Το Κέντρο Μελετών Πολιτικής για το Φύλο και την Ισότητα (ΚΕ.ΜΕ.Φ.Ι.) διοργάνωσε (9/2) διαδικτυακή εκδήλωση με θέμα «Γυναικοκτονίες στην Ελλάδα: Η χρήση του όρου και οι διαστάσεις του φαινομένου».
Στην εισαγωγική τοποθέτηση, η Πρόεδρος του Δ.Σ. του ΚΕ.ΜΕ.Φ.Ι., βουλευτής Αθηνών κυρία Όλγα Κεφαλογιάννη, έκανε ανασκόπηση των δράσεων του Κέντρου από το Μάρτιο του 2021, σημειώνοντας ότι με γνώμονα τις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες, ξεκίνησε ένας ουσιαστικός κοινωνικός διάλογος, φτάνοντας στο σήμερα. Όπως τόνισε, με επιταχυντή την πανδημία βρισκόμαστε ενώπιον ριζικών ανατροπών που εξακολουθούν να βαθαίνουν το χάσμα των ανισοτήτων, και δυστυχώς να εντείνουν όλες τις μορφές έμφυλης βίας, ακόμα και στην πιο ακραία μορφή τους, τις γυναικοκτονίες. Στη συνέχεια τόνισε ότι πέραν της ποινικής μεταχείρισης των εγκλημάτων που βασίζονται στο φύλο, θα πρέπει να επιμείνουμε στην υιοθέτηση και εφαρμογή πολιτικών κατά αντιλήψεων και πρακτικών που συντηρούν ακόμη και σήμερα την πατριαρχία, στην οποία εντοπίζεται ακόμη και σήμερα η βασική ρίζα όλων των φαινομένων έμφυλης βίας. Η κυρία Κεφαλογιάννη κατέληξε υπογραμμίζοντας ότι η ζωή χωρίς φόβο είναι αναφαίρετο ανθρώπινο δικαίωμα και οφείλουμε να το διασφαλίσουμε όλοι μαζί.
Ακολούθησε χαιρετισμός της κυρίας Αννίτας Δημητρίου, Προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η κ. Δημητρίου τόνισε πως το μείζον ζήτημα των γυναικοκτονιών δεν πρέπει να παραμείνει άλλο στα στενά περιθώρια των εγκλημάτων του παραδοσιακού ποινικού κώδικα. Επίσης, δήλωσε ότι το ζήτημα της θέσπισης του ιδιώνυμου αδικήματος της γυναικοκτονίας στην κυπριακή έννομη τάξη έχει τεθεί και με δική της νομοθετική πρωτοβουλία στην Βουλή των Αντιπροσώπων και έχει παραπεμφθεί ενώπιον της καθ’ ύλην αρμόδιας επιτροπής. Υπογράμμισε πως καλούμαστε τώρα περισσότερο από ποτέ να παραμείνουμε σε εγρήγορση, ώστε η νοηματοδότηση της γυναικοκτονίας ως εγκλήματος με θύμα τη γυναίκα ακριβώς για το φύλο της και η πλήρης ενσωμάτωση στον ποινικό μας κώδικα ως αυτοτελούς αδικήματος, να σηματοδοτήσει την απαρχή μιας νέας προσέγγισης ισότητας γυναικών και ανδρών.
Συντονίζοντας την εκδήλωση, η κ. Βάσω Κόλλια, μέλος του Δ.Σ. του ΚΕΜΕΦΙ, πρώην Γενική Γραμματέας Ισότητας και πρώην Γενική Γραμματέας Νέας Γενιάς, χαρακτήρισε τον αριθμό των 17 γυναικοκτονιών στη χώρα μας μόνο για το 2021, ως εφιαλτικό. Η κ. Κόλλια επεσήμανε ότι στόχος της συζήτησης είναι η προσέγγιση του ζητήματος διεπιστημονικά, με σκοπό την “κατανόηση της φύσης του προβλήματος, τους τρόπους αντιμετώπισής του” αλλά και την διερεύνηση “της αναγκαιότητας ή όχι της υιοθέτησης του όρου γυναικοκτονία ως ξεχωριστό αδίκημα στο κεφάλαιο δίωξης της ανθρωποκτονίας του Ποινικού Κώδικα”.
