στο παγόβουνο των πανδημιών που απειλεί περισσότερο από ποτέ τα τελευταία χρόνια την δημόσια υγεία, ενώ ανέδειξε την ανάγκη για ταχεία διαγνωστικά τεστ χαμηλού κόστους», ανέφερε και πρόσθετε: «Μία άλλη αυξανόμενη απειλή είναι η γενικευμένη και αλόγιστη χρήση αντιβιοτικών, η οποία αναμένεται να οδηγήσει την ανθρωπότητα στην επόμενη μεγάλη πανδημία των ανθεκτικών παθογόνων -βακτηρίων αυτή τη φορά-. Για να μην γίνει και αυτός ο εφιάλτης πραγματικότητα απαιτούνται διαγνωστικά εργαλεία, τα οποία θα υποστηρίζουν τους κλινικούς στην άμεση και στοχευμένη αντιβιοτική θεραπεία, ώστε να αντιμετωπίζονται τα βακτήρια πριν αυτά αναπτύξουν ανθεκτικότητα».
Τα οικονομικά μεγέθη
Οι πόροι που απαιτεί το εγχείρημα υλοποίησης του πρωτοποριακού διαγνωστικού τεστ δεν είναι διόλου αμελητέοι, επιβεβαιώνει ο Δ. Τσιώκος. «Απαιτούνται πάρα πολλά χρήματα. Ήδη, μέσα από το πανεπιστήμιο, όταν πρωτοξεκινήσαμε, είχαμε εξασφαλίσει μια ευρωπαϊκή επιδότηση ύψους 4 εκατομμυρίων ευρώ, μέσω της οποίας προέκυψαν και τα πολύ αρχικά αποτελέσματα, η βασική τεχνολογία», υπογραμμίζει μιλώντας στην εφημερίδα.
«Έπειτα», προσθέτει, «μέσω της startup επιχείρησης, πλέον, έχουμε εξασφαλίσει ακόμα 1 εκατομμύριο ευρώ περίπου, μέσω επιχορηγήσεων από εθνικούς και ευρωπαϊκούς πόρους, για την περαιτέρω ανάπτυξη». Η αναζήτηση επιπλέον κονδυλιών και πηγών χρηματοδότησης είναι διαρκής, σημειώνει και μιλά για μια διαδικασία που εξελίσσεται βήμα-βήμα.
Η σχέση με την Ευρυτανία
Ο Δημήτρης Τσιώκος κατάγεται από την Καστανιά Ευρυτανίας και τρέφει πραγματική αγάπη για τον τόπο, τον οποίο επισκέπτεται κάθε φορά που οι επαγγελματικές και οικογενειακές υποχρεώσεις του το επιτρέπουν.
«Είναι πολύ ιδιαίτερη η σχέση μου με την Καστανιά, γιατί από εκεί καταγόταν ο πατέρας μου, τον οποίο έχασα πολύ μικρό. Έχω περάσει πολλά καλοκαίρια στο χωριό και επιστρέφω κάθε χρόνο εκεί, με τα δικά μου παιδιά», λέει στην εφημερίδα. «Οι άνθρωποι είναι η ιστορία τους και πρέπει να τη γνωρίζουν», προσθέτει και αποθεώνει το φυσικό κάλλος της γενέτειράς του και ολόκληρης της Ευρυτανίας.