Μια ιστορία θα σας πω
από τα περασμένα
που στην ψυχή με άγγιξε
πολύ βαθιά εμένα
Μια κόρη νιό αγάπησε
και κείνος τήνε θέλει
και ο έρωτάς τους ήτανε
με ζάχαρη και μέλι
Ήταν όμως πολύ σκληρό
από την κοινωνία
άμα δεν παντρευόντουσαν
το’ χανε αμαρτία
Γι΄ αυτό κι η κόρη μίλησε
μια μέρα στον καλό της
έκλαψε με παράπονο
γιατ’ είχε τον καημό της
-Γιώργο μου έλα να χαρείς
σύρε να με ζητήσεις
στο σπίτι από τον κύρη μου
νυφούλα να με ντύσεις
Ο Γιώργος ήταν ορφανός
και μέσα στη μιζέρια
το μόνο του το αγαθό
ήταν τα δυο του χέρια
Ντρεπότανε ο δύστυχος
όμως το βράδυ πήγε
στο σπίτι της και τη ζητά
μα απάντηση δεν πήρε
Ένα χωράφι ζήτησε
να το καλλιεργούνε
να το δουλέψει ο άμοιρος
και όμορφα να ζούνε
Είχε χωράφια ο κύρης της
ήτανε νοικοκύρης
όμως τα’ χε για πάρτη του
σκληρός καραβοκύρης
Σοφία μου είμαι φτωχός
δεν έχω να σε ζήσω
φτωχός είμαι και ορφανός
νυφούλα να σε ντύσω
Η κόρη είχε μυστικό
και τότε του το λέει
κι απ’ τον βαρύ τον πόνο της
αρχίνησε να κλαίει
Γιώργο μου μες στα σπλάχνα μου
καρπός του έρωτά μας
Γιώργο μου η αγάπη μας
Γιώργο μου η καρδιά μας
Φύτρωσε και κρυφά-κρυφά
όλο και μεγαλώνει
κι αν δεν με πάρεις Γιώργο μου
τίποτα δεν με σώνει
Ο Γιώργος που’ τανε δειλός
δειλός και φοβισμένος
στο πόδια τότε το’ βαλε
φοβήθηκε ο καημένος
Η κόρη απελπίστηκε
τίποτα δεν τη σώνει
και πήρε την απόφαση
μια μέρα στο μπαλκόνι
Απόκριες κι η μάνα της
τσιγάριζε γιομίδια
κι η μυρωδιά την άγγιξε
φεύγοντας για τα γίδια
Μάνα μου δώσ’ μου μια μπουκιά
Μάνα μου δώσ’ μου δύο
τρύπησε η καρδούλα μου
μανούλα μου θα φύγω
Κόρη το βράδυ που θα ΄ρθείς
τον καπαμά θα φάμε
Σοφία κάνε υπομονή
όλοι μαζί να φάμε
Την πήρε το παράπονο
και φεύγει πονεμένη
τίποτα πια για κείνηνε
καλό την περιμένει