Στη συνέχεια ο λόγος δόθηκε στην κυρία Χριστίνα Ζαραφωνίτου, καθηγήτρια εγκληματολογίας και Διευθύντρια του Π.Μ.Σ “Εγκληματολογία”. Η κ. Ζαραφωνίτου δήλωσε πως σύμφωνα με στοιχεία της τελευταίας πενταετίας (2015-2020) παρουσιάζεται αύξηση των εγκλημάτων ενδοοικογενειακής βίας στα οποία συμπεριλαμβάνονται και άλλα αδικήματα με πολλά και διαφορετικά κίνητρα, ανάλογα με τη σχέση δράστη-θύματος. “Κατά την ερμηνεία των ως άνω αριθμητικών στοιχείων θα πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν τόσο η τάση για καταγγελία όσο και ο χαρακτηρισμός της υπόθεσης από τις επίσημες αρχές. Ειδικά για τις ανθρωποκτονίες γυναικών σε συζυγικό/συντροφικό πλαίσιο, δεν καταγράφεται αντίστοιχη τάση, τουλάχιστον έως το 2020. Ωστόσο, από στοιχεία δημοσιευμένα στα ΜΜΕ φαίνεται μια σημαντική αύξηση για το 2021” είπε συγκεκριμένα. Η καθηγήτρια επισήμανε ότι υπάρχει μια όξυνση των φαινομένων βίας κατά προσώπων γενικά, γεγονός που συναρτάται με τις αλλαγές στην καθημερινότητά μας λόγω πανδημίας και των αλλεπάλληλων κρίσεων των τελευταίων χρόνων. Αυτό που προέχει, σύμφωνα με την κ. Ζαραφωνίτου, σε παρόμοιες καταστάσεις όξυνσης του εγκληματικού φαινομένου είναι η ολιστική προσέγγισή του και “το να διαχωρίζουμε τη βία, κάνοντας επιμερισμούς και ψάχνοντας ορολογίες για το αν είναι ‘οπαδική’, ‘γυναικοκτονία’ ή οτιδήποτε άλλο, μας απομακρύνει από τον στόχο”. Υπάρχει ανάγκη για χάραξη και εφαρμογή σφαιρικής και ορθολογικής αντεγκληματικής πολιτικής, τόνισε η καθηγήτρια εγκληματολογίας. Όσον αφορά την ποινική αντιμετώπιση της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως στη χώρα μας “είναι γνωστό” είπε η κ. Ζαραφωνίτου “ότι επισύρει ισόβια κάθειρξη, ανεξάρτητα από το φύλο του θύματος. Πρόκειται για τη βαρύτερη ποινή που υπάρχει στο ποινικό μας σύστημα και ως εκ τούτου, δεν προκύπτει ανάγκη περαιτέρω αυστηροποίησης”. Ανέφερε επίσης ότι ενδεχόμενη αντικατάσταση του όρου «ανθρωποκτονία» με τον όρο «γυναικοκτονία» περιλαμβάνει δυσμενή διάκριση για τα δικαιώματα της γυναίκας.
