από την έντυπη έκδοση
Τον Οκτώβρη του 1826, στη νότια Πελοπόννησο ο Ιμπραήμ σκόρπιζε τον όλεθρο, την καταστροφή, το θάνατο. Του Κολοκοτρώνη η ψυχή δεν γονάτισε, το πείσμα του είναι μεγάλο. Με λίγους άνδρες, τις περισσότερες φορές νηστικούς και ξυπόλυτους, και με λίγα φουσέκια, «κούρασε» πολλές φορές τον Ιμπραήμ με τον κλεφτοπόλεμο και τον έφερε σε δύσκολη θέση. Ο Γέρος, έχει να πολεμήσει κι έναν άλλο φοβερό εχθρό, έναν καινούργιο κίνδυνο, τα προσκυνοχάρτια. Ό,τι δεν μπόρεσαν να κάνουν τα ασκέρια και οι αρμάδες, μπορεί να τα καταφέρουν τα προσκυνοχάρτια.
Ο λαός κουρασμένος ύστερα από πόλεμο έξη χρόνων, δεν του έμενε τίποτα, δεν πίστευε πλέον στον αγώνα. Οι πιο πολλοί ζούνε στα βουνά σαν αγρίμια, ο Κιουταχής στη Ρούμελη και ο Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, αισθάνονται κυρίαρχοι. Ο κίνδυνος του αφανισμού καιροφυλακτεί. Ο Ιμπραήμ, για να μαζέψει τα προσκυνοχάρτια, γυρίζει στα χωριά, με «φιλικό προσωπείο», το σχέδιό του άρχισε να πετυχαίνει. Πολλοί προσκύνησαν, βρέθηκαν και κάποιοι μικροκαπεταναίοι που γύριζαν στα χωριά, μάζευαν τους χωρικούς και τους έλεγαν να υπογράψουν.
Τότε αποφασίζει ο Κολοκοτρώνης, να χτυπήσει άγρια. Μονάχα έτσι θα μπορούσε να σωθεί ο αγώνας. Μονάχα έτσι, τόσα αίματα και τόσες θυσίες δεν θα πήγαιναν χαμένες. Η βροντερή φωνή ακούγεται σαν αστροπελέκι, σε όλο το Μοριά: «Τσεκούρι και φωτιά στους προσκυνημένους».
Αρχίζει τον καινούργιο αγώνα, γράφει στους καπεταναίους να ξεσηκώσουν όλον τον κόσμο στ’ άρματα. Από δεκαπέντε μέχρι εξήντα χρόνων, όλοι θα πάρουν τ’ άρματα και όποιος αρνηθεί θα σκοτώνονταν αμέσως. Όποιο χωριό θα υπέγραφε τα δολερά χαρτιά των Τουρκοαιγύπτιου εισβολέα, θα καίγονταν. Μονάχα έτσι, τόσα αίματα, τόσες θυσίες δεν θα πήγαιναν χαμένες. Απέναντι στην τρομοκρατία του Ιμπραήμ, σήκωσε τη δικιά του τρομοκρατία. Χτυπούσε τον Ιμπραήμ όπως μπορούσε, έμπαινε και στα χωριά κατέστρεφε τα προσκυνοχάρτια και επέβαλε τον δικό του νόμο. Ο αγώνας είναι δύσκολος, οι άντρες του είχαν αποκάμει, τα πολεμοφόδια λιγόστευαν, ελπίδα καμμιά. Ο Γέρος δεν κιοτεύει, χτυπάει τον Ιμπραήμ με τις λίγες του δυνάμεις, όπου και όπως μπορεί και προσπαθεί να επαναφέρει τους προσκυνημένους στον αγώνα, όχι πάντα με εύκολο τρόπο. Αλλού ξημερώνει και αλλού βραδιάζει. Τρέχει στα Καλάβρυτα, στο Μέγα Σπήλαιο, στο Αίγιο, στην Πάτρα, στον Πύργο στη Γαστούνη, γυρίζει σε όλη την Αρκαδία.
Η τρομοκρατία του Ιμπραήμ εντείνεται, δεν πτοείται. Καίει, βιάζε , σκοτώνει, στο πέρασμά του η κόλαση. Αποφασίζει να κάψει όλη τη Μεσσηνία και δεν έμεινε δέντρο για δέντρο όρθιο. Ο Κολοκοτρώνης βλέπει την καταστροφή. Με χίλιους άντρες που κατάφερε να στρατολογήσει, σμίγει με το Νικηταρά που βρίσκεται κοντά στην Καλαμάτα, ανήμπορος ουσιαστικά να αντιδράσει στις ορδές των εισβολέων.
