αφιέρωμα από την έντυπη έκδοση των Ευρυτανικών Νέων
Προσωπογραφία Ζαχαρία Παπαντωνίου, 1920 – 1930, του Κωνσταντίνου Παρθένη
—-
Ήταν περίπου τέτοιες μέρες πριν από ογδόντα δύο χρόνια (1/2/1940), όταν έφευγε από τη ζωή, προδομένος από την καρδιά του, ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, λογοτέχνης, ποιητής, δημοσιογράφος, αισθητικός της τέχνης και ακαδημαϊκός, ο «πρίγκιπας του νεοελληνικού λόγου», ο άνθρωπος που με το έργο και τη γοητευτική του γραφή άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του στα ελληνικά γράμματα. Γεννήθηκε τον Φεβρουάριο του 1877, γιος του δασκάλου Λάμπρου Παπαντωνίου και της Ελένης Ηλιόκαυτου. Είχε τρία αδέλφια, τον Χαρίλαο, τον Θανάση και τη Σοφία.
«Τα Ψηλά Βουνά»
Ένθερμος δημοτικιστής ο Παπαντωνίου, και πολίτης του κόσμου, ταξίδεψε στην Ευρώπη, την Κωνσταντινούπολη, την Ισπανία, γοητεύτηκε από τον παρισινό αέρα αλλά τη ρουμελιώτικη ψυχή του δεν την αλλοίωσαν τα φώτα και η λάμψη των μεγαλουπόλεων. Οι παιδικές του αναμνήσεις από τη γενέθλια γη της Ευρυτανίας τον στιγματίζουν και εν πολλοίς καθορίζουν και το έργο του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, «Τα Ψηλά Βουνά», ένας ύμνος στη φυσιολατρία, το ομαδικό πνεύμα, τη συνεργασία, την ειλικρίνεια. «Τα Ψηλά Βουνά», το πρώτο αναγνωστικό στη δημοτική γλώσσα (αξεπέραστο μέχρι σήμερα) προκάλεσαν λυσσαλέες αντιδράσεις και κάηκαν στο Σύνταγμα από τις κυβερνήσεις μετά το ’20.
Η πορεία και το έργο του
Γεμάτο αντιφάσεις το έργο του ο Παπαντωνίου: όσο εύθυμα, χαρούμενα και ξέγνοιαστα χαρακτηρίζονται τα ποιήματά του για τα παιδιά, άλλη τόση πίκρα, παράπονο και απαισιοδοξία αποπνέει όταν γράφει «για μεγάλους». Κομβικό ρόλο κινήτρου διαδραμάτισε για τον ίδιο ο πόνος που βίωσε στην οικογενειακή του ζωή, αλλά και η απεριόριστη του αγάπη για τα παιδιά. Μόνο τυχαίο δεν είναι πως όταν τον ρώτησαν «ποια είναι η ομορφότερη ελληνική λέξη», εκείνος απάντησε «η μοναξιά».
Στο Καρπενήσι έμαθε τα πρώτα γράμματα και το 1890 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα, όπου τέλειωσε το Γυμνάσιο, πήρε μαθήματα ζωγραφικής και γράφτηκε στην Ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου, χωρίς να αποφοιτήσει. Στράφηκε από τα φοιτητικά του χρόνια προς τη συγγραφή και τη δημοσιογραφία και σε ηλικία δεκαέξι μόλις ετών ξεκίνησε να αρθρογραφεί στην Ακρόπολη του Βλ. Γαβριηλίδη.
Ως το 1898, οπότε κυκλοφόρησε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο Πολεμικά τραγούδια, συνέχισε να συνεργάζεται με περιοδικά και εφημερίδες όπως η Εφημερίδα των συζητήσεων, ο Χρόνος και η Σκριπ, στην οποία υπήρξε αρχισυντάκτης από το 1900 ως το 1905. Το 1904 γίνεται ένα από τα πρώτα μέλη της εταιρίας Η Εθνική Γλώσσα, με στόχο την υπεράσπιση της δημοτικής γλώσσας (μαζί με τους Μιλτιάδη Μαλακάση, Λάμπρο Πορφύρα, Κωνσταντίνο Χατζόπουλο, Ανδρέα Καρκαβίτσα, Ιωάννη Κονδυλάκη και άλλους). Για την Εθνική γλώσσα συνέταξε τον επόμενο χρόνο τη διακήρυξη Προς το ελληνικό Έθνος, εκθέτοντας τους στόχους της.
Από το 1908 και ως το 1911 βρέθηκε στο Παρίσι ως απεσταλμένος της εφημερίδας Εμπρός του Αριστείδη Κυριακού. Παράλληλα αρθρογραφούσε σε γαλλικές εφημερίδες και γνώρισε νέα καλλιτεχνικά ρεύματα. Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα εγκατέλειψε τη δημοσιογραφία (με μοναδική εξαίρεση τη συγγραφή χρονογραφημάτων στην εφημερίδα Εμπρός ως το 1914) και διακρίθηκε σε μια έκθεση ζωγραφικής στο Ζάππειο για σχεδιάσματα και γελοιογραφίες που είχε δημοσιεύσει κατά καιρούς σε διάφορα περιοδικά.
