“Κανένας Καρπενησιώτης δε μπορεί να φανταστεί αυτό που θα ακολουθήσει” – 7 Νοέμβρη 1943, οι ναζί εισβάλουν στο Καρπενήσι

“Κανένας Καρπενησιώτης δε μπορεί να φανταστεί αυτό που θα ακολουθήσει” – 7 Νοέμβρη 1943, οι ναζί εισβάλουν στο Καρπενήσι

Ήταν μια σαν σήμερα, πριν από 81 χρόνια, στις 7 του Νοέμβρη 1943, όταν οι Γερμανοί κατακτητές αποφασίζουν να χτυπήσουν την καρδιά της Εθνικής Αντίστασης, το Καρπενήσι. Αναδημοσιεύουμε επίκαιρη ανάρτηση του Ιωάννη Δημητρίου, μελετητή της τοπικής ιστορίας.

«Σαν σήμερα πριν 81 χρόνια, στις 7 Νοεμβρίου 1943, ημέρα Κυριακή, γερμανικό στρατιωτικό απόσπασμα, εισβάλλει στο Καρπενήσι με σκοπό να συλληφθούν οι διασκορπισμένοι Ιταλοί στρατιώτες, πρώην συγκατακτητές, οι οποίοι είχαν τον έλεγχο του Καρπενησίου (πριν την συνθηκολόγηση της Ιταλίας ενάμιση μήνα πριν) και να χτυπήσουν τις αντάρτικες μονάδες που είχαν αναλάβει τον έλεγχο της ελεύθερης περιοχής.

Η πόλη έχει ειδοποιηθεί και εκκενωθεί. Οι κάτοικοι φεύγουν προς διάφορες κατευθύνσεις παίρνοντας μαζί τους μόνο τα απαραίτητα, αφού έχουν κρύψει ή θάψει ότι θεωρούσαν πολύτιμο.

Κανένας Καρπενησιώτης δεν μπορεί να φανταστεί αυτό που θα ακολουθήσει. Ήταν οι πρώτη τους επαφή με τον συγκεκριμένο κατακτητή. Ανατινάζουν στοχευμένα κάποιες περιουσίες, καίνε κάποιες άλλες, αλλά κυρίως καταλεηλατούν τα μεγάλα σπίτια πέριξ της πλατείας. Καίνε και προσπαθούν να ανατινάξουν το νεοτευχθέν περικαλλές κτήριο του Γυμνασίου, ανατινάζουν τα ξενοδοχεία και καταληστεύουν αποθήκες και καταστήματα. Κατάσχουν τρόφιμα, ζώα, προμήθειες και τα μεταφέρουν στη Λαμία. Ως εδώ όλα αναμενόμενα, έτσι κάνουν οι δυνάμεις κατοχής που εισβάλλουν σε ανοχύρωτη πόλη.

Από εδώ και μετά όμως ξεκινά το ασύλληπτο. Κανένας σεβασμός για τους αμάχους. Καίνε ζωντανούς ανθρώπους που δεν είχαν φύγει μέσα στο σπίτι τους, δολοφονούν βοσκούς και ποιμένες που συναντούν στο δρόμο τους. Δολοφονούν υπέργηρους που δεν μπορούσαν να φύγουν και ήλπιζαν στο έλεος και στον σεβασμό της ηλικίας τους. Κρέμασαν σε πλατάνι έναν διανοητικά ανάπηρο που δεν είχε καταλάβει τι γινόταν. Δεν σεβάστηκαν ούτε το ράσο του καλόγερου που κρέμασαν στον Προυσό. Τα ίδια κάνουν και στα γύρω χωριά. Και όλα αυτά διαλέγουν να τα κάνουν Νοέμβριο, όταν οι ντόπιοι έχουν συλλέξει ήδη τα γεννήματά τους και τους αφήνουν να αντιμετωπίσουν τον χειμώνα χωρίς το ελάχιστο, ούτε τους καρπούς των κήπων τους, ούτε των χωραφιών τους, ούτε το ζώων τους.

