Σε ηλικία 75 ετών έφυγε από τη ζωή ο Τοπογράφος Μηχανικός, Κωνσταντίνος Ζούμπος, με επαγγελματική πορεία δεκαετιών στη Λαμία και καταγωγή ευρυτανική. Η κηδεία του έγινε το Σάββατο (18/03/2023), νωρίς το μεσημέρι στον Ι.Ν. Αγίου Βασιλείου στο Σ.Σ. Λιανοκλαδίου Λαμίας.
To TEE Ανατολικής Στερεάς, αναφέρει για την απώλεια του Κων/νου Ζούμπου:
«Το Τεχνικό Επιμελητήριο Ανατολικής Στερεάς εκφράζει τη βαθύτατη θλίψη του την απώλεια του συνταξιούχου τοπογράφου μηχανικού Κωνσταντίνου Ζούμπου.
Γεννήθηκε στις 03/12/1947 στην Αγία Παρασκευή Ευρυτανίας, αποφοίτησε από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο το 1972 και απεβίωσε στις 15/03/2023 στη Λαμία Φθιώτιδας.
Μέλος μιας σημαντικής γενιάς μηχανικών που συνέδεσε το όνομα του με τεχνικά έργα και μελέτες για τον τόπο μας, έχοντας παράλληλα πλούσια κοινωνική και πολιτική δράση. Εκφράζουμε τα ειλικρινή μας συλλυπητήρια και την συμπαράσταση μας προς την οικογένειά του και τους οικείους του».
Η ανάρτηση του γιου του, Ορέστη:
«Είχε γεννηθεί στις 3 Δεκεμβρίου 1947 στην Αγία Παρασκευή Ευρυτανίας, μέσα στην καρδιά του Εμφυλίου Πολέμου.
Ήταν γιός του Νίκου του Ζούμπου και της Αγγέλως της Μπάκα, από την Αγία Παρασκευή.
Είχε έναν αδελφό, τον Βασίλη Ζούμπο που είχε γεννηθεί το 1942 στην Αγία Παρασκευή.
Τα δύο πρώτα χρόνια της ζωής του, από το 1948 μέχρι το 1950, τα έζησε στο Καρπενήσι, καθώς η Εμφυλιακή Κυβέρνηση είχε εκκενώσει όλα τα χωριά της Ευρυτανίας, για να μην βοηθούν τον ΔΣΕ.
Ο πατέρας του ο Νίκος ο Ζούμπος πολέμησε στις τάξεις του ΔΣΕ και με την ήττα και την οπισθοχώρηση πέρασε στην Τασκένδη του Ουζμπεκιστάν το 1949, όπου και απεβίωσε λίγο αργότερα το 1951 από ιατρικό λάθος.
Από 10 μέχρι 17 ετών, από το 1957 μέχρι το 1965, έζησε σε Ορφανοτροφείο στην Κύμη της Εύβοιας.
Αποφοίτησε από το Λύκειο στην Αθήνα το 1966 και πέρασε στη Σχολή των Αγρονόμων Τοπογράφων Μηχανικών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Στη Θεσσαλονίκη εντάχθηκε στην αντιδικτατορική Οργάνωση Δημοκρατική Άμυνα. Το 1969 πήρε μεταγραφή για το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, από όπου και αποφοίτησε το 1972.
Δούλεψε στη ΜΟΜΑ του Στρατού υπηρετώντας την στρατιωτική του θητεία, την περίοδο 1972-1974, στην περιοχή των Ιωαννίνων και της Κέρκυρας.
Το 1975 παντρεύτηκε την μητέρα μας Δέσποινα Περπερίδου καί έζησαν για 5 χρόνια στην Ηγουμενίτσα και στα Γιάννενα, όπου γεννήθηκαν τα δύο πρώτα παιδιά τους, ο Νίκος και ο Βασίλης,
Το 1980 εγκαταστάθηκαν στη Λαμία, όπου το 1982 γεννήθηκε ο τρίτος τους γιός, ο Ορέστης.
Από το 1974 υπήρξε μέλος του ΠΑΣΟΚ, ενώ διετέλεσε Γραμματέας της Νομαρχιακής Επιτροπής της Φθιώτιδας από το 1984 και για 2 περίπου χρόνια.
Από το 1989 και μετά εντάχθηκε στον Συνασπισμό της Αριστεράς και της Προόδου και συνδέθηκε με στενή φιλία με τον Νίκο Κωνσταντόπουλο.
Από το 1980 μέχρι το 2008 που συνταξιοδοτήθηκε, εργάστηκε ως Εργολήπτης Δημοσίων Έργων στους Νομούς Φθιώτιδας και Ευρυτανίας και υλοποίησε πολλά τεχνικά έργα.
Ο πατέρας μας ήταν μέρος μιας γενιάς που είδε και έζησε τεράστιες αλλαγές στη διάρκεια της ζωής της.
Αλλαγές πολιτικές, κοινωνικές, πολιτισμικές και βέβαια τεχνολογικές.
Ξεκίνησε τη ζωή του σπέρνοντας καλαμποκόσπορους στις αρχές της δεκαετίας του 1950 στην άγονη γη της Ευρυτανίας, με τον παππού του να οργώνει το χωράφι με δύο βόδια που έσερναν ένα αλέτρι και ένα υνί, και έζησε για να δει ανθρώπους
να περπατάνε στο φεγγάρι, έζησε την δραματική εξέλιξη της τεχνολογίας, έζησε την ψηφιακή έκρηξη των τελευταίων 30 ετών, πρόλαβε να δει το γρήγορο ίντερνετ, την τεχνητή νοημοσύνη και τόσα πολλά ακόμα.
Έζησε το δολοφονικό μεταμφυλιακό κράτος, έζησε την αντεπίθεση του λαΐκού κινήματος τη δεκαετία του 1960, έζησε τη Χούντα και τη Μεταπολίτευση, έζησε την προδοσία των λαϊκών προσδοκιών από τον Αντρέα Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του 1980, έζησε μια δεύτερη προδοσία των λαϊκών προσδοκιών με τον Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ το 2015.
Πρόλαβε και είδε 3 εγγόνια, τον Κωνσταντίνο, τη Δέσποινα και τη Μυρτώ, και ανησυχούσε μέχρι το τέλος για το μέλλον τους.
Αποχαιρετούμε σήμερα τον πατέρα μας με τους στίχους του Μάνου Ελευθερίου από ένα από τα αγαπημένα του τραγούδια, τα Μαλαματένια Λόγια του Γιάννη Μαρκόπουλου:
Μαλαματένια λόγια στο μαντήλι
τα βρήκα στο σεργιάνι μου προχθές
τ’ αλφαβητάρι πάνω στο τριφύλλι
σου μάθαινε το αύριο και το χθες
μα εγώ περνούσα τη στερνή την πύλη
με του καιρού δεμένος τις κλωστές
Τ’ αηδόνια σε χτικιάσανε στην Τροία
που στράγγιξες χαμένα μια γενιά
καλύτερα να σ’ έλεγαν Μαρία
και να `σουν ράφτρα μες στην Κοκκινιά
κι όχι να ζεις μ’ αυτή την κομπανία
και να μην ξέρεις τ’ άστρο του φονιά
Γυρίσανε πολλοί σημαδεμένοι
απ’ του καιρού την άγρια πληρωμή
στο μεσοστράτι τέσσερις ανέμοι
τους πήραν για σεργιάνι μια στιγμή
και βρήκανε τη φλόγα που δεν τρέμει
και το μαράζι δίχως αφορμή
Και σαν τους άλλους χάθηκαν κι εκείνοι
τους βρήκαν να γαβγίζουν στα μισά
κι απ’ το παλιό μαρτύριο να `χει μείνει
ένα σκυλί τη νύχτα που διψά
γυναίκες στη γωνιά μ’ ασετυλίνη
παραμιλούν στην ακροθαλασσιά
Και στ’ ανοιχτά του κόσμου τα καμιόνια
θα ξεφορτώνουν στην Καισαριανή
πώς έγινε με τούτο τον αιώνα
και γύρισε καπάκι η ζωή
πώς το `φεραν η μοίρα και τα χρόνια
να μην ακούσεις έναν ποιητή
Του κόσμου ποιος το λύνει το κουβάρι
ποιος είναι καπετάνιος στα βουνά
ποιος δίνει την αγάπη και τη χάρη
και στις μυρτιές του Άδη σεργιανά
μαλαματένια λόγια στο χορτάρι
ποιος βρίσκει για την άλλη τη γενιά
Με δέσαν στα στενά και στους κανόνες
και ξημερώνοντας Παρασκευή
τοξότες φάλαγγες και λεγεώνες
με πήραν και με βάλαν σε κλουβί
και στα υπόγεια ζάρια τους αιώνες
παιχνίδι παίζουν οι αργυραμοιβοί
Ζητούσα τα μεγάλα τα κυνήγια
κι όπως δεν ήμουν μάγκας και νταής
περνούσα τα δικά σου δικαστήρια
αφού στον Άδη μέσα θα με βρεις
να με δικάσεις πάλι με μαρτύρια
και σαν κακούργο να με τιμωρείς
Ας είναι ελαφρύ το χώμα πατέρα.
Καλό ταξίδι».