Από το 1912 και ως το 1916 διετέλεσε νομάρχης στη Ζάκυνθο, τις Κυκλάδες, την Καλαμάτα και τη Σπάρτη. Από τη θέση του Νομάρχη προώθησε την ιδέα οργάνωσης εργατικού σωματείου στη Σύρο καθώς επίσης τη διοργάνωση του πρώτου Πανιονίου Συνεδρίου για τα πενήντα χρόνια της Ένωσης της Επτανήσου και αντέδρασε μαζί με τον εισαγγελέα Ρέγκο στον αφορισμό του 1916 κατά του Βενιζέλου. Η τελευταία πρωτοβουλία του του στοίχισε τη θέση του και τον οδήγησε σε δίκη, στην οποία όμως απαλλάχτηκε. Δεν έπαψε παράλληλα να ασχολείται με την τέχνη και την κριτική, ενώ βραβεύτηκε μαζί με τον Στέλιο Σπεράντζα και την Ελένη Μ. Νεγρεπόντη (κατόπιν Ελένη Ουράνη) στον επίσημο διαγωνισμό Στρατιωτικών Ποιημάτων που προκήρυξε ο Ελευθέριος Βενιζέλος.
Διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης
Το 1917 πέθανε ο πατέρας του και τον επόμενο χρόνο έγραψε (σε συνεργασία με τους Δ. Ανδρεάδη, Αλ. Δελμούζο, Π. Νιρβάνα και Μ. Τριανταφυλλίδη και εικονογράφηση του Π. Ρούμπου) τα Ψηλά Βουνά, έργο που προορίστηκε για αναγνωστικό της τρίτης τάξης του δημοτικού σχολείου (είχε προηγηθεί ανάθεση του έργου στον Παπαντωνίου από το Υπουργείο Παιδείας της επαναστατικής κυβέρνησης Βενιζέλου).
Την ίδια χρονιά ανέλαβε καθήκοντα προέδρου της Εθνικής Πινακοθήκης. Για τον εμπλουτισμό των συλλογών της, με την ετήσια επιχορήγηση του υπουργείου ή με ειδικές επιχορηγήσεις από το δημόσιο, αγοράστηκαν κυρίως έργα Ελλήνων ζωγράφων, όπως των Νικολάου Δοξαρά, Νικολάου Καντούνη, Νικολάου Γύζη, Νικηφόρου και Νικολάου Λύτρα, Κωνσταντίνου Μαλέα, Δημήτρη Γαλάνη, Πάνου Αραβαντινού, Κωνσταντίνου Παρθένη, Νικολάου Χειμώνα, Περικλή Πανταζή και Βασιλείου Χατζή, ώστε να δημιουργηθεί μια αντιπροσωπευτική εικόνα από την επτανησιακή τέχνη έως τη σύγχρονη εποχή.
Το 1931, επιπλέον, πραγματοποιήθηκε η σημαντικότερη αγορά για την Πινακοθήκη: σε δημοπρασία στο Μόναχο αγοράστηκε η “Συναυλία των Αγγέλων”, το πάνω τμήμα της σύνθεσης “Ευαγγελισμός” του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, αντί του ποσού των 5.900.775 δραχμών. Στη διάρκεια της θητείας του Ζαχαρία Παπαντωνίου εγκαινιάστηκε και η συλλογή γλυπτικής. Έτσι, στην επανέκθεση της μόνιμης συλλογής ζωγραφικής το 1934, παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά και γλυπτά. Ο Παπαντωνίου άνοιξε επίσης το μουσείο στο κοινό σε καθημερινή βάση, ορίζοντας ώρες επίσκεψης με ελεύθερη είσοδο.
Ποιήματα και διηγήματα
Τον επόμενο χρόνο αυτοκτόνησε σε ηλικία τριάντα εννιά χρόνων ο αδελφός του Θανάσης, ο οποίος αντιμετώπιζε έντονες ψυχικές διαταραχές από τα 22 του. Το 1920 τύπωσε την παιδική ποιητική συλλογή «Τα χελιδόνια, αφιερωμένη στον αδελφό του, η οποία επανεκδόθηκε το 1931 με τίτλο «Παιδικά Τραγούδια». Μετά την ανατροπή της κυβέρνησης Βενιζέλου η νέα κυβέρνηση αποφάσισε να καούν δημοσίως τα αναγνωστικά της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, ανάμεσα στα οποία και «Τα Ψηλά Βουνά».
Το 1923 ο Παπαντωνίου εξέδωσε την ποιητική συλλογή του «Πεζοί ρυθμοί» και τους τρεις τόμους των Νεοελληνικών αναγνωσμάτων για τις πρώτες τάξεις του δημοτικού, τιμήθηκε με το εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών και διορίστηκε καθηγητής στο Αμαλίειο ορφανοτροφείο και τη Σχολή Καλών Τεχνών. Την ίδια χρονιά ταξίδεψε στην Ευρώπη, την Κωνσταντινούπολη και το Άγιο Όρος. Τέσσερα χρόνια αργότερα τυπώθηκε η συλλογή διηγημάτων του Διηγήματα, ενώ από το 1929 και ως το 1937 εκδόθηκαν το θεατρικό έργο «Ο όρκος του πεθαμένου», διασκευή από το δημοτικό τραγούδι «Του νεκρού αδελφού», η ποιητική συλλογή «Τα Θεία Δώρα», το ιστορικό δοκίμιο «Ο Όθων», οι ταξιδιωτικές εντυπώσεις «Άγιον Όρος» και δυο συλλογές διηγημάτων με τίτλους «Βυζαντινός όρθρος» και «Η θυσία».
Το 1938 αναγορεύτηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών στην έδρα της λογοτεχνίας, θέση από την οποία υπέβαλε την πρώτη του εισηγητική έκθεση στη δημοτική, γεγονός που προκάλεσε αντιδράσεις. Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, μία από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες του νεοελληνικού πνεύματος, πέθανε το απόγευμα της 1ης Φεβρουαρίου 1940, από ανακοπή καρδιάς μέσα σε τραμ, πηγαίνοντας σε συνεδρίαση της Ακαδημίας Αθηνών.
(με στοιχεία από το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, την Εθνική Πινακοθήκη και το αρχείο των Ευρυτανικών Νέων)