“Και τ΄ χρόν΄ όλοι στον μέτρο…”, έλεγε μια παλιά καρπενησιώτικη ευχή. Ξέρετε τι σημαίνει;

“Και τ΄ χρόν΄ όλοι στον μέτρο…”, έλεγε μια παλιά καρπενησιώτικη ευχή. Ξέρετε τι σημαίνει;

Γράφει ο Γιάννης Δημητρίου, μελετητής της τοπικής ιστορίας:

“Και τ΄ χρόν΄ όλοι στον μέτρο” έλεγε μια παλιά καρπενησιώτικη ευχή.

Και τι είναι αυτός ο μέτρος; Αντιγράφω απ΄τα “Ποιμενικά τῆς Ρούμελης”, του 1930, του παλιού λαογράφου Δημήτρη Λουκόπουλου,

«Ὁ μέτρος.

Ὅσο ἄξιος κι ἂν εἶν᾿ ὁ τσοπάνης, ἔρχεται στιγμὴ ποὺ χάνει τὰ πράματα ἀπ᾿ τὸ μπουλούκι του. Ἄλλο παραμένει σὲ κοτρώνα ἀπο κάτω καὶ βόσκει τὸ πολὺ χορτάρι, ποὺ βρῆκε· ἄλλο ξεκλέβεται σὲ ρεματιὰ μέσα, χάνει τὴ διεύθυνση τοῦ κοπαδιοῦ καὶ βόσκει χωριστὰ ἀπ᾿ τ᾿ ἄλλα· ἄλλο, ἀετὸς πετάει ξαφνικὰ καὶ τ᾿ ἁρπάζει· ἄλλο εἰσχώρησε ἀνάμεσα ἀπὸ βράχια, βραχιάστηκε καὶ δὲ βρίσκει τὴ στράτα νὰ ξεβραχιαστεῖ. Ὅλα αὐτὰ βάνει στὸ νοῦ του ὁ τσοπάνης, κι ἡ ἔγνοια δὲν τοῦ ἀπολείπει. Νἆναι ὅλο τὸ κοπάδι σωστό! Μὴν τοῦ λείπουν; Αὐτὸ εἶναι ποὺ τὸν κάνει καὶ τὰ μετράει πρωΐ καὶ βράδυ στὰ χειμαδιὰ. Μιὰ φορὰ τὴ μέρα στὰ βουνά. Ὁ μέτρος γίνεται τὴν ὥρα ποὺ ἔρχονται τὰ πράματα στὸ σταλό. Πρὶν πᾶν καὶ πιάσουν τὸν ἴσκιο, τὰ συμμαζεύουν ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ οἱ πιστικοὶ μὲ τὶς γκλίτσες. Ἀνοίγουν διάβα ἀπὸ κάπου, καὶ τ᾿ ἀφήνουν νὰ διαβαίνουν ἕνα κοντὰ τ᾿ ἄλλο, στὴ γραμμὴ καὶ νὰ τραβοῦν γιὰ τὸ στάλο. Ἔτσι καθὼς περνοῦν, δὲ χάνει τὸ μάτι, Μπορεῖ ὁ κάθε τσοπάνης νὰ μετρήσει. Καὶ μετροῦν ὅσοι κι ἂν εἶναι ὁ τσοπάνηδες κείνην τὴν ὥρα. Δικό του μέτρο ὁ καθένας. Δοκιμάζουν νὰ ἰδοῦν, ἂν θἄβρουν τὸ ἴδιο ποσό. Ἡ κάνουν ἕνα ἄλλο. Περιορίζουν τὸ κοπάδι, καὶ τ᾿ ἀναγκάζουν νὰ περάσει ἀνάμεσα σὲ δυὸ λιθάρια, καὶ τὰ λιθάρια νἆναι τὸ ἕνα κοντὰ στ᾿ ἄλλο· τόσο κοντὰ ὥστε νὰ μὴ μπορεῖ νὰ περάσουν δύο μαζί. Ἕνα ἕνα λοιπὸν περνῶντας τὰ μετροῦν μιὰ χαρά. Ποτὲ οἱ τσοπάνηδες δὲ μετροῦν ἀξαίνοντας τὸν ἀριθμὸ ὡσποὺ νὰ τελειώσει ὁ μέτρος. Ἄν τὸ κοπάδι περνάει τὰ ἑκατό, τὰ μετροῦν κατοστάρια κατοστάρια· ἕνα, δύο, τρία… ὡς τὰ ἑκατὸ· καὶ πάλι ἀπ᾿ τὴν ἀρχή. Τελευταῖα γίνεται ὁ λογαριασμός. Ἄν εἶναι κάτω ἀπὸ ἑκατὸ τὰ πρόβατα, μετροῦν ὥς τὰ πενῆντα κι ἀρχίζουν πάλι ἀπ᾿ τὴν ἀρχή. Ἄν εἶναι ἀπὸ πενῆντα καὶ κάτω μετροῦν δεκάρια.

– Βγήκαμε στὸ μέτρο, λένε, ἂν δὲ λείπει πρᾶμα ἀπ᾿ τὸ κοπάδι, ἢ, Δὲ βγαίνουν στὸ μέτρο, ἂν λείπουν. Κι ἀρχίζουν τότε νὰ βάνουν κάτω ὅλα τὰ πιθανά.

– Ποιὸ λείπει; Τὸ δεῖνα πρόβατο. Νὰ ποῦμε, ἡ τσούλα, ἡ κάλεσια ἡ προβατίνα τὸ δεῖνα τὸ κριάρι, ποὺ εἶναι ἀπὸ τὰ τρία ψαλλίδια· τοῦτο ἐκεῖνο…

Σπάνια λοιπὸν νὰ μὴ λογαριάζουν καλὰ οἱ τσοπάνηδες, σὰν ποῦ νὰ βρίσκεται τὸ χαμένο. Δὲν τὄχουν καὶ τόσο, ἂν τοὺς λείπουν μαναξευάμενα ἢ μπαραμπάτικα, γιατὶ ξέρουν πὼς μὲ λίγον κόπο θὰ τἄβρουν, νὰ τὰ φέρουνε στὸ κοπάδι. Λύπη ὅμως μεγάλη πέφτει στὴν ψυχή τοὺς γιὰ τὸ ζιουνάγκιασμα ( ζιουνάγκα, λὲν οἱ τσοπάνηδες τὰ ζουνάρια τὰ φρασμένα γύρω ἀπὸ βράχια ποὺ καὶ νὰ τὰ κοιτᾶς μονάχα, ζαλίζεται τὸ μυαλό σου). Δὲν ξέρουνε τὸ τέλος ποὺ περιμένει τὰ βραχωμένα καὶ γι᾿ αὐτὸ λυποῦνται. Ἐπίσης στενοχωροῦνται ἄν τοὺς περάσει ἀπὸ νοῦ ζουλάπι, ἀετὸς, κλέφτης. Γιατὶ τὰ κακὰ αὐτὰ δὲν παίρνουν γιατρειά. […..]

Αὐτὸς λοιπὸν εἶναι ὁ μέτρος».

Διαβάστε ακόμα

Επικαιρότητα