29 Μαρτίου 2024

ΜΕΝΟΥ

Ιστορικό στιγμιότυπο. Το άρθρο του Διονύση Παρούτσα, από την έντυπη έκδοση

Μερικές φορές συμβαίνουν κάτι περίεργες συμπτώσεις, ή ίσως και να είναι η στιγμή τέτοια, που η σκέψη οδηγείται σε παράξενες ακροβασίες, σε παράλογους, ασύνδετους συσχετισμούς.

Χρόνος: Μια μαγιάτικη Δευτέρα. Ίσως πέρυσι, ίσως πριν χρόνια, ίσως φέτος…

Τόπος: Η πλατεία Συντάγματος, στην Αθήνα. Ο αττικός ουρανός καταγάλανος, ο ήλιος ολόλαμπρος, το καλοκαιράκι στις απαρχές του. Βουλή. Γεμάτος ο κόσμος αστυνομία. Τρία τιμητικά αγήματα παρατεταγμένα κατά μήκος του Μνημείου. Η μπάντα της ΑΣΔΕΝ υπ’ ατμόν. Καμιά εκατοστή τουρίστες, πανευτυχείς, με τις κάμερες και τις φωτογραφικές τους μηχανές ανά χείρας, απαθανατίζουν το απρόσμενο χάπενινγκ. Τι συμβαίνει; Έρχεται ο πρόεδρος μιας κεντροευρωπαϊκής χώρας να καταθέσει στεφάνι στον Άγνωστο Στρατιώτη!

Η κυκλοφορία σιγά – σιγά αραιώνει. Ο θόρυβος των αυτοκινήτων κοπάζει. Ο δρόμος ελευθερώνεται. Δυο κοπέλες, ντυμένες ανοιξιάτικα, ανθισμένες, προσπαθούν να περάσουν. Ο αστυνομικός τις σταματά ευγενικά.

– Από την απέναντι πλευρά, παρακαλώ.

– Μα είναι μόλις δύο βήματα. Να κάνουμε τον κύκλο;

– Απαγορεύεται! Θέλετε να βρω τον μπελά μου;

Οι κοπέλες απομακρύνονται δυσαρεστημένες.

– Λες και θα βάζαμε βόμβα!

Μια παρέα τουριστών από τη χώρα του προέδρου, απορεί. Τι δουλειά έχουν οι σημαίες τους αναρτημένες μπροστά στη Βουλή; Ενημερώνονται. Χαίρονται. Περιμένουν να δουν τον πρόεδρό τους. Τέτοια σύμπτωση! Στην πατρίδα τους δεν υπήρχε ούτε μία περίπτωση στο εκατομμύριο να έρθουν τόσο κοντά του.

Οι στρατιώτες ιδρώνουν. Οι στρατηγοί δυσφορούν. Μια κυρία, ντυμένη με πορτοκαλί κοντό φόρεμα, υπεύθυνη προφανώς για την εκδήλωση τρέχει πέρα δώθε, δίνοντας διαταγές τις οποίες κανείς δεν εκτελεί. Οι ασύρματοι των αστυνομικών ξεροβήχουν. Ακατάληπτες φωνές, κωδικοποιημένα μηνύματα. Α3 – παράσιτα – διαβιβάσατε!Και ξαφνικά, ενώ η κατάσταση δείχνει ράθυμη, τα περιστέρια γουργουρίζουν ενοχλημένα γιατί κανείς δεν τα ταΐζει και οι στρατιώτες λικνίζονται ρυθμικά αριστερά-δεξιά, αμίλητοι και ιδρωμένοι, τα πράγματα ζωντανεύουν.

Μια μηχανή μεγάλου κυβισμού της Ελληνικής Αστυνομίας φτάνει με υπερβολική ταχύτητα, με τους φάρους αναμμένους και σταματά στο προκαθορισμένο σημείο. Τρία τέσσερα πολυτελέστατα μαύρα αυτοκίνητα ακολουθούν, οι πόρτες του δεύτερου ανοίγουν πολύ πριν σταματήσει και πετάγονται έξω από αυτό τέσσερις πανύψηλοι ξένοι αστυνομικοί, ντυμένοι στα μαύρα, με μαύρα γυαλιά, γραβάτες και ακουστικά στο αυτί. Τρέχουν, ανοίγουν την πόρτα του προεδρικού αυτοκινήτου. Ο Πρόεδρος κατεβαίνει. Η μπάντα παιανίζει.

– Παρουσιάστε, άρμ!

Η συντονισμένη κίνηση των χεριών, ο ξερός κρότος των μετακινούμενων όπλων καθώς τινάζονται στον αέρα και έρχονται μπροστά από τεντωμένες μύτες και ανέκφραστα πρόσωπα σε θέση προσοχής, δίνουν μια άλλη αίσθηση.

Τα περιστέρια φτερουγίζουν κοπαδιαστά και προσγειώνονται λίγο μακρύτερα.

