“Επικίνδυνα ψευδο-φάρμακα”. Άρθρο του Διονύση Παρούτσα, από την έντυπη έκδοση

“Επικίνδυνα ψευδο-φάρμακα”. Άρθρο του Διονύση Παρούτσα, από την έντυπη έκδοση

Θα έχετε ακούσει σίγουρα, πως ένας στους τέσσερις Έλληνες πιστεύει ότι τα ίχνη των αεροπλάνων στον ουρανό αποτελούν απόδειξη ότι μας ψεκάζουν με κάποιο φάρμακο που μας κάνει να μην επαναστατούμε. Επίσης οχτώ στους δέκα θεωρούν πως υπάρχουν κάποιες μυστικές οργανώσεις στο παρασκήνιο που “κινούν τα νήματα”.

Επειδή η Στατιστική είναι μια επιστήμη που δεν λέει ψέματα, αυτό σημαίνει ότι και οχτώ στους δέκα αναγνώστες αυτού του κειμένου θα πιστεύουν επίσης το ίδιο. Κι αν δεν είναι οχτώ, έξι θα είναι σίγουρα. Επειδή, όμως, επαίρομαι ότι οι αναγνώστες και οι αναγνώστριές μου, αν μη τι άλλο, τουλάχιστον διαθέτουν κριτική ικανότητα και μυαλό, ας προσπαθήσουμε να αντιμετωπίσουμε το θέμα από μια άλλη σκοπιά, εκμεταλλευόμενοι ακριβώς αυτή την κριτική μας ικανότητα.
Τι είναι άραγε αυτό που ωθεί τους ανθρώπους να εντάσσονται σε οργανώσεις όπως εκείνη του διαβόητου Σώρρα, η οποία μέσα από ένα συνονθύλευμα συνθημάτων από την αρχαία Ελλάδα, τον Χριστιανισμό, το εθνικό μας παρελθόν, και την οικονομική κρίση, υποσχόταν ότι μπορεί σε μία μέρα να “ξεχρεώσει” τη χώρα, καθώς διέθετε στις τράπεζες έναν απίστευτο αριθμό δισεκατομμυρίων ευρώ; Κι ενώ υποσχόταν όλα αυτά, το μόνο που έκανε ήταν να μαζεύει χρήματα για τον αρχηγό της;

Γιατί οι άνθρωποι, και μάλιστα οι καλύτεροι, οι πιο καλοσυνάτοι, οι πιο δοτικοί πέφτουν πάντα θύματα τέτοιων απατεώνων; Τι είναι αυτό που οδηγεί στην αναζήτηση ενός “σωτήρα”, ενός ηγέτη που θα μας σώσει –αυτός– από όλα τα δεινά, που θα μας προστατέψει από κάθε κακοτοπιά; Γιατί ψάχνουμε πάντα να αποθέσουμε τις ελπίδες μας σε έναν Κολοκοτρώνη, σε έναν Ελευθέριο Βενιζέλο, σε έναν Ανδρέα, σε έναν Καραμανλή; Ποια εσωτερική ανάγκη μας σπρώχνει να μην εμπιστευόμαστε τον εαυτό μας και τις δικές μας δυνάμεις αλλά αντίθετα να νομίζουμε ότι πάντα υπάρχει τρόπος να ξεφύγουμε από τις δυσκολίες και τα χρέη εύκολα, επειδή είμαστε “η άρια φυλή των Ελλήνων” και κάποιος, κάπως, κάποτε θα κάνει ένα μαγικό και θα επαναφέρει τις εποχές που “δέναμε τα σκυλιά με τα λουκάνικα”;

Ο Σίγκμουντ Φρόιντ, ο ιδρυτής της ψυχανάλυσης, ήταν ο πρώτος που μπόρεσε να δώσει κάποια εξήγηση για το πώς λειτουργούν τα ασυνείδητα κίνητρα ενός οπαδού κάποιας αίρεσης ή πολιτικού κόμματος. Ο Φρόιντ ασκώντας ψυχανάλυση για πολλά χρόνια προβληματίστηκε από το γεγονός ότι οι ασθενείς – που του ήταν, κατά μία έννοια, οπαδοί του – συνεχώς τον ερωτεύονταν. Αν και οι περισσότεροι από τους ασθενείς του ήταν γυναίκες, το ίδιο συνέβαινε και με τους άνδρες. Αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες συνεισφορές του στην ψυχολογία το γεγονός ότι συνειδητοποίησε πως η εξιδανίκευσή του από τους ασθενείς, δεν θα μπορούσε να αποδοθεί στα προσωπικά του χαρίσματα. Αντ’ αυτού, κατέληξε, ότι συνδέονταν μαζί του σαν να ήταν κάποιο σημαντικό πρόσωπο του παρελθόντος τους, συνήθως ένας γονέας.

Κατά τη διάρκεια της θεραπείας τους, οι άνθρωποι μετέφεραν τις εμπειρίες και τα συναισθήματα παρελθόντων σχέσεών τους στο παρόν. Ο Φρόιντ θεώρησε το φαινόμενο καθολικό. Έγραψε, “δεν υπάρχει αγάπη που να μην αναπαράγει κάποιο βρεφικό στερεότυπο”, γεγονός που εξηγεί και τον λόγο για τον οποίο οι περισσότεροι άνθρωποι διαλέγουν συζύγους που μοιάζουν με τους γονείς τους.

Ο Φρόιντ ονόμασε αυτή τη διαδικασία «μεταβίβαση», και ήταν μία από τις μεγάλες ανακαλύψεις του. Πράγματι, οι ασθενείς του θεραπεύονταν, όταν συνειδητοποιούσαν και ήταν σε θέση να διαχειριστούν αυτή την μεταβίβαση συναισθημάτων. Στην καλύτερη περίπτωση, λοιπόν, η μεταβίβαση είναι η “συναισθηματική κόλλα” που προσαρτά τους ανθρώπους σε έναν ηγέτη. Χρησιμοποιώντας την “θετική μεταβίβαση”, θεωρούν τον ηγέτη ως καλύτερο απ’ ότι είναι στην πραγματικότητα, εξυπνότερο, ομορφότερο, χαρισματικότερο. Τείνουν να του προσάπτουν το πλεονέκτημα της αμφιβολίας και αν τους το ζητήσει μπορεί να πέσουν και στη φωτιά!

Το ίδιο συμβαίνει και όταν η “μεταβίβαση” πυροδοτείται από καταστάσεις αμφιβολίας και άγχους, όπως συμβαίνει όταν πάμε να δούμε έναν γιατρό και αισθανόμαστε καλύτερα ακόμη και πριν ο γιατρός κάνει ο,τιδήποτε. Αυτό το φαινόμενο εξηγείται σε μεγάλο βαθμό, αν αναλογιστούμε ότι η εμπιστοσύνη των ασθενών ενισχύεται από την μεταφορά της εμπειρίας της παιδικής ηλικίας, τότε που οι γονείς μας φρόντιζαν όταν αρρωσταίναμε. Είναι τόσο έντονο που μερικές φορές εμποδίζει τους επιστήμονες να αξιολογήσουν ορισμένα φάρμακα, όπως είναι τα ψυχοφάρμακα που αλλάζουν τη διάθεση. Κλινικές μελέτες δείχνουν, για παράδειγμα, ότι μέχρι και 30% των ανθρώπων που ανταποκρίνονται εξίσου καλά και στα πλασέμπο (χαπάκια δηλαδή από ζάχαρη που δεν έχουν μέσα καμία ουσία) και στα αντικαταθλιπτικά!

Η προσκόλληση λοιπόν σε έναν ηγέτη, που αντικαθιστά την πατρική φιγούρα, που μας επιστρέφει σε συναισθήματα ασφάλειας που είχαμε στην παιδική, ακόμη και τη βρεφική μας ηλικία, είναι ένα είδος ψευδο-φαρμάκου που μας βοηθάει να αντιμετωπίσουμε μια σκληρή πραγματικότητα, μας δίνει την ελπίδα ότι –δεν μπορεί – παρά να μας σώσει κάποιος, να κάνει αυτό το αφόρητο συναίσθημα της δυστυχίας να πάψει. Κι έτσι πιστεύουμε σε Τσίπρες, σε Μητσοτάκηδες, σε Πούτιν και σε έξωθεν σωτήρες, ακρίτως, μανιωδώς, απολύτως, με μοναδικό αποτέλεσμα την ανακύκλωση της δυστυχίας, την επαναλαμβανόμενη ματαίωση, την βίωση της αδικίας.

Καιρός όμως να ενηλικιωθούμε. Δεν υπάρχει έξωθεν σωτηρία. Μόνοι μας ό,τι κάνουμε στη ζωή. Παίρνοντάς την στα χέρια μας, όχι ακολουθώντας αυτό που μας σερβίρουν στο φέις μπουκ, σε πολύχρωμες ιστοσελίδες και σε εύπεπτα διαφημιστικά σποτάκια. Γιατί οι γονείς μας, ό,τι ήταν να κάνουν το έκαναν όταν ήμασταν μωρά. Εκείνη η εποχή πέρασε ανεπιστρεπτί. Μόλις το καταλάβουμε, μπορούμε πια να διακόψουμε το ψευδο-φάρμακο, που έτσι κι αλλιώς μόνο καλό δεν μας κάνει.

Μόνο έτσι θα πάμε στις επερχόμενες κάλπες με σύνεση και πραγματική επίγνωση του αποτελέσματος της ψήφου μας.

Διαβάστε ακόμα

Επικαιρότητα