“Τα σχολεία ανοίγουν”. Το άρθρο του Διονύση Παρούτσα, από την έντυπη έκδοση των Ευρυτανικών Νέων

“Τα σχολεία ανοίγουν”. Το άρθρο του Διονύση Παρούτσα, από την έντυπη έκδοση των Ευρυτανικών Νέων

Τα σχολεία άνοιξαν. Όλοι λίγο πολύ θυμόμαστε από τη δική μας παιδική ηλικία το άγχος της μέρας αυτής, ανάμικτο με την επιθυμία και τις προσδοκίες του καινούριου που επαναλαμβάνεται, καθώς συνυφασμένη με την ανθρώπινη φύση είναι η ελπίδα για την επίτευξη των στόχων.

Υπάρχει άραγε τρόπος να απαλυνθεί το άγχος αυτό, μπορεί μήπως να εξαλειφθεί εντελώς; Με το σύστημα που λειτουργούν τα σχολεία μας, αυτό είναι μάλλον αδύνατο. Μπορεί να φαντασθεί κανείς το τραύμα που δοκιμάζει το παιδί όταν από την ελευθερία της δράσης του σπιτιού, από την ζεστασιά της οικογένειας του, περνάει σ’ ένα σχολείο όπου τα θρανία είναι ευθυγραμμισμένα (σκεφθείτε ένα σπίτι να έχει τις καρέκλες ευθυγραμμισμένες τη μία πίσω από την άλλη), που μένει μόνο καθισμένο, και το χέρι περιμένει μόνο για γράψιμο, το στόμα για να επαναλάβει το μάθημα, τα αυτιά για ν’ ακούνε την εξήγηση του μαθήματος. Το παιδί βρίσκεται σ’ ένα σχολείο που δεν του επιτρέπεται να μιλήσει με το συμμαθητή του, δεν πρέπει ν’ αγγίζει τους άλλους και περισσότερο φυσικά, τη δασκάλα, όπου δεν μπορεί να φάει όταν πεινάει, ούτε να πιει όταν διψάει, ούτε να κινηθεί όταν έχει ανάγκη. Σε τελευταία ανάλυση ό,τι κάνει το παιδί δεν έχει καμία σχέση με την κανονική καθημερινή ζωή που έχει έξω.

Οι άνθρωποι πάνε στο σχολείο, όχι μόνο με το νου, αλλά και με το σώμα και με τα αισθήματα και με τη φαντασία. Ένα σύγχρονο σχολείο θα πρέπει να δει το άτομο στην ολότητα του και να το βοηθήσει να αναπτύξει όλες τις ικανότητες του, όπως το χορό, τη ζωγραφική, τη μουσική, την ποίηση και την δημιουργική εργασία με τα χέρια.

Τα σχολεία στην Ελλάδα που μεγαλώνουν τα παιδιά μας, από το Δημοτικό μέχρι το Πανεπιστήμιο, δίνουν αποσπασματική και αφηρημένη γνώση, αλλοτριωμένη από την πραγματικότητα, βασίζονται στην ακινησία, στην απομνημόνευση που κατευθύνεται μόνο στη νοημοσύνη.

Αποτελεί δηλαδή το σχολείο μια βίαιη εμπειρία ή έστω μια τομή σε σχέση με την υπόλοιπη ζωή του, σε μία ηλικία από πέντε έως δεκαοχτώ χρονών, όταν το Εγώ του ανθρώπου δεν είναι τόσο δυνατό για ν’ αντέξει όλες αυτές τις αλλαγές. Το σημερινό σχολείο όχι μόνο δεν έχει καμία σχέση με το σπίτι και την οικογένεια, αλλά χρησιμοποιεί την οικογένεια και την συμπαρασύρει στο σχέδιο του και στις αξίες του.

Βέβαια τα τελευταία χρόνια, ιδίως στο Δημοτικό γίνεται μια προσπάθεια να αλλάξει το σκηνικό, να προωθηθεί η ομαδοσυνεργατική διδασκαλία, τα παιδιά να εργάζονται σε ομάδες να θέτουν τα ίδια τους στόχους τους και τα αποτελέσματα της εργασίας τους να παρουσιάζονται έτσι ώστε να αξιολογούνται, τόσο από τον κοινωνικό περίγυρο, όσο και από τα ίδια. Διατηρώντας όμως την κατάσταση αμετάβλητη στο Γυμνάσιο και το Λύκειο, το μόνο που καταφέρνουμε είναι να βαθαίνουμε το χάσμα που χωρίζει τις δύο εκπαιδευτικές βαθμίδες και να κάνουμε ακόμα περισσότερο επώδυνη την μετάβαση από την μία στην άλλη.