Οι δικοί μου, η προγιαγιά μου και οι τρεις από τις τέσσερεις κόρες της δηλαδή, γύρισαν αφού είχαν διασκορπιστεί σε δύο διαφορετικές κατευθύνσεις και συναντήθηκαν σώες, στέκοντας μπροστά από ένα λεηλατημένο σπίτι. Έπιπλα και οικοσκευή βρίσκονταν σπασμένα ή καμένα στην αυλή, βιβλία, ρούχα και οτιδήποτε για αυτούς δεν είχε αξία, καταστρέφεται σε σωρούς στην αυλή. Οι πατάτες, τα κρεμμύδια, τα άλευρα του κελαριού έχουν φυσικά εξαφανιστεί. Οι κότες του κοτετσιού εξαφανισμένες. Πρώτη ανάγκη να επισκευάσουν το σπίτι, που από τις εκρήξεις και ανατινάξεις του μεγάλου ξενοδοχείου Τυμφρηστός, ιδιοκτησίας των αδελφών της προγιαγιάς μου, που βρισκόταν στα 50μ. έχει καταστραφεί μερικώς η οροφή και έχουν σπάσει όλα τα τζάμια. Δεύτερη ανάγκη να δουν πως θα ζήσουν.

Η απελπισία κανονικά θα έπρεπε να τις καταβάλλει. Και όμως, ο Θεός είναι μεγάλος. Εμφανίζεται με τα εργαλεία του, ο πολυμήχανος ξάδερφος ο Λευτέρης, με το κομμένο από γάγγραινα πόδι του, ο οποίος αρχίζει επιτήδεια να κάνει πρόχειρες επισκευές στο σπίτι, γνωρίζοντας ότι δεν υπάρχει άλλος που να ξέρει να το κάνει αυτό. Το ίδιο είχαν κάνει τα αδέρφια του, ο Νίκος και ο Σωτήρης, είχαν ξαμολυθεί να βοηθήσουν συγγενείς και γείτονες.

Και μετά από κάμποσο καιρό, εμφανίζεται ο τίμιος και ακέραιος νεαρός βοσκός, ο οποίος τα ξημερώματα τις 7ης Νοεμβρίου του 1943, πριν έρθουν οι Γερμανοί, είχε περάσει το πρωί από τη γειτονιά και είχε πάρει για βοσκή μεταξύ των ζώων των υπολοίπων γειτόνων, και τη μία μαλτέζικη κατσίκα της οικογένειας, η οποία όμως ήταν έγκυος και η οποία στις μέρες που μεσολάβησαν γέννησε τρία ερίφια. Τα τρία κατσίκια επέζησαν και ο βοσκός τα επέστρεψε μαζί με το τυρί, το γάλα και το βούτυρο που είχε υπολογίσει ότι όφειλε στους ιδιοκτήτες του ζώου για τις μέρες που μεσολάβησαν από την 7η Νοεμβρίου μέχρι τον τοκετό της κατσίκας.

Και έτσι μπόρεσε και βγήκε και ο χειμώνας του 1943-44, με χορταρικά που πρόσφερε η γη, με το γάλα που πρόσφερε η κατσίκα και με ψωμί από βελανίδια που δημιουργούσε η ευρηματικότητα της προγιαγιάς, ελλείψει άλλου είδους αλευριού. Και τα παιδιά συνέχισαν τα μαθήματά τους σε άλλο χώρο και όχι στο ανατιναγμένο σχολείο και ο κόσμος συνέχισε να ερωτεύεται, να παντρεύεται, να κάνει παιδιά, να τα βαφτίζει σε μισοκαμένες εκκλησίες κρατώντας μέσα του μόνο ένα φόβο: μη και ξαναρθούν οι Γερμανοί. Οι οποίοι ξαναφάνηκαν μετά από 9 μήνες ακριβώς, στις 9 του Αυγούστου του 1944, πιο βίαιοι και πιο αποφασισμένοι από κάθε άλλη φορά.

Τις επιπτώσεις, ιστορικές, κοινωνικές και οικονομικές των καταστροφών αυτών θα έχουμε την ευκαιρία να αναλύσουμε στο επικείμενο συνέδριο, στις 28-30 Μαρτίου 2025».

Διαβάστε ακόμα

Επικαιρότητα