«Το νέο βιβλίο του ιστορικού Γιάννη Γιαννόπουλου «Η Ευρυτανία στη διαδρομή της ευρύτερης εθνολογικής σύνθεσης και διοικητικής οργάνωσης»
Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΕΥΑΓΓΕΛΟΔΗΜΟΥ
Δημοσιογράφου, στατιστικού, συγγραφέα
Ένα ακόμη βιβλίο έρχεται να συμπληρώσει την ιστοριογραφία της Ευρυτανίας, εισφέροντας άγνωστα στοιχεία και ερμηνείες που ξεδιαλύνουν ανιστόρητους μύθους, οικοδομώντας το παρελθόν χωρίς φτιασίδια που αλλοιώνουν, παρά προσθέτουν, την ιστορία του τόπου μας.
Ο ιστορικός δρ Γιάννης Γιαννόπουλος στο άρτι εκδοθέν βιβλίο του «Η ΕΥΡΥΤΑΝΙΑ στη διαδρομή της ευρύτερης εθνολογικής σύνθεσης και διοικητικής οργάνωσης», (Ίδρυμα Γαζή-Τριανταφυλλόπουλου, Εκδόσεις Μάτι, Κατερίνη 2021, σελίδες 576) παρουσιάζει με την ματιά του έμπειρου ιστορικού και με τη μεθοδολογία της ιστορικής επιστήμης, την οποία άλλωστε κατέχει όσο κανείς άλλος, αυτό ακριβώς που δηλώνει και ο τίτλος του βιβλίου.
«Σκάβοντας» με επιμονή αρχειακές πηγές, ανασκαλεύοντας με την γνώση του ειδικού την σχετική αρχαιοελληνική γραμματεία και τις έρευνες διεθνών επιστημόνων πάει πολύ πίσω απ΄ όσο τα γνωστά και τετριμμένα μάς επιτρέπουν. Το κάνει αυτό προσπερνώντας διάφορες ανόητες υποθέσεις που εδώ και κάμποσα χρόνια δημιούργησαν διαφόρους μύθους περί ένδοξων βασιλειών και πριγκιπισσών που τάχα κάποτε επέλεξαν να στήσουν τα κάστρα τους σε τούτα τα ορεινά απομακρυσμένα μέρη, χωρίς ωστόσο να αφήσουν πίσω τους ούτε ένα πετραδάκι που να πιστοποιεί την παρουσία τους. Ούτε καν μια αράδα σε αρχεία και βιβλία.
Ο Γιάννης Γιαννόπουλος κατ΄ αυτόν τον τρόπο πάει πολύ πίσω, αναδεικνύει και αποδεικνύει την παρουσία των Ευρυτάνων ως του πολυπληθέστερου φύλου των Αιτωλών, εξηγεί γιατί ο Θουκιδίδης είπε τα περί ωμοφάγων και ομιλούντων μια γλώσσα που κανείς δεν την καταλαβαίνει: ας όψονται οι Μεσσήνιοι της Ναυπάκτου που βρίσκονταν τότε σε εμπόλεμη κατάσταση με τους Αιτωλούς! Παλαιόθεν η προπαγάνδα ήταν μέρος του πολέμου και σε αυτό το πλαίσιο έσπευσαν οι Μεσσήνιοι της Ναυπάκτου να κατηγορήσουν τους Ευρυτάνες. Ο Θουκιδίδης από αυτούς που τότε ήταν σύμμαχοι των Αθηναίων τα άκουσε κι έτσι, προσθέτοντας τη φράση «ως λέγεται» καθώς δεν είχε ιδία γνώση, τα μετέφερε. Άλλωστε, ο Ευρυπίδης και ο Πολύβιος είπαν πολύ χειρότερα, αλλά σήμερα με την ιστορική έρευνα και τα δικαιολογούμε και δεν τα παίρνουμε τοις μετρητοίς, καθώς όπως και ο Ρωμαίος ιστορικός Τίτος Λίβιος επιβεβαιώνει οι Αιτωλοί (ανάμεσά τους οι πολυπληθέστεροι Ευρυτάνες) μιλούσαν ελληνικά, την ίδια γλώσσα με τους Ακαρνάνες και τους Μακεδόνες.
