Οι Κρικελλιώτες αποχαιρετούν τον Όσκαρ, τον καλοκάγαθο σκύλο – σήμα κατατεθέν της πλατείας του χωριού

Οι Κρικελλιώτες αποχαιρετούν τον Όσκαρ, τον καλοκάγαθο σκύλο – σήμα κατατεθέν της πλατείας του χωριού

Ο Όσκαρ, ο καλοκάγαθος σκύλος του Κρικέλλου, δεν μένει πια εδώ. Έφυγε από τη ζωή γαλήνια, σε ηλικία περίπου 16 ετών, έπειτα από προβλήματα υγείας. Και αν το κλίμα του Δεκαπενταύγουστου «επέβαλε» γιορτινή διάθεση, για πολλούς Κρικελλιώτες υπήρχε ένας επίμονος κόμπος στον λαιμό…

«Τέλος εποχής… είμαστε σίγουροι ότι εκεί που πήγες θα περνάς καλύτερα. Να ξέρεις όμως ότι μας έκανες καλυτέρους. Γεια σου σύντροφε Όσκαρ. Θα μας λείψεις…», έγραψε στο facebook η Βούλα Τσιτούρη, σε μια ανάρτηση με δεκάδες σχόλια, δείγμα της αγάπης όλων, μικρών και μεγάλων, για τον άγρυπνο φρουρό του Κρικέλλου.

«Ο Όσκαρ έχει γράψει ιστορία χρόνων… Έφυγε πλήρης ημερών, δίπλα σε ανθρώπους που τον αγάπησαν! Τυχερός και τυχεροί όσοι τον γνωρίσαμε κ δεχθήκαμε τη συντροφιά του!», διαβάζουμε σε ένα από αυτά. «Έχω καρφιτσώσει την ομιλούσα ματιά σου στο ξέφωτο της καρδιάς μου… ο πιο πιστός συνομιλητής μου… ο σύντροφός μου στον δρόμο προς το Σχολείο… Ο δικός μου Άργος… θα δρασκελάω το κατώφλι του σχολείου και θα σε θωρώ εκεί ξαπλωμένο να φρουρείς το πέρασμα μέχρι να ακούσεις: –έλα, γεράκο, φύγαμε “Ευγνώμων που με συντρόφεψες τις ώρες που οι άνθρωποι με είχαν ξεχάσει…και σαν θα βρεις τη Νόμπελ σου, κάνε της κι ένα γλυκομουσούδισμα κι από μένα», αναφέρει ένα άλλο σχόλιο.

«Αγαπημένε μας Όσκαρ. Διάλεξες την πιο μεγάλη μέρα να φύγεις από κοντά μας. Έτσι, για να μπορούν να σε χαιρετήσουν όλοι. Έτσι σου άξιζε, να φύγεις, με την πλατεία γεμάτη… όπως εσύ αγαπούσες. Θα μας λείψεις», γράφει η Αθηνά Τριανταφύλλου.

Και κοινοποιούμε μια παλαιότερη ανάρτηση του Μάκη Φλώρου, μια ωδή στον σκύλο του Κρικέλλου.

«Ένα όσκαρ για τον Όσκαρ

“Σερνόταν το σκυλί, μ’ αμέτρητα τσιμπούρια ο Άργος.

Κι όμως, αναγνωρίζοντάς τον τον Οδυσσέα στο πλάι του,

σάλεψε την ουρά του και κατέβασε πάλι τ’ αυτιά του.

…………………………….

Κι αυτοστιγμεί τον Άργο σκέπασε

η μαύρη μοίρα του θανάτου,

αφού τα μάτια του τον είδαν ξανά,

είκοσι χρόνια περασμένα, τον Οδυσσέα”

(Ραψ. ρ’ Οδύσσεια Ομήρου, σε μετάφραση Μαρωνίτη)

Ο Όσκαρ, ο δικός μας ΑΝΘΡΩΠΟΣ, να μας καρτεράει στην πλατεία, χρόνια τώρα. Φρουρός όλων μας, μαζί με τον Άη-Νικόλα και τα πλατάνια του. Ρουφάει τη μέρα του, μέχρι το κόκκαλο.

