Ας ξεκινήσουμε επισημαίνοντας την ουσία του διλήμματος: υπάρχουν δύο ιδεολογικές κατευθύνσεις ως προς την πρόσβαση των πολιτών στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Η μία πιστεύει ότι στο πανεπιστήμιο πρέπει να μπαίνουν όσο το δυνατόν περισσότεροι νέοι, ακόμα και όλοι αν το θελήσουν, αλλά το πτυχίο πρέπει να αποσυνδεθεί από την αγορά εργασίας. Αφού όλοι θα έχουν κάποιο πτυχίο είναι λογικό να μην μπορούν μετά να βρουν δουλειά σε αυτό που σπούδασαν. Το κέρδος θα είναι ότι το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού θα είναι μορφωμένο και θα έχει καλύτερη “πολιτική” συμπεριφορά.
Η άλλη άποψη πιστεύει ότι θα πρέπει να γίνεται αυστηρή επιλογή των εισακτέων έτσι ώστε να διατηρείται υψηλά το επίπεδο σπουδών, αλλά και να βρίσκουν εύκολα δουλειά οι απόφοιτοι, ενώ όσοι δεν μπορέσουν να εισαχθούν, μπορούν εύκολα να εξειδικευτούν σε γνωστικά αντικείμενα λιγότερο απαιτητικά. Και οι δύο τάσεις φυσικά έχουν το δίκιο τους ενώ είναι ολοφάνερο ότι η πρώτη προκρίνεται από τις «αριστερόστροφες» κυβερνήσεις και η δεύτερη από τις «δεξιόστροφες».
Ανεξάρτητα με το αν κάποιος τάσσεται υπέρ της μιας ή της άλλης τάσης, εκείνο που πρέπει να συνυπολογιστεί είναι το κόστος αυτής της επιλογής. Είναι γεγονός ότι οι Έλληνες, λόγω των ειδικών συνθηκών που μεσολάβησαν από την λήξη του εμφυλίου και μετά, ως μόνη διέξοδο κοινωνικής κινητικότητας είχαν τις σπουδές και μάλιστα τις ανώτερες. Αυτό σημαίνει ότι μοναδική ευκαιρία να ξεφύγει κάποιος από τη φτώχεια ήταν η μόρφωση.
Όμως αυτό δεν ισχύει πια. Όπως είχα γράψει και στις 18 Ιουλίου, από αυτήν εδώ τη στήλη, μια έρευνα του 2015 ανατρέπει τα δεδομένα (https://www.tanea.gr/2019/05/16/greece/education/ereyna-fotia-gia-tin-paideia-vathia-taksiki-me-terasties-anisotites/).
Τα παιδιά που προέρχονται από οικογένειες που ανήκουν στα μεσαία και ανώτερα οικονομικά στρώματα, έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να εισαχθούν σε μια καλή σχολή, παρά τα παιδιά που έχουν γονείς εργάτες ή γεωργούς. Αποδεικνύεται ότι το πολύ υψηλό κοινωνικό και μορφωτικό επίπεδο της οικογένειας έχει την ισχυρότερη θετική επίδραση στην πιθανότητα φοίτησης στις σχολές Μηχανικών (27,2%), Ιατρικής (20,2%) και Νομικής (11,9%). Στον αντίποδα, στις σχολές “χαμηλής ζήτησης” έχουν το προβάδισμα οι νέοι από χαμηλότερα οικονομικά στρώματα. Με άλλα λόγια τα παιδιά των φτωχών εξακολουθούν να προσπαθούν να ξεφύγουν από τη φτώχεια, με το να γίνονται δάσκαλοι ή δασκάλες, ακριβώς όπως συνέβαινε ανέκαθεν!
Κι αυτή η έρευνα πραγματοποιήθηκε όταν στην εξουσία ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος νομοτελειακά τάσσεται αναφανδόν υπέρ της ελεύθερης πρόσβασης στο πανεπιστήμιο. Φαίνεται λοιπόν πως οι κοινωνικές διακρίσεις και το «όπου φτωχός κι η μοίρα του» δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με κρατικές παρεμβάσεις, διότι οι κοινωνίες αυτορυθμίζονται μέσω άλλων δυναμικών και οι ταξικές διαφορές δεν μπορεί να καταργηθούν μόνο με καλές προθέσεις. Κι αυτό διότι εδράζονται κυρίως και πρωτίστως στην οικονομική επιφάνεια. Όποιος «έχει» ανήκει στην αριστοκρατία, όποιος «δεν έχει», ανήκει στους πληβείους, ανεξάρτητα εάν μπει στο πανεπιστήμιο ή όχι. Δεν έχει δίκιο λοιπόν ο Τσίπρας ότι η Κεραμέως κάνει το σύστημα ταξικό. Το σύστημα είναι ΗΔΗ ταξικό από γεννησιμιού του. Το ζήτημα τώρα είναι πώς θα ξεφύγει κάποιος από το περιβάλλον που γεννήθηκε και πώς θα ανελιχθεί.
Πόσα παιδιά που τέλειωσαν το ΤΕΙ (εσχάτως Γεωπονικό Πανεπιστήμιο) Καρπενησίου τα τελευταία 20 χρόνια, εργάζονται στο αντικείμενο που σπούδασαν; Κανένα! Συνεπώς η απαξίωσή του ήταν νομοτελειακή, αφού η λειτουργία του δεν βασιζόταν σε πραγματικές ανάγκες της αγοράς.
Φυσικά είναι αστείο να λέμε ότι χρειαζόμαστε μια σχολή σε κάποια πόλη για να τονωθεί η οικονομία της. Είναι το ίδιο αστείο σαν να λέμε ότι πρέπει να ιδρυθεί ένα στρατόπεδο για τον ίδιο σκοπό. Μπορεί να είναι καλό για τους κατοίκους, αλλά οι στρατιώτες είναι για να φυλάνε τα σύνορα κι όχι για να ξοδεύουν χρήματα. Το ίδιο και οι πανεπιστημιακές σχολές. Είναι για να μορφώνουν τα παιδιά και όχι για να λειτουργούν μόνο και μόνο για οικονομικούς λόγους.
Τι μπορεί να γίνει λοιπόν, αφού η πόλη χρειάζεται απεγνωσμένα τα χρήματα των σπουδαστών για να επιβιώσει; Η απάντηση είναι σχετικά απλή και δεν μπορεί παρά να συνδυάζει και τους δύο παράγοντες. Θα πρέπει να γίνει ορθός χωροταξικός ανασχεδιασμός της κατανομής των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ανά την επικράτεια, με στόχο την εξυπηρέτηση τόσο του εκπαιδευτικού όσο και του κοινωνικού τους στόχου.
Αυτό για παράδειγμα σημαίνει ότι στην Ευρυτανία μπορεί να λειτουργήσει μια σχολή ΤΕΦΑΑ, (Γυμναστική Ακαδημία) (ή έστω ένα έτος αυτής), αφού υπάρχουν ήδη οι υποδομές σε αθλητικές εγκαταστάσεις όπως είναι το κολυμβητήριο, το αθλητικό κέντρο, το χιονοδρομικό κέντρο στο Βελούχι, οι εγκαταστάσεις για κατάβαση ποταμών κτλ. Σε εκείνους που θα αντιτάξουν ότι δεν υφίσταται το ανάλογο “ακαδημαϊκό” κλίμα, μπορούμε να απαντήσουμε ότι με τη χρήση της τεχνολογίας, η πρόσβαση σε οποιαδήποτε βιβλιοθήκη είναι πλέον εφικτή από οποιοδήποτε σημείο του κόσμου.
Επίσης οι ήδη υφιστάμενες υποδομές φιλοξενίας μπορούν να υποστηρίξουν κάλλιστα την κινητικότητα των ξένων φοιτητών. Κάθε Δήμος και κάθε τοπική κοινότητα μπορεί παράλληλα να προβαίνει στην οικονομική στήριξη αυτών των ιδρυμάτων, με στόχο την προσέλκυση τόσο των φοιτητών όσο και του εκπαιδευτικού τους προσωπικού. Γιατί είναι γνωστό πως κανείς “σοβαρός” πανεπιστημιακός καθηγητής δεν θα ήθελε να “κλειστεί” στα βουνά, χωρίς το απαραίτητο κίνητρο. Η διαχείριση των ιδρυμάτων θα μπορούσε να είναι πιο ανοιχτή, με την κοινωνία άμεση μέτοχο σε αυτή.
Μιλούσα τις προάλλες με έναν νεαρό που τέλειωσε Πληροφορική και εργάζεται στο αντικείμενό του, κερδίζοντας έναν αξιοπρεπή μισθό – καλύτερο από των γονιών του. Μου είπε ότι οι εταιρείες εξακολουθούν μανιωδώς να αναζητούν προγραμματιστές. Να λοιπόν ένα ακόμη πεδίο δόξης λαμπρό για τον Δήμο και την Περιφέρεια και όσους διαχειρίζονται τις ζωές μας. Τρία επιπλέον ΙΕΚ μονοετούς ή διετούς φοίτησης με εξειδίκευση την πληροφορική και τον προγραμματισμό θα έλυναν το πρόβλημά μας εν μια νυκτί. Στελεχώνονται εύκολα, υποδομές και κτήρια υπάρχουν, το μόνο που λείπει είναι η διαφήμιση.
Διαφήμιση ναι! Μπορεί να είναι εντελώς «αμερικάνικη» προσέγγιση, ωστόσο είναι ο μόνος τρόπος να εκπαιδευτούν οι άνθρωποι που θα καταφέρουν να ζήσουν μια αξιοπρεπή ζωή, καλύτερη από των γονιών τους, τις επόμενες γενιές.
Όσο για την «πραγματική μόρφωση» και την «ανθρωπιστική παιδεία» και τις δεξιότητες διάκρισης μεταξύ ψευδών ειδήσεων και πραγματικότητας, (που υποτίθεται ότι πετυχαίνουν οι νέοι στο πανεπιστήμιο) αυτό μπορεί κάλλιστα να το αναλάβει το Λύκειο, αν απαγκιστρωθεί από τις αγκυλώσεις της δεκαετίας του 1960 και εκδημοκρατισθεί στην ουσία του.