Επιμένοντας στους πολύ παλαιούς χρόνους, ο Γιάννης Γιαννόπουλος ανιχνεύει τα ρωμαϊκά χρόνια της περιοχής και τα πρωτοβυζαντινά, στέκοντας ιδιαίτερα στα μυστήρια του Αγίου Λεωνίδη, επιχειρώντας μέσα από το ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο της εποχής να εξηγήσει την πολιτισμική συνάφεια των απεικονίσεων των λατρευτικών συμβόλων στον ναό με την Αίγυπτο: Τι ήταν τούτοι που τον έκτισαν; Μήπως διωκόμενοι Πρωτοχριστιανοί ή μήπως θύματα των διαφορών μεταξύ εκείνων των Χριστιανών που υποστήριζαν την ανθρώπινη και των άλλων που υποστήριζαν τη θεία φύση του Χριστού; Και αυτοί βρήκαν καταφύγιο στα ριζά του σημερινού Κλαψιού; Και παράλληλα καταρρίπτει τις ανοησίες περί κλαυθμών και οδυρμών, που τάχα έδωσαν το όνομα σε αυτό το χωριό της Ποταμιάς. Όπως άλλωστε, θέτει εν αμφιβόλω και τον ισχυρισμό ότι τάχα τα Άγραφα δεν ήταν γραμμένα στα κατάστιχα γι΄ αυτό και το όνομα, την ώρα που τα βρίσκουμε στα οθωμανικά φορολογικά κατάστιχα με τους φόρους που κατέβαλλαν στην Υψηλή Πύλη.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το μέρος του βιβλίου που διερευνά την εθνολογική σύνθεση του ευρυτανικού χώρου. Ποιο είναι το αποτύπωμα των Σλάβων που για πάνω από 200 χρόνια κυριάρχησαν στον χώρο; Ή των Αλβανών / Αρβανιτών, ή των Βλάχων και ακόμη των Βενετών; Τι μάς δείχνουν τα σχετικά πολλά τοπωνύμια που άφησαν πίσω τους; Και πως δικαιολογείται η αδιατάρακτη στα χρόνια ελληνοφωνία των Ευρυτάνων, σε εποχές μάλιστα που δεν υπήρχαν ούτε το μορφωτικό επίπεδο ούτε οι σχολικοί μηχανισμοί που θα επέτρεπαν στην αφομοίωση των εν λόγω πληθυσμών εάν πραγματικά ήταν ευάριθμοι; Όχι μόνο, αλλά μέχρι και σήμερα διαιωνίζονται λέξεις με αρχαιοελληνική ετυμολογία (πχ.: Ξυθάλι < έξω + αιθάλη). Και για όσους αμφισβητούν την ευρυτανική διάλεκτο ως διάλεκτο της ελληνικής ή ακόμη χειρότερα την χλευάζουν, ο Γιαννόπουλος παραθέτει πέντε γραμματικούς κανόνες που την διαμορφώνουν.
Το επόμενο κεφάλαιο του βιβλίου αναφέρεται στην διοικητική διάρθρωση της περιοχής από την αρχή της οθωμανικής επέκτασης έως τα χρόνια της Εθνεγερσίας και της απελευθέρωσης. Κύρια πηγή της εξιστόρησης είναι τα οθωμανικά φορολογικά κατάστιχα του 1521, τα οποία χαρτογραφούν με εκπληκτικές λεπτομέρειες όλους τους οικισμούς Καρπενησίου και Αγράφων. Στη συνέχεια εξετάζεται η προεπαναστατική περίοδος και η περίοδος από την έναρξη της επανάστασης έως την άφιξη του Καποδίστρια. Και ακολούθως ο μεγάλος άθλος για να περιληφθεί η Ευρυτανία εντός των συνόρων του νεότευκτου ελληνικού κράτους, ένα έργο που «χρωστάμε» στον Καποδίστρια, στον στρατηγό Κίτσο Τζαβέλλα που απελευθέρωσε το Καρπενήσι την κατάλληλη στιγμή και στους συνταγματάρχες οροθέτες Μπέικερ της Βρετανίας, Σκάλον της Ρωσίας και Μπαρτελεμί της Γαλλίας. Για να φτάσουμε στα χρόνια του Όθωνα, όπου η κεντρική διοίκηση άρχισε να αναζητεί ελληνικά ονόματα που θα αντικαθιστούσαν παλαιές ονομασίες, με αποτέλεσμα το Καρπενήσι πότε να γίνει Καλλιδρόμη και πότε Οιχαλία, πράγμα που ουδέποτε έγινε δεκτό από τους ντόπιους, εκτός από την ονομασία Ευρυτανία, ως χώρα των Ευρυτάνων το 1840.