Είναι άραγε απαραίτητες αυτές οι αλλαγές; Μήπως παλιότερα δεν μάθαμε εμείς γράμματα; Μήπως η κοινωνία μας δεν ήταν σταθερή; Ας δούμε τι λένε οι νέες επιστημονικές θεωρίες για το ζήτημα της μάθησης και των γνώσεων: Εμείς οι ενήλικοι για ό,τι κάνουμε έχουμε πάντα μια αιτία. Θέλουμε να ετοιμάσουμε ένα γεύμα για να δείξουμε τις ικανότητες μας, θέλουμε να κάνουμε χρήματα για να αγοράσουμε ένα σπίτι ή ένα αυτοκίνητο. Το παιδί παίζει γιατί θέλει να διασκεδάσει.

Άλλες φορές κάνουμε κάτι γιατί έχουμε ένα κίνητρο, ένα ενδιαφέρον. Εάν ενδιαφερόμαστε να γνωρίσουμε την ιστορία, ένα γεγονός ή μία μέθοδο, διαβάζουμε ένα βιβλίο ή κάνουμε ένα πείραμα.

Από ποια αιτία όμως ωθείται το άτομο όταν βρίσκεται καθηλωμένο σ’ ένα θρανίο, στο Δημοτικό, στο Γυμνάσιο, στο Λύκειο και στο Πανεπιστήμιο, υποχρεωμένο να κάνει μόνο αυτό που ο δάσκαλος έχει στο μυαλό του και για το ίδιο το άτομο είναι εντελώς ξένο;

Ο Ντεκρολύ λέει ότι η βασική απαίτηση που έχει ο άνθρωπος είναι να επιβιώνει, δηλαδή να έχει τροφή, ζέστη, να αμύνεται από τις θεομηνίες. Ο άνθρωπος από αυτές τις απαιτήσεις δημιούργησε την ιστορία, την κουλτούρα. Και το σχολείο πρέπει να ξεκινάει από τα ενδιαφέροντα του παιδιού, που μπορεί να είναι εκδηλωμένα, ή να παρακινούνται από τον δάσκαλο.

Περιληπτικά το άτομο δεν πρέπει να μαθαίνει τίποτα χωρίς να υπάρχει ένα ενδιαφέρον, μία αιτία, ένα ερέθισμα. Διαφορετικά, είναι σαν να τρώμε όταν δεν πεινάμε, ή να πίνουμε νερό χωρίς να διψάμε, ή να κοιμόμαστε χωρίς να νυστάζουμε.

Ένα ακόμα σημαντικό σημείο, αφορά την ανάγκη της κοινωνικοποίησης του ατόμου. Στο σχολείο θα πρέπει να μαθαίνει να συνεργάζεται με τους ανθρώπους, να καθορίζει κοινούς στόχους με τους άλλους. Η εργασία με ομάδες για θεωρητικά ή πρακτικά μαθήματα έχει ακριβώς αυτό το σκοπό. Τα παιδιά στο σχολείο όπως και οι εργαζόμενοι στη δουλειά τους χρειάζονται να έχουν ένα σκοπό και επίσης να βλέπουν το αποτέλεσμα της εργασίας τους.

Τα μαθήματα που θα πρέπει να κάνει το παιδί στο σπίτι δεν έχουν καμία σχέση με τα ενδιαφέροντα του, γιατί τις ώρες που είναι στο σπίτι υπάρχουν ένα σωρό άλλα ερεθίσματα, όπως ο υπολογιστής, η τηλεόραση, το κομπιούτερ, το βίντεο, το παιχνίδι, η παρέα. Παρ’ όλα αυτά θα πρέπει να κάνει τα μαθήματα. Δημιουργείται έτσι μία σαδομαζοχιστική σχέση, που την βρίσκουμε και στην κοινωνία και στην εργασία, στο εργοστάσιο ή στο γραφείο.

Κατά συνέπεια βλέπουμε πόσο ορθά είναι προσανατολισμένες οι επιλογές της εκπαιδευτικής κοινότητας προς τις απαραίτητες αλλαγές. Και αυτό γιατί το παιδί αισθάνεται αποξενωμένο από τα μαθήματα στο σπίτι και οι γονείς έχουν διαφορετική συμπεριφορά απέναντι του. