Στις 26 Ιουλίου, η Εκκλησία τιμά τη μνήμη της Αγίας Παρασκευής, άλλοτε πολιούχου και προστάτιδος του Καρπενησίου. Στον ομώνυμο ενοριακό ναό της πόλης, το βράδυ της Κυριακής (25/7) τελέστηκε πανηγυρικός εσπερινός, ενώ ανήμερα τελέστηκε Αρχιερατική θεία Λειτουργία, ιερουργούντος του Μητροπολίτη κ.κ. Γεωργίου.
«Ο ναός (σ.σ. της Αγίας Παρασκευής) δεν είναι τόσο παλιός καθώς έχει καταστραφεί πολλές φορές, ο υπάρχων όμως είναι του 1920 και είναι κόσμημα για τη πόλη και τους κατοίκους της», γράφει ο Ιωάννης Δημητρίου, ιστοριοδίφης της τοπικής ιστορίας. «Για τους γείτονες και τους ενορίτες είναι στολίδι και καμάρι τους και φαίνεται από τον τρόπο που φροντίζουν και το εσωτερικό και το εξωτερικό του ναού», σημειώνει και συμπληρώνει: «Νομίζω πολλοί προλάβαμε το όμορφο πανηγύρι που γινόταν στο προαύλιο το βράδι της παραμονής. Πολλοί θα θυμούνται τους γλεντιστές που ετοίμαζαν τα ψητά πριν ακόμα τελειώσει ο εσπερινός, τον κόσμο που φεύγοντας έπαιρνε στη λαδόκολα “λίγο για το σπίτι”, άλλοι θα θυμούνται το διαρκές πηγαινέλα του κόσμου απ΄τη “Σατέϊκη” σκάλα ή από το μονοπατάκι απ΄ του Γύφτου τη Βρύση. Ακόμα έχει κάτι το όμορφο να πας στην Αγία Παρασκευή με τα πόδια απ΄ τη σκάλα, το μονοπάτι έχει εξαφανιστεί εντελώς».
Η ιστορία του ναού
Συνοπτική και περιεκτική περιγραφή της ιστορίας του ναού έχει εκπονήσει ο σημερινός εφημέριος π. Κωνσταντίνος Λιάπης, με αφορμή το πολυθεματικό συνέδριο του 2017 με τίτλο «Το Καρπενήσι στη διαχρονική του πορεία».
«Ο ιερός ναός της Αγίας Παρασκευής», διαβάζουμε, «είναι χτισμένος βορειοανατολικά της πόλεως του Καρπενησίου (παραδοσιακό Καρπενήσι), στο κέντρο της ομώνυμης συνοικίας, και έχει ρυθμό εγγεγραμμένο σταυροειδή με τρούλο. Η ενορία της Αγίας Παρασκευής εξυπηρετούσε τις λατρευτικές ανάγκες των κατοίκων των συνοικιών Τσιμποκάρου, Ρούσα και Παληορούτι. Σήμερα προστέθηκε και η συνοικία Κοκαλιάρα, όπου ήταν τουρκομαχαλάς. Όπως αναφέρει η ιστορία, οι τουρκικές οικογένειες, έφυγαν από το Καρπενήσι με τη βοήθεια του (τουρκικού) στρατού. Πριν όμως φύγουν, στις 20 Ιουλίου του 1821, λεηλάτησαν και έκαψαν τους Ναούς της πόλεως, ανάμεσα τους και αυτόν της Αγίας Παρασκευής».
«Οι κτηνοτροφικές κοινωνίες της εποχής ευλαβούντο ιδιαιτέρως την αγία Παρασκευή. Τούτο επιβεβαιώνεται ακόμη και σήμερα καθώς σε πολλά μέρη της Ελλάδας γίνονται ακόμη πανηγύρια της αγίας συνδεδεμένα όλα με κτηνοτροφικούς οικισμούς. Οι λόγοι, κατά την γνώμη μας, για την ιδιαίτερη αυτή ευλάβεια των κτηνοτροφικών κοινωνιών προς την Αγία είναι:
α) Στις ίδιες κοινωνίες αποτελούσαν ορόσημα χρονικά οι γιορτές του Αγίου Γεωργίου, οπότε ξεκινούσαν την άνοδο από τα χειμαδιά του κάμπου προς τα ορεινά, θερινά βοσκοτόπια και του Αγίου Δημητρίου, οπότε άρχιζε η αντίστροφη μετακίνηση
β) η εορτή της Αγίας Παρασκευής, κειμένη στο μέσον ακριβώς του διαστήματος μεταξύ των δύο εορτώνορόσημων μετακινήσεως, αποτελούσε με τη σειρά της ένα νέο ορόσημο ανάπαυλας και γλεντιού με την πανήγυρι στη γιορτή της αγίας. Από πλευράς φυσικών συνθηκών ήταν κατάλληλη για τα υπαίθρια πανηγύρια. Από πλευράς οικονομικών συνθηκών ήταν επίσης πρόσφορη διότι οι κτηνοτρόφοι είχαν ολοκληρώσει μεγάλο μέρος της παραγωγής την οποία επιπλέον είχαν διαθέσει, και ήταν άνετοι οικονομικά και ικανοί να απολαύσουν μία ανάπαυλα, ένα θρησκευτικό πανηγύρι. Επειδή λοιπόν οι πρώτοι βλαχοποιμένες κάτοικοι της πόλεως ευλαβούντο την Αγία θεωρούμε πολύ πιθανό να ανήγειραν και ναό στο όνομά της, στην ίδια πιθανώς θέση όπου ευρίσκεται ο σημερινός ναός».
