“Η αρπαγή της κόρης”

“Η αρπαγή της κόρης”

Κείνα τα χρόνια τα παλιά 
μετά το ‘21 
και την απελευθέρωση 
η Ελλάδα είχε θέμα

Ληστές και κλέφτες στα βουνά 
βγήκαν με τα άρματά τους 
και ό,τι καλά είχε ο τόπος μας 
τα κάνανε δικά τους

Οι κόρες κλείνονταν νωρίς 
μέσα στο σπιτικό τους 
και με τη λάμπα ύφαιναν 
προικιά στον αργαλειό τους 

Μία κόρη, μία αρχόντισσα 
βραδάκι πάει στη βρύση
εκεί συνάντησε τον νιό 
που είχε αγαπήσει

Δεν πρόλαβε καλά καλά 
γλυκά να του μιλήσει
και δυο ληστές την άρπαξαν 
τα μάτια πάνε βρύση

Από τον νιό που λάτρεψε 
και είχε αγαπήσει 
στ’ άλογο την ανέβασαν 
και στα βουνά γυρνάνε 
κλαίει η κόρη και θρηνεί 
δεν ξέρει πού την πάνε

Την έβαλαν σε μία σπηλιά
κλαδιά είχε για κρεβάτι 
με κάπα τη σκεπάσανε 
δεν έχει κλείσει μάτι

Η κόρη ήταν άμαθη 
στο χώμα να κοιμάται 
να ακούει τον γκιώνη να λαλεί 
αγρίμι να βρυχάται

Πέφτει στα πόδια τους θρηνεί 
και τους παρακαλάει 
να την αφήσουν να διαβεί 
στη μάνα της να πάει 

Και κείνοι της απήντησαν 
μόνο θα την αφήσουν 
άμα τους δώσει ο κύρης της 
αυτά που θα ζητήσουν

Όσα είναι τα χρόνια σου 
τόσες χιλιάδες γρόσια 
να μας τα φέρει ο κύρη σου 
και μη μας βγάζεις γλώσσα 

Τι να ‘κανε ο άμοιρος 
ο δόλιος ο πατέρας 
βάζει τα γρόσια στο πουγκί 
και τρέχει σαν αγέρας 

Τους τα ‘δωσε στους άπληστους 
και του δώσαν την κόρη 
και γύρισαν στο σπίτι τους 
μες στη χαρά είναι όλοι

Κι ο νιος είναι χαρούμενος 
που έχει αγαπήσει 
και πήγε και τη ζήτησε 
νυφούλα να τη ντύσει

Διαβάστε ακόμα

Επικαιρότητα