Το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου τιτλοφορείται «Οι οικισμοί του ευρυτανικού χώρου (1521-2019) κατά περιφέρεια – Ετυμολογίες και μετονομασίες». Εδώ ο Γιαννόπουλος υπερέβη εαυτόν. Με βάση το οθωμανικό κατάστιχο του 1521, επικουρικά τα παλαιότερα φορολογικά κατάστιχα και παλαιές γραπτές και προφορικές πηγές άλλων ερευνητών, κατήρτισε έναν λεπτομερή κατάλογο όλων των οικισμών, ακόμη και αυτών που σήμερα δεν υπάρχουν πλέον. Πλάι στις ονομασίες, που οι Οθωμανοί γραφείς κατέγραφαν στα κατάστιχά τους –πολλές φορές ό,τι άκουγαν ή ότι ο συνήθως αγράμματος ντόπιος πληροφοριοδότης τούς έλεγε- παρατίθενται όλες οι μετονομασίες, άλλοτε επιτυχημένες, άλλοτε ανεπιτυχείς βάση λόγιων και σκοπούμενων ετυμολογιών, ώστε μέσω της ορθογραφίας το τοπωνύμιο να αποκτήσει ελληνική φυσιογνωμία ή πως τάχα διαιωνίζει μια λαμπρά ιστορική πτυχή του ελληνικού παρελθόντος. Αυτής της κατηγορίας είναι τα τοπωνύμια Κορυσχάδες και Κλαψί. Στο πρώτο αποδόθηκε το αναπόδεικτο ότι εκεί ήταν τόπος κατασκευής περικεφαλαιών (κόρυς = περικεφαλαία), ενώ στο δεύτερο ότι τάχα προήλθε από το ρήμα κλαυσείω που πάει να πει κλαίω συνεχώς, αναπόδεικτο και αυθαίρετο και αυτό. Ομοίως το τοπωνύμιο Καρπενήσι, που κακώς γράφεται με «η». Καρπενίσι θα ήταν το σωστό, αφού καμιά σχέση δεν έχει με νησί, αλλά προέρχεται από τους Βλάχους / Αραμώνους πρώτους οικιστές του, που ονόμαζαν carpen κάποια δένδρα της οικογενείας των πουρναριών, δηλαδή πουρναρότοπος!
Εν τέλει: Τα τρία τελευταία χρόνια αποδεικνύονται παραγωγικά για την τοπική ιστοριογραφία μας. Μετά το ημέτερο «Ο Κερδώος Ερμής σταμάτησε στο Καρπενήσι», τον «Μανόλη Ιερομνήμονα» του Γιάννη Μαυρομύτη, τα «Θραύσματα Μνήμης» της Νίκης Μπακογεώργου, «Των Καρπενησίων οι κοινότητες» της Μαρίας Ευαγγελοδήμου και εννέα συνεχόμενα τεύχη του ιστορικού περιοδικού «Καρπενησιώτικα», ο έμπειρος ιστορικός Γιάννης Γιαννόπουλος βάζει ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στην ευρυτανική ιστορική βιβλιοθήκη. Και καθώς πληροφορούμαι έπονται και άλλα εντυπωσιακά!