Όταν η επικαιρότητα επαναλαμβάνεται και μάλιστα με πιο τραγικό τρόπο κάθε φορά, είναι πολύ δύσκολο να βρεις καινούρια λόγια για να περιγράψεις χιλιοειπωμένα πράγματα. Τα τραγικά γεγονότα της περασμένης εβδομάδας, με το θάνατο του νεαρού στη Θεσσαλονίκη, ήταν απλά το επιστέγασμα όσων προηγήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια, ένας προαναγγελθείς θάνατος, μια μαθηματικά προβλεπόμενη κατάσταση.
Είναι φυσικό οι εκ των υστέρων κινήσεις της κυβέρνησης να βρίσκουν σύμφωνο κάθε εχέφρονα πολίτη, καθώς η δολοφονία του φοιτητή είναι μια εγκληματική πράξη ιδιαίτερα ειδεχθής. Εν τούτοις είναι το ίδιο σίγουρο πως ακόμα και να τιμωρηθούν οι δράστες, τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει στο χώρο έξω και μέσα από τα γήπεδα.
Η μεγάλη ευκαιρία που δόθηκε στη χώρα μας με την ανέλπιστη επιτυχία στο Πανευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 2004 χάθηκε ανεπιστρεπτί χωρίς το ελληνικό ποδόσφαιρο να αγγίξει ούτε κατ’ ελάχιστο τα επίπεδα που θα μπορούσε, αν κάποιοι εκμεταλλευόταν σωστά το πάθος και το κλίμα που δημιούργησε η επιτυχία εκείνη.
Το πρόβλημα της βίας στα γήπεδα, είναι μια πληγή την οποία πολλοί είναι εκείνοι που ενδιαφέρονται να την κρατάνε ανοικτή και αιμορραγούσα, ενίοτε και με την κυριολεξία του όρου. Και φυσικά δεν μιλάμε για την βία που προέρχεται από τη φύση του παιχνιδιού αλλά για εκείνη που είναι προκατασκευασμένη και οργανωμένη από τα γραφεία των ομίλων που ελέγχουν τις ΠΑΕ. Χρησιμοποιείται για να σταθεροποιηθεί και να διευρυνθεί η ισχύς των προέδρων, των οικονομικών παραγόντων και όποιων άλλων χρησιμοποιούν το ποδόσφαιρο για δικό τους όφελος.
Πίσω από τους αφιονισμένους οπαδούς υπάρχει ένα ολόκληρο σύστημα που μετατρέπει την αγάπη για την ομάδα και την ενασχόληση με το ποδόσφαιρο σε “συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα”. Αυτή η διαπλοκή είναι που εξασφαλίζει τη μόνιμη ατιμωρησία των “ταραξιών” των γηπέδων, αυτή η διασύνδεση είναι που παρέχει ασυλία στους “γνωστούς – άγνωστους” που επί μια 25ετία επαγγελματικού ποδοσφαίρου, κατάντησε ανέκδοτο – την επομένη κάθε φορά που τα κάνουν “γης μαδιάμ” – να γίνεται λόγος για την “παραδειγματική τιμωρία” τους…
Τα παιδιά αυτά αισθάνονται πως η ζωή είναι τόσο σκληρή που νιώθουν αδύναμοι και τρωτοί , οι ευκαιρίες για να αποδείξουν στον εαυτό τους (και μετά στους άλλους) ότι είναι κάτι, κάποιος, είναι τόσο λίγες. Έτσι, θέλοντας και μη οι περισσότεροι αναγκάζονται να οδηγηθούν μέσα σε κάποια αγέλη με δύναμη, ένα κόμμα, μια ομάδα.
Αν θέλουμε ένα ποδόσφαιρο που να εξαρτάται από την κρατική επιχορήγηση, με παράγοντες διαπλεκόμενους και εξαρτώμενους από αδιαφανείς συμβάσεις με το κράτος και τις δημόσιες υπηρεσίες, με χαμηλού επιπέδου θέαμα, με επικίνδυνα και ακατάλληλα γήπεδα, τότε η βία θα είναι… “απαραίτητο” αξεσουάρ, αφού έτσι καλύπτονται τα μεγάλα προβλήματα. Έτσι μακιγιάρεται το άσχημο πρόσωπο του ελληνικού ποδοσφαίρου. Η βία θα αντιμετωπιστεί όταν όλοι αποφασίσουν ότι το ποδόσφαιρο θα γίνεται με ίσους όρους για όλες τις ομάδες. Η βία θα περιοριστεί όταν πρόεδροι και παράγοντες σταματήσουν να χρησιμοποιούν “οπαδούς” για “στρατό” και “φρουρά”. Η βία στα γήπεδα δεν είναι κομμάτι του ποδοσφαίρου, είναι μέρος ενός “στημένου” παιχνιδιού στο οποίο συμβάλλουν όλοι όσοι δεν παίρνουν την απόφαση να ξεπεράσουν το λεγόμενο πολιτικό κόστος και απλά να εφαρμόσουν τους νόμους. Τίποτα άλλο…
Το ερώτημα που μπαίνει είναι γιατί η Πολιτεία, παρά τις εισηγήσεις, καθυστερεί τη λήψη αποφάσεων για διάλυση όσων συνδέσμων οπαδών δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος; Ποιους εξυπηρετεί αυτή η κατάσταση με τους συνδέσμους σε ημιπαράνομη κατάσταση. H Πολιτεία μπορεί, εφόσον θέλει, να χτυπήσει το κακό στη ρίζα του, με μία μόνη κίνηση: τη διάλυση των συνδέσμων οπαδών, που κατ’ επανάληψη έχουν δημιουργήσει επεισόδια. Όμως το θέμα κόλλησε.
Ωστόσο, δεν είναι μόνο η Πολιτεία που “βολεύεται” μ’ αυτή την κατάσταση. Η συντριπτική πλειοψηφία των ΠΑΕ στηρίζουν τους συνδέσμους, τους οποίους κατά καιρούς χρησιμοποιούν ως στρατό για διάφορες… δουλειές!. Σε άλλες περιπτώσεις οι πρόεδροι και οι παράγοντες ομάδων υποστηρίζουν “οπαδούς” με διάφορους τρόπους. Είτε ζητώντας από τους (φίλους) αστυνομικούς διευθυντές να αφεθούν ελεύθεροι, είτε πηγαίνοντας στα δικαστήρια και ζητώντας να μην τιμωρηθούν.
Φυσικά ο χουλιγκανισμός δεν καταπολεμιέται από τη μια μέρα στην άλλη. Μπορεί όμως να απομακρυνθεί τουλάχιστον από τις εξέδρες υιοθετώντας σκληρή νομοθεσία την οποία οι Άγγλοι εφάρμοσαν μέχρι κεραίας. Όσο κι αν ακούγεται παράξενο για την ελληνική ποδοσφαιρική νοοτροπία, οι ομάδες είναι αυτές που δίνουν τις λίστες με τα ονόματα των ταραξιών στην αστυνομία, η οποία στη συνέχεια τους φακελώνει με την ακριβή έννοια του όρου. Κάθε θέση, κάθε “καρεκλάκι” στα αγγλικά γήπεδα έχει “ονοματεπώνυμο”. Τα εισιτήρια δεν καταλήγουν σε απρόσωπους φιλάθλους που σπεύδουν να φωνάξουν υπέρ της ομάδας τους. Έτσι, είναι πιο εύκολος ο έλεγχος από τα κλειστά κυκλώματα ασφαλείας. Εδώ, ενώ αυτό ψηφίστηκε και άρχισε να πραγματοποιείται, ποτέ δεν λειτούργησε ουσιαστικά.
Παράλληλα οι μυστικές υπηρεσίες του κράτους συνεργάζονται στενά με την αστυνομία και τους συλλόγους, ενώ απαγορεύεται η είσοδος στα γήπεδα ακόμη και σε άτομα τα οποία απλά θεωρούνται ύποπτα για πρόκληση επεισοδίων. Επίσης άτομα που προκαλούν επεισόδια και αναγνωρίζονται από φωτογραφίες συλλαμβάνονται αμέσως και περνούν από δίκη.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η βρετανική κυβέρνηση ψήφισε νόμο που επιτρέπει στις αρχές την αφαίρεση των διαβατηρίων από χούλιγκαν και υπόπτους, για την αποφυγή επεισοδίων σε παιχνίδια αγγλικών ομάδων στην Ευρώπη. Κατά τη διάρκεια των αγώνων του Μουντιάλ ’98 στο Παρίσι, οι βρετανικές αρχές έδωσαν στη δημοσιότητα λεπτομέρειες του προφίλ των συλληφθέντων Άγγλων χούλιγκαν. H αναφορά ήταν συγκλονιστική, καθώς έδειχνε πως ανάμεσα στους ταραξίες δεν ήταν μόνο νεαρά άτομα του περιθωρίου, αλλά και διευθυντές τραπεζών και δημόσιοι υπάλληλοι, οικογενειάρχες και γενικά φιλήσυχοι άνθρωποι που μέχρι τότε δεν είχαν δώσει κανένα δικαίωμα. Ο χουλιγκανισμός είναι πληγή για το ποδόσφαιρο σ’ όλο το πλανήτη και η αντιμετώπισή του θέλει επιμονή και μεγάλη προσπάθεια, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ξεκομμένος από την κοινωνία.