Αριστοκράτης, μ’ ένα βλέμμα ήσυχο, διαπεραστικό, φορτωμένο ερωτηματικά, βλέπει τα παιδιά να μεγαλώνουν, κυλιέται μαζί τους στο χιόνι, τους απλώνει την τετράποδη αγκαλιά του, υψώνει γύρω τους δίχτυ προστασίας. Διανθίζει τη λύπη τους, τους δίνει υγρά φιλιά. Τρέχει λεύτερος, ακούει τα βήματα της βροχής, τις συγχορδίες του βοριά, τη σιωπή του χιονιού.

Συνοδοιπόρος του η όμορφη Νόμπελ. Μουσούδι με μουσούδι, κοιτάγανε τ’ αστέρια, μοιράζοντας το ψωμί στα δυό, κάτω απ’ το ασημοδόξαρο του φεγγαριού. Κι όταν σ’ ένα απόβροχο, την βρήκε να κείτεται στη δημοσιά, χτυπημένη από αυτοκίνητο, με το μάτι καρφωμένο στη νεφελοκοκκυγία της, μαράζωσε. Τσουβάλιασε την ομορφάδα του, έριξε κουρτίνα θλιβερή με μια δόση αφοσίωσης νοτισμένη, στα ματοτσίνορά του. Αρμάθιασε ένα παραπονιάρικο μοιρολόι στο μακρόσυρτο λυγμό του και κουβαριάστηκε μέρες πολλές στο κατώφλι του αγαπημένου του Μαντζάτο!

-Πού ‘σαι γεράκο μου; του φωνάζω, σαν τον αναζητώ. Κι αυτός, ξεδιπλώνει τα χρόνια του σιγά-σιγά, κουνάει την ουρά του, βυθίζει τη ματιά του πάνω μου, γεμάτη έγνοια, στοργή, αγάπη, εγκαρτέρηση. Ορμάει στην αγκαλιά μου και ξαμολιόμαστε για εξερευνήσεις στην Αρέντα και στη Λούκα.

Ο καλύτερος του Κρικέλλου! Μ’ επισκέπτεται στο σχολείο, ανεβαίνει τα σκαλιά και απλώνει την ευγένειά του μπροστά στην είσοδο! Κλαίω και δακρύζει, χορεύω κι αλωνίζει χαρούμενος στην αυλή. Κατεβάζει τ’ αυτιά, σαν μ’ ακούει αγανακτισμένη να βρίζω τους ανευθυνοϋπεύθυνους: – Εγώ το λέω στον σκύλο μου κι ο σκύλος στην ουρά του! Ποτέ του δεν κατάλαβε, γιατί λένε σκυλοπρόσωπο, εκείνον που έχει παράσημό του την αναίδεια και τη δολιότητα. Αυτός ποτέ δε ζήτησε από τον αφέντη του « να ‘χει την πίτα ολάκερη και το σκυλί χορτάτο». Αυτός αγαπάει όλους τους ανθρώπους και δε θέλει να τους βλέπει να τσακώνονται σαν «το σκύλο με τη γάτα». Αυτός, πάντα έρχεται δίπλα μας, πιστός σαν σκυλί και περιμένει εντολές. Αυτός , δεν μπορεί ν’ ακούει για μανάδες-Μήδειες και να τις πετροβολάνε με τη ρετσινιά της σκύλας. Αυτός, θυμάται τη γεννημένη μάνα του, πώς ορμούσε σ’ όποιον πλησίαζε το κουταβάκι της. Θεριό ανήμερο, έδειχνε τα δόντια της για να το προστατέψει.

Κι όταν έρθει η ώρα, να ξεκινήσει για τον παράδεισο της γενιάς του, ο Όσκαρ μας θα στηθεί δίπλα στον ομηρικό Άργο, μπροστά στις Πύλες του Ουρανού. Αγκαλιά με τη Νόμπελ του, θα κοιτάζουν τα Κρικελλιωτάκια να παίζουν, να χορεύουν, να ερωτεύονται και θα χαμογελούν.

«Τόσα χρόνια, αφέντη,

κοκάλωσαν τα μάτια μου

……………….

Βάλε το χέρι σου ανάμεσα στ’ αυτιά μου

να μπορέσω να πεθάνω» (Γιάννης Ρίτσος)

Ακευσώ».

Διαβάστε ακόμα

Επικαιρότητα