Ο Άγιος Ιωάννης ο Νεομάρτυρας ο εξ Αγαρηνών, γεννήθηκε στην Κόνιτσα της Ηπείρου, από γονείς Μουσουλμάνους. Αφού έκανε αρκετά χρόνια στα Ιωάννινα, πήγε στο Βραχώρι (Αγρίνιο) της Αιτωλίας. Σταδιακά όμως, άρχισε να ζει σαν χριστιανός, πέταξε τα ενδύματα του Δερβίση και ντύθηκε χριστιανικά. Έπειτα πήγε στην Ιθάκη, όπου δέχτηκε το άγιο Βάπτισμα με το όνομα Ιωάννης. Δεν απαρνήθηκε το χριστιανικό του όνομα και την αγάπη του στον Χριστό και το πλήρωσε με τη ζωή του.
Τον αποκεφάλισαν στις 23 Σεπτεμβρίου 1814 και οι χριστιανοί παρέλαβαν το τίμιο λείψανό του και το έθαψαν σ’ ένα αγρόκτημα στο Αγρίνιο. Τα λείψανά του οι πιστοί τα μετέφεραν και τα εναπόθεσαν σε κρύπτη της Ιεράς Μονής Προυσού. Εκεί κάθε χρόνο στις 23 Σεπτεμβρίου, με κατάνυξη και ευλάβεια τιμάται η μνήμη του Αγίου Μάρτυρα Ιωάννη “του εκ των Μουσουλμάνων”, ή “εξ Αγαρηνών” ή “του εκ Κονίτσης”.
Χρήσιμα και ενδιαφέροντα στοιχεία παραθέτει ο άοκνος μελετητής της τοπικής ιστορίας, Γιάννης Δημητρίου. «Χτες (σ.σ 23/9) στο μοναστήρι της Προυσιώτισσας γινόταν μια πολύ μυσταγωγική και συγκινητική πανήγυρη. Ήταν η μια από τις δύο φορές του έτους που η θεία λειτουργία δεν τελέστηκε στο καθολικό του μοναστηριού, αλλά στο σπήλαιο-κρύπτη- παρεκκλήσι που βρίσκεται πάνω από την κόγχη της εικόνας Της. Εκεί που φυλάσσονται τα λείψανα των αγίων, αλλά υπάρχει και Αγία Τράπεζα στην οποία τελείται λειτουργία δύο φορές τον χρόνο. Η μία σαν χτες (σ.σ. 23/9), στη μνήμη του Αγίου Μάρτυρα Ιωάννη “του εκ των Μουσουλμάνων”, ή “εξ Αγαρηνών” ή “του εκ Κονίτσης” που μαρτύρησε στο Αγρίνιο (τότε Βραχώρι) το 1814. Μαρτύρησε γιατί είχε γεννηθεί και ανατραφεί σε μουσουλμανική οικογένεια στη Κόνιτσα, αλλά διέπραξε το θανάσιμο για το Κοράνι αμάρτημα να αλλαξοπιστήσει και να βαφτιστεί Χριστιανός. Από την Κόνιτσα, τον έχασαν, τον έψαξαν, τον βρήκαν στο Βραχώρι, τον συνέλαβαν, τον βασάνισαν, τον αποκεφάλισαν και πέταξαν το άψυχο σώμα του σε ένα χαντάκι με εντολή να μην ταφεί. Για παντοτινή προσβολή».
Και συνεχίζει: «Και εκεί παρεμβαίνει ο δυναμικός και θρυλικός ηγούμενος του Προυσού, ο Κύριλλος Καστανοφύλλης, ο ηγούμενος της προεπαναστατικής εποχής, ο ηγούμενος του 1821 που φιλοξένησε τον άρρωστο Καραϊσκάκη, που δέχτηκε το δώρο του στρατηγού την επένδυση της εικόνας της Προυσιώτισσας, ο ηγούμενος που υποδέχτηκε το άψυχο σώμα του Μάρκου Μπότσαρη.
Αυτός ο ηγούμενος, ο παπά-Κύριλλος, πήρε ή δέχτηκε στο μοναστήρι το σκήνωμα του Μάρτυρα Ιωάννη και για να αποφύγει την εκδικητικότητα των Τούρκων αφεντάδων, τοποθέτησε το λείψανο με πάσα μυστικότητα σε εσοχή της κρύπτης που είπαμε πιο πριν. Μια κρύπτη μέσα στη κρύπτη δηλαδή. Έχτισε και σφράγισε την είσοδο της εσοχής.
Στη συνέχεια χάραξε πάνω δίστιχη επιγραφή σε ιαμβικό τρίμετρο:
“Οὐ μεταλλεῖον ἀργυροχρύσου πέλω
ἀλλ’ ὄλβον φέρω· πάντα λίθον μὴ κίνει”.
Η επιγραφή προβλημάτισε πολλούς επί 160 χρόνια, αλλά ουδείς τολμούσε να παρακούσει την εντολή που έδινε:
“Δεν κρύβω θησαυρό ασήμι και χρυσό
κουβαλάω όμως την ευτυχία· μην μετακινείτε την πέτρα”».
Το 1974, σημειώνει ο Δημητρίου, ο τότε ηγούμενος του Προυσού και μετέπειτα ηγούμενος της μονής Δοχειαρίου του Αγίου όρους, ο αγέρωχος Γρηγόριος (Ζουμής) ο Αρχιπελαγίτης, παράκουσε την προτροπή του προκατόχου του. Γκρέμισε τον σοβά, μετακίνησε την πέτρα και βρήκε το λείψανο του μάρτυρα Ιωάννη, με τις λεπτομέρειες της πληροφορίας της προέλευσής τους χαραγμένες πάνω σε ένα κεραμίδι. Ένα μήνυμα από τον ηγούμενο του 1814, στον ηγούμενο του 1974…