Γενάρη ήλθες κόπιασες με όλα τα καλά σου Άγιο Βασίλη έφερες Σταυρού, Φώτα, Αι Γιάννη, όμως πιο λίγη παγωνιά άστεγος μην πεθάνει Θύμωσες για τα χάλια μας και είσαι οργισμένος όμως κρατήσου, μη χτυπάς πολύ είσαι αγριεμένος Απόψε δεν κοιμήθηκα τα κάγκελα χτυπούσαν είχες αγέρα δυνατό έριχνες και το χιόνι σκεπτόμουνα τον άστεγο κει έξω να παγώνει Εσύ δεν φταις Γενάρη μου αυτή είν’ η δουλειά σου αλλά κρατήσου, μην χτυπάς πεθαίνουν τα παιδιά σου Δίπλα εδώ στη γειτονιά ήταν δυό γεροντάκια που δύσκολα στεκόντουσαν στα δυό τους ποδαράκια Φωνάζ’ ο γέρος δυνατά και κράζει την κυρά του θέλει να δώσει εντολές συνήθεια δικιά του -Σήκω κυρά μου κι άναψε τούτο το έρμο τζάκι πάγωσα ο δόλιος, πούντιασα να ζεσταθώ λιγάκι Όμως ο γέρος δυστυχώς απάντηση δεν πήρε για να της δώσει διαταγές μόνος του πια θα είναι Πάγωσε η κακόμοιρη σταμάτησε η καρδιά της τώρα θα ευκαιρέσουνε θα ‘ ρθούνε τα παιδιά της Γενάρη αν σε θύμωσα συγγνώμη σου ζητάω μα είσαι συ υπεύθυνος για τη γιαγιά, πονάω