Ο Πρόεδρος προχωρά, παίρνει το στεφάνι, το καταθέτει. Ησυχία.

– Προοο’σχή!

Εθνικός Ύμνος. Οι νότες σκορπίζονται τριγύρω. Θυμίζουν κάποια συμφωνία. Οι τουρίστες συγκινούνται. Οι στρατηγοί χαιρετούν. Τα πηλήκια αστράφτουν. Οι υπουργοί ιδρώνουν.

Ώρα μηδέν!

Εκεί, σε αυτόν τον χώρο συναντιούνται για μια στιγμή οι ζωές κάποιων ανθρώπων. Συμμετέχουν στο ίδιο συμβάν, η αύρα τους συγχέεται.

Ένας πρόεδρος κεντροευρωπαϊκής χώρας, μεγαλωμένος στα πλούτη, σπουδασμένος σε κάποιο ακριβό πανεπιστήμιο, με τη σκέψη του ίσως στις επόμενες εκλογές, ίσως στην Αρχαία Ελλάδα, ίσως στους στρατιώτες που χάθηκαν στον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Μια ευρωπαία κυρία, μεγαλωμένη ίσως σε κάποιο ορεινό χωριό, πιθανώς καθαρίστρια, κόκκινη κάτω από τον αττικό ουρανό, με την καπελαδούρα της, με τα κοντά της παντελόνια, με τα 500 ευρώ έξοδα για να ανακαλύψει το “δικό της μύθο” στην Ελλάδα, με τη σκέψη της ίσως στο λογαριασμό του ηλεκτρικού ή στο τι θα έλεγε γυρνώντας πίσω: “είδαμε τον Πρόεδρο!”

Ένας Έλληνας στρατιώτης, ευθυτενής, σε στάση προσοχής, με το πουκάμισο να κολλάει από τον ιδρώτα, ένας αστυνομικός που βιάζεται να τελειώσουν όλα να πάει στο σπίτι του, δυο κοπέλες που απλά ήθελαν να περάσουν, μια κυρία με πορτοκαλί που εύχεται να πάνε όλα καλά.

Οι εθνικοί ύμνοι τελειώνουν. Επιθεώρηση αγήματος. Κεφάλια ψηλά, κοιλιά μέσα, στήθος προτεταμένο, κινήσεις κοφτές. Εμβατήρια. Χειραψίες των πολιτικών. Δύο κάμεραμαν, ζαλωμένοι τις μηχανές τους, με τα τζιν τους και αξύριστοι. Παράταιρο θέαμα στην όλη επισημότητα. Το άγρυπνο μάτι το δικό μας, το βράδυ όλα αυτά θα μπούνε στο σαλόνι μας, εικόνες από μια κατάθεση.

Το παρελθόν παρόν!

“Μια κλίνη φέρεται εστρωμένη των αφανών”. Περικλής, Ελμπασάν, Πόγραδετς. Για κάποιους ο ήλιος είχε δύσει, πριν καν ανατείλει, εδώ και 80 χρόνια στα βουνά της Αλβανίας. Κάποιες μάνες είχαν κλάψει.

– Πααααρά πόδα! Άρμ! Τέλος της εκδήλωσης.

Ο πρόεδρος φεύγει. Οι ξένοι αστυνομικοί μπαίνουν ξανά στο αυτοκίνητό τους, πιο χαλαροί. Ο συμπατριώτης τους τουρίστας κάτι τους ρωτά. Χαμογελούν και ανταπαντούν. Μια οικειότητα που δεν προκύπτει μόνο από την εθνική τους συνάφεια. Κάτι ταξικό υπάρχει στον αέρα. Κάτι περισσότερο τους συνδέει, όπως και με τους στρατιώτες του αγήματος. Όπως συνδέει τους ξένους υπουργούς με τους δικούς μας και τον πρόεδρο.

Η στιγμή πέρασε. Η τιμή αποδόθηκε. Κάποιοι άνθρωποι, βρέθηκαν για μια στιγμή στο ίδιο μέρος, οι δρόμοι τους διασταυρώθηκαν, η Ιστορία σταμάτησε για δύο λεπτά και μετά όλα ξαναβρήκαν τον προηγούμενό τους ρυθμό. Ο δρόμος δόθηκε ξανά στην κυκλοφορία. Ένα ασθενοφόρο όρμησε πρώτο, ουρλιάζοντας, διεκδικώντας τη ζωή από το θάνατο.

Το βουητό των αυτοκινήτων γέμισε ξανά τον αέρα. Η πλατεία γέμισε ξανά κόσμο και περιστέρια. Τα αγήματα αποχώρησαν σε άψογο σχηματισμό. αι οι κοπέλες κατάφεραν επιτέλους να περάσουν….

ΤΟΠΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
ΑΘΛΗΤΙΚΑ