Με τις αποφάσεις της Υπουργού Παιδείας να επαναφέρει την εξ αποστάσεως εκπαίδευση λόγω της δεύτερης κατά σειρά καραντίνας σε όλες πλέον τις βαθμίδες, η μάθηση αποκτά για άλλη μία φορά διαστάσεις… τηλεκπαίδευσης.
Εύλογα ερωτήματα προκαλούνται από γονείς και εκπαιδευτικούς, όπως: «Είναι εφικτή η εξ αποστάσεως εκπαίδευση;», «Το παιδί μου μαθαίνει;», «Θα χάσουμε πάλι τη σχολική χρονιά;», ενώ δεν λείπουν φυσικά και τα παράπονα, όπως: «Ποιος κάθεται τόσες ώρες μπροστά στον υπολογιστή;», αλλά και τα παραλειπόμενα: «Δεν έχω σύνδεση στο ίντερνετ ή ηλεκτρονικό υπολογιστή».
Ζήτημα που προκύπτει είναι σαφώς η εύρεση λύσεων -και μάλιστα άμεσα (με ή χωρίς οδηγίες από το Υπουργείο Παιδείας), η ανάπτυξη συνεργατικών δομών εντός και εκτός σχολικής μονάδας, και φυσικά η καλλιέργεια και η πραγμάτωση δεξιοτήτων, όπως ευελιξία και προσαρμοστικότητα, με κύριες βλέψεις… τη λήψη δραστικών αποφάσεων.
Είναι γεγονός ότι η διά ζώσης αλληλεπίδραση που υπάρχει κατά τη μαθησιακή διαδικασία δεν συγκρίνεται με την εξ αποστάσεως. Από την άλλη, η επικράτηση των νεοφιλελεύθερων αντιλήψεων στην εκπαίδευση συνδέεται άμεσα με τη διάχυση πληροφοριών και τη χρήση των δικτύων και των ροών. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι εκπαιδευτικοί και μαθητές εργάζονται μέσα από καινοτόμες παιδαγωγικές προσεγγίσεις που συμπεριλαμβάνουν «την αξιοποίηση των ψηφιακών τεχνολογιών ως δυναμικού και διαδραστικού εργαλείου εμπλουτισμού της μαθησιακής διαδικασίας» (Πετροπούλου, Κασιμάτη & Ρετάλης, 2015:21), προκειμένου να διαχειριστούν τις πληροφορίες που απορρέουν από το Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών.
Σε έναν κόσμο που η μόνη σταθερά είναι η αλλαγή, ο στόχος του σχολείου δεν αναιρείται, αλλά παραμένει ξεκάθαρα ίδιος, και είναι αναμφίβολα η μάθηση των μαθητών: το σημείο εστίασης της φιλοσοφίας και της πρακτικής τους (Macbeath, 2007, όπ. ανάφ. σε Μπινιάρη, 2012: 103).
Ουσιαστικά αυτό που διαφοροποιείται αρχικά είναι το μέσο διδασκαλίας. Το βιβλίο αντικαθίσταται από το ηλεκτρονικό, το μολύβι από το στυλό της γραφίδας, η άμεση επικοινωνία με τον μαθητή πραγματοποιείται πίσω από μία οθόνη. Μέσα σε αυτό το συγκείμενο, ο εκπαιδευτικός μετεξελίσσεται σε «διανεμητής της γνώσης, αλλά και σύμβουλος μάθησης που γνωρίζει τις μαθησιακές διαδικασίες» (Day, 2003: 443), αποτελεί κριτικό παραγωγό της γνώσης μέσα σε «νέα ευέλικτα περιβάλλοντα μάθησης», αναπτύσσει μια κριτική θεωρία στη μάθηση, κατανοεί τις δομές της διεπιστημονικότητας, εναλλακτικές διδακτικές προσεγγίσεις, αξιοποιεί τις ΤΠΕ και χρησιμοποιεί πληθώρα διδακτικών πηγών, για να πετύχει το επιθυμητό αποτέλεσμα που έχει θέσει βάσει των διδακτικών του στόχων (Πασιάς, 2016: 83).
Στα σύγχρονα περιβάλλοντα μάθησης διαμορφώνεται δηλαδή μία νέα «μαθησιακή κουλτούρα»: Τα παραδοσιακά πρότυπα με τα οποία μεταδίδεται η γνώση, στα οποία ο δάσκαλος αποτελούσε τη μοναδική πηγή της –«αυθεντία»– δεν υφίσταται πλέον με την εξάπλωση των δικτύων και της πληροφορίας, ενώ τα όρια των τάξεων, των γνωστικών αντικειμένων και των παραδοσιακών διακρίσεων ανάμεσα σε «καθηγητές» και «μαθητές» αποσταθεροποιούνται, με τους τελευταίους να αποκτούν πιο ενεργό ρόλο στη μάθησή τους.
Σίγουρα κάποιος που διάβασε το παραπάνω, θα είπε: «Καλή και η θεωρία!».
Γιατί άραγε; Ένα από τα βασικότερα προβλήματα στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα είναι ο συγκεντρωτικός χαρακτήρας της διοίκησης. Αυτό συνεπάγεται ότι οι αποφάσεις δεν λαμβάνονται από τη βάση προς τα ανώτερα στελέχη της διοίκησης, αλλά το αντίστροφο συμβαίνει. Έτσι, προκύπτουν επιβεβλημένες αποφάσεις στους εκπαιδευτικούς, αποφάσεις που ενδεχομένως έχουν και κυρωτικό χαρακτήρα. Δεν αναιρείται ωστόσο η αυτονομία στη διαχείριση του εκπαιδευτικού υλικού, για παράδειγμα.
Οι αλλαγές βέβαια δεν συμβαίνουν χωρίς την επιθυμία για αλλαγή, ενώ η αλλαγή συνδέεται άμεσα με τη διάθεση για επαγγελματική ανάπτυξη.
Και αφού -ακόμη- δεν έχει εφαρμοστεί αυτό-αξιολόγηση για το εκπαιδευτικό έργο, η καλή διάθεση για τη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων στην παροχή του αγαθού της εκπαίδευσης, η… κοινωνική λογοδοσία, αλλά και η επιτελεστικότητα είναι τα βασικά στοιχεία -λόγοι εφαρμογής, από πλευράς εκπαιδευτικών, αλλά και μαθητών, με όποιο κόστος- της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης.
Για να έρθει η προαγωγή στη μάθηση των μαθητών, αλλά και η αποτελεσματικότητα, χρειάζεται «η βελτίωση της ποιότητας του εκπαιδευτικού έργου, η οποία συνδέεται στενά με την επαγγελματική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών στην κοινωνία της πληροφορίας και της επικοινωνίας» (Υφαντή & Βοζαΐτη , 2011:103).
Εξάλλου, οι εκπαιδευτικοί είναι εκείνοι οι οποίοι επιδρούν αισθητά μέσα από τη διδασκαλία τους στη μάθηση των μαθητών και οι οποίοι συνιστούν τόσο σε ατομικό επίπεδο, όσο και μέσα στο πλαίσιο της επαγγελματικής τους μάθησης και ανάπτυξης, βασικούς παράγοντες της αλλαγής, κατέχοντας έναν κρίσιμο ρόλο στο να φέρουν τη διαφορά στη ζωή των μαθητών τους (Day, 2003: 446 · OECD, 2005, Owston, 2007, όπ. ανάφ. σε Πασιάς, 2017β : 48 · Μπινιάρη, 2012: 110).
Ό,τι και να έχει «ακούσει» ο εκπαιδευτικός από το εξωτερικό του περιβάλλον, αυτός είναι ωστόσο που φέρει τον πυλώνα πραγμάτωσης της εκπαιδευτικής ηγεσίας, που μπορεί να εμπνεύσει και να υλοποιήσει στόχους για την τάξη του και που καθημερινά δίνει -και αυτό θέλουμε να πιστεύουμε- τον καλύτερό του εαυτό.
Η ανάγκη για ανταπόκριση αφενός στις κοινωνίες της γνώσης και της οικονομίας και αφετέρου για συστημική αλληλεπίδραση βρίσκεται στις επάλξεις. Ίσως, η εξ αποστάσεως εκπαίδευση τη δεδομένη χρονική στιγμή είναι ένα «καμπανάκι» που μπορεί να χτύπησε… τυχαία, ωστόσο κάποια στιγμή -σύντομα, στο μέλλον- θα ακουγόταν, παρά τις προκλήσεις και τις αντιστάσεις.
Είναι στο χέρι μας να τα καταφέρουμε, διότι θέλουμε και μπορούμε, ενώ ό,τι και να μας τύχει, θα το αντιμετωπίσουμε! Καλή δύναμη!
Ελένη Γ. Παπαροϊδάμη
Εκπαιδευτικός, με ειδίκευση στη Διοίκηση της Εκπαίδευσης και στην Ειδική Αγωγή
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση των Ευρυτανικών Νέων