Η κ. Κλειώ Παπαπαντολέων, δικηγόρος και πρ. πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, μιλώντας κατά τη διάρκεια της διαδικτυακής εκδήλωσης και απαντώντας στο “τι μας ενδιαφέρει με την κατοχύρωση του όρου «γυναικοκτονία» στο ποινικό δίκαιο;” τόνισε πως το ποινικό δίκαιο ως εργαλείο, ως μηχανισμός, λειτουργεί αποσπασματικά, δηλαδή από το σύνολο και την πολλαπλότητα των κοινωνικών συμπεριφορών, από το σύνολο των «προβληματικών» κοινωνικών συμπεριφορών επιλέγει μόνο κάποιες, να ανάγει σε έγκλημα και να τις τιμωρήσει. “Εάν με το λόγο μου προτρέπω σε βία και θέτω ένα πρόσωπο ή μια ομάδα προσώπων σε διακινδύνευση, τότε πράγματι η συμπεριφορά μου θα είναι ποινικά αξιόλογη. Όταν όμως το ποινικό δίκαιο ήδη τιμωρεί την πράξη για την οποία μιλάμε τότε τί παραπάνω μπορούμε να αξιώσουμε; Η απάντηση είναι ότι μπορούμε να αξιώσουμε αυστηρότερη ποινή, δηλαδή αυστηρότερη ποινική μεταχείριση” είπε η κ. Παπαπαντολέων. Παράλληλα επεσήμανε πως με δεδομένο ότι η ανθρωποκτονία, που συμπεριλαμβάνει και την ειδικότερη έκφανση της γυναικοκτονίας, τιμωρείται με την μέγιστη των ποινών, η πράγματι πρόσθετη ποινική, ηθική και κοινωνική απαξία που έχει η συγκεκριμένη πράξη, δεν έχει χώρο να αποτυπωθεί. Η κ. Παπαπαντολέων υπογράμμισε πως το ποινικό μας σύστημα δεν είναι ξένο στην ενσωμάτωση κοινωνιολογικών στοιχείων ή συγκεκριμένων ιδιοτήτων που αφορούν το πρόσωπο του παθόντα ως στοιχείων διαφοροποιητικών είτε για το έγκλημα είτε για την ποινή. Η διαφοροποίηση αυτή και η ενισχυμένη προστασία μελών συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων γίνεται καθώς τα πρόσωπα αυτά “υφίστανται δομικές, συστηματικές αδικίες και διακρίσεις, οι οποίες τους στοχοποιούν, δηλαδή τους καθιστούν πιο ευάλωτους” τονίζει η κ. Παπαπαντολέων και πρόσθεσε πως “η δήθεν αντίθεση διαφόρων ως προς τη χρήση του όρου «γυναικοκτονία» επειδή διαφοροποιεί το θύμα επί τη βάσει του φύλου, τη βρίσκω όχι απλώς νομικά εσφαλμένη αλλά και βαθιά υποκριτική.”. Κλείνοντας δήλωσε πως θα ήταν ορθότερο και ίσως αποτελεσματικότερο “η ένταξη της απαξίας αυτής, δηλαδή του εγκλήματος και της επιλογής του προσώπου λόγω του φύλου του και της κυριαρχίας που ο άλλος ασκεί επ΄αυτού, ως στοιχείων στη δικαστική επιμέτρηση της ποινής”.
Το λόγο κατόπιν είχε η κυρία Άννα Καραμόσχογλου, Αντεισαγγελέας Εφετών, η οποία σημείωσε ότι στο ελληνικό ποινικό δίκαιο δεν υφίσταται ο όρος γυναικοκτονία ως πρόβλεψη συγκεκριμένου ποινικού αδικήματος. Στη συνέχεια έθεσε τα ερωτήματα που προκύπτουν από την ανάλυση του όρου, όπως ποιο είναι το στοιχείο που διαφοροποιεί τη θανάτωση γυναίκας, με το περιεχόμενο που τείνει να αποδοθεί στον όρο «γυναικοκτονία». Η κυρία Καραμόσχογλου κατέληξε με την εκτίμηση ότι η πρόβλεψη ειδικού αδικήματος μάλλον δεν κινείται προς μία αποτελεσματική αντιμετώπιση του φαινομένου, και ότι το νομοθετικό πλαίσιο είναι πλήρες, καθόσον αφορά στην τυποποίηση του αδίκου. Εκτίμησε ότι το φαινόμενο κατά κανόνα είναι μία έκφανση του φαινομένου της ενδοοικογενειακής βίας με την ευρύτερη έννοια και της «συντροφικής βίας». Η αντιμετώπιση αυτού θα πρέπει να γίνει αντικείμενο ενός ευρύτερου και σύνθετου πολιτειακού σχεδιασμού με τη συμμετοχή ειδικών, προκειμένου να εντοπισθούν τα αίτια που οδηγούν σε τέτοιες συμπεριφορές, να θεσμοθετηθούν διαδικασίες πρόληψης και να ιδρυθούν δομές για την αποτελεσματική προστασία προσώπων που είναι ή κινδυνεύουν να γίνουν θύματα τέτοιων πράξεων.
Εν συνεχεία ο λόγος δόθηκε στον κύριο Θάνο Ασκητή, Καθηγητή Ψυχιατρικής και Πρόεδρο του Ινστιτούτου Ψυχικής & Σεξουαλικής Υγείας. Ο κύριος Ασκητής, μεταξύ άλλων ανέλυσε στοιχεία του προφίλ του θύτη μίας γυναικοντονίας, διακρίνοντας χαρακτηριστικά όπως παρεμβατικότητα, αυταρχικότητα, οξυθυμία, «Θυμώδες εγώ», ναρκισσιστική διαταραχή και αίσθημα ανωτερότητας. Ως παράγοντες κινδύνου (Risk factors) αναγνώρισε την κατάχρηση ουσιών και αλκοόλ, το ιστορικό ενδοοικογενειακής βίας, οικονομικά προβλήματα-ανεργία. Καταλήγοντας, ο κύριος Ασκητής ανέφερε ότι ο καλύτερος τρόπος για να νικήσουμε τη βία είναι η Ενσυναίσθηση (ψυχική ωριμότητα), η Ανθρώπινη σύνδεση (επικοινωνία) , η Συμμόρφωση (οριοθέτηση) και η Εγγύτητα.
Εκ μέρους του Ελληνικού Συλλόγου Αποφοίτων του London School of Economics, η πολιτικός επιστήμονας, κ. Μαίη Ζαννή, απηύθυνε χαιρετισμό στην εκδήλωση και επεσήμανε πως σαν κοινωνία “έχουμε προοδεύσει και σταματήσει να μιλάμε για «εγκλήματα πάθους ή τιμής» όπως παλαιότερα. Αλλά και γενικότερα η κοινωνία πλέον δεν ανέχεται την βία κατά των γυναικών”. Η κ. Ζαννή παρέθεσε σχετικά στοιχεία για την αύξηση της βίας κατά των γυναικών, των γυναικοκτονιών και την αύξηση των καταγγελιών, νούμερα που όπως δήλωσε η ίδια “δείχνουν ότι πλέον οι γυναίκες μιλάνε”. Το LSE, δήλωσε η κ. Ζαννή, πραγματοποίησε τον Νοέμβριο σχετική εκδήλωση για την κακοποίηση των γυναικών με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα κατά της Βίας με κεντρική ομιλήτρια την Ιωάννα Παλιοσπύρου και το θέμα της εκδήλωσης ήταν η ιστορία της Ιωάννας ως αφορμή για μία συζήτηση για την βία και την αδικία στην κοινωνία, τα ΜΜΕ, τα social media, οι νόμοι και ο κοινωνικός στιγματισμός.
Τέλος το λόγο έλαβε η κυρία Αθανασία Χάλαρη, Επίκουρη Καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Νορθάμπτον, η οποία σημείωσε ότι τα βήματα προς την αντιμετώπιση του φαινομένου των γυναικοκτονιών θα πρέπει να περιλαμβάνουν την καταγραφή, την κατανόηση, και την αιτιολογία. Εντόπισε την αφετηρία του προβλήματος στην αναπαραγωγή στερεοτύπων σεξισμού και ανισότητας μέσα από πρότυπα, κοινωνικές προσδοκίες, διαμόρφωση των σχέσεων μεταξύ των φύλων. Τέλος, σημείωσε ότι η αντιμετώπιση προϋποθέτει Κατανόηση, Αποδοχή και Ειλικρίνεια, εκπαιδευτικό σχεδιασμό από ειδικούς επιστήμονες, Ενημέρωση και δημόσια υποστήριξη των θυμάτων.