Δακρύζει ο Γέρος για το κακό που γίνεται, αποφασίζει και γράφει στον Ιμπραήμ, το παρακάτω περήφανο γράμμα, γράμμα που έχει καταχωριστεί στα κορυφαία μνημεία του Αγώνα:
«Αυτά που κάνεις, δεν είναι της πολεμικής έργον’ γιατί τ΄ άψυχα δέντρα δεν εναντιώνονται είς κανένα’, μόνο οι άνθρωποι, οπού εναντιώνονται, έχουν στρατεύματα και σκλαβώνεις’ και έτσι είναι το δίκαιον του πολέμου, με τους ανθρώπους και όχι με τα άψυχα δέντρα. Όχι τα δέντρα να μας κάψης, όχι τα δέντρα, όχι τα σπίτια που έκαψες, πέτρα πάνω στην πέτρα να μη μείνη, δεν προσκυνάμε. Κι αν κόψης τα δέντρα κι αν τα κόψης, τη γή δεν μπορείς να τη σηκώσης. Η γή θα μείνει δική μας κι αυτή η ίδια γή που τάθρεψε, θα τα ξανακάνη. Κι ‘ενας Έλληνας μονάχα να μείνη, πάντα θα πολεμούμε και μην ελπίζεις πως την γήν μας θα την κάμης δική σου, βγάλτο από το νού σου».
Η άφιξη στην περιοχή, του στόλου των προστάτιδων δυνάμεων και οι προειδοποιήσεις των τριών ναυάρχων, Κόδριγκτον, Δεριγνύ και Χέυδεν, στον Τουρκοαιγύτπιο σφαγέα, δεν εισακούστηκαν. Ο Ιμπραήμ, αισθανόταν παντοδύναμος και ο Τουρκοαιγυπτιακός στόλος στο λιμάνι του Ναυαρίνου, αισθανόταν ασφαλής. Καιρός για άλλες διαπραγματεύσεις δεν υπήρξε. Στις 8 Οκτωβρίου του 1827, οι τρείς ναύαρχοι, έβαλαν πλώρη για το λιμάνι του Ναυαρίνου. Έφτασαν κατά το μεσημέρι και το βράδυ της ίδιας μέρας, τα νερά του λιμανιού είχαν γίνει ο τάφος της εχθρικής αρμάδας και η θάλασσα γέμισε από συντρίμμια και ανθρώπινα κορμιά. Η ελευθερία της Ελλάδας «υπογράφτηκε» και από τα κανόνια των τριών στόλων.
Για την «υπογραφή» αυτή ο Γέρος αγωνίστηκε περίσσεια. Δεν κιότεψε, δεν λιποψύχησε, έμεινε ως το τέλος όρθιος. Την ώρα που η κυβέρνηση έφευγε στην Αίγινα, αυτός ανάσταινε το Μοριά. Στις 4 Φεβρουαρίου του 1843, πριν 179 χρόνια, ο γέρο κουρσάρος, ο αγωνιστής, ο πολέμαρχος, ο ΓΕΡΟΣ ΤΟΥ ΜΟΡΙΑ, ο καπετάν ΘΩΔΟΡΑΚΗΣ, παρέδωσε το πνεύμα και από τους καπνούς και τις φλόγες του αγώνα, πέρασε στο πάνθεο των αγωνιστών της λευτεριάς μας και στην αθανασία. Να τον μνημονεύουμε…
Κατά τη διάρκεια της έκθεσης της σορού του Γέρου Κολοκοτρώνη σε λαϊκό προσκύνημα, κατόπιν εντολής, άγνωστος καλλιτέχνης (κατ’΄ άλλους από σπουδαστές της Αρχιτεκτονικής Σχολής) «αποτύπωσε» πάνω στο νεκρικό κρεββάτι σε γύψινο εκμαγείο τη μορφή του. Με αυτόν τον τρόπο διασώθηκαν πιστά και με ακρίβεια τα χαρακτηριστικά μιας από τις πιο δημοφιλείς μορφές συντελεστών του 21. Το ιστορικό όσο και πολύτιμο αυτό εκμαγείο φυλάσσεται στο ιστορικό και εθνολογικό Μουσείο της Αθήνας με αριθμό καταλόγου αρχείου 2334.
Ηλίας Μπουμπουρής