«Ο ναός που οικοδομήθηκε μετά την καταστροφή από τους Τούρκους είχε ρυθμό βασιλικής, ήταν όμως πολύ μικρός για να καλύψει τις λειτουργικές ανάγκες των πιστών. Για τον λόγο αυτόν, πιθανόν το έτος 1920, το εκκλησιαστικό Συμβούλιο της Παναγίας, με πρόεδρο τον π. Κωνσταντίνο Παπανικολάου, αποφάσισε να κατεδαφίσει το παλαιό εκκλησάκι και στη θέση του να οικοδομήσει νέο και περικαλλή ναό.18 Έτσι, με μεγάλες δωρεές των Καρπενησιωτών και ανεξάντλητη προσωπική εργασία των κατοίκων της Αγίας Παρασκευής, οικοδομήθηκε ο σημερινός ιερός ναός της Αγίας και τέθηκε σε λειτουργία το έτος 1927».
«Μετά τον εμφύλιο άρχισε και η φθορά του όλου κτίσματος του ναού, ο οποίος κατά το τριήμερο 19-21 Ιανουαρίου 1949 της μάχης του Καρπενησίου, δέχτηκε στη στέγη του πολλά βλήματα όλμων και ριπές πυροβόλων, σε όλη την πλευρική επιφάνεια με συνέπεια να υποστεί μεγάλες ζημιές στη στέγη, στους τοίχους και τα πορτοπαράθυρα. Προσπάθειες αποκατάστασης των ζημιών έγιναν, αλλά δεν απέδωσαν, και έτσι με την πάροδο του χρόνου οι φθορές συνεχίστηκαν. Ο σεισμός του Φεβρουαρίου του 1966 χειροτέρευσε την κατάσταση».
«Το 1979 που ιδρύθηκε η νεοσύστατος μητρόπολη Καρπενησίου, ο Γεώργιος Χρ. Αρμάγος από τη θέση του τμηματάρχου της νομαρχίας Ευρυτανίας, κίνησε την διαδικασία ιδρύσεως της ενορίας. Την όλη προσπάθεια βοήθησε ένθερμα ο ηγούμενος της Ι. Μονής Τατάρνης αρχιμ. Δοσίθεος, ο οποίος την μεταβατική εκείνη περίοδο ήταν εκπρόσωπος του τοποτηρητού μακαριστού μητροπολίτου Φθιώτιδος κυρού Δαμασκηνού. Το έτος 1980, με τη βοήθεια του αειμνήστου Χρυσοστόμου Καραπιπέρη, υφυπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως, προεδρικό Διάταγμα με το οποίο ιδρύθηκε η ενορία της Αγίας Παρασκευής και ο ομώνυμος ναός αποτελεί από τότε ενοριακό ναό. Ο πρώτος μητροπολίτης Καρπενησίου Νικόλαος κατέβαλε κάθε προσπάθεια για τη λειτουργία της ενορίας, με την τοποθέτηση πρώτου ιερέα του π. Αριστείδου Πεσλή, ο οποίος ήρθε από τη Ρεντίνα Καρδίτσας. Το περί αυτού εκκλησιαστικό συμβούλιο αντιμετώπισε πολλά και σοβαρά προβλήματα, αφού στο ναό δεν υπήρχε καμία απολύτως υποδομή αλλά ούτε και επίσημη οικονομική βοήθεια για να γίνει η προμήθεια των αναγκαίων σκευών, βιβλίων κ.α..».
Διαβάστε εδώ ολόκληρη την εισήγηση του π. Κωνσταντίνου Λιάπη για τον Ι.Ν. Αγίας Παρασκευής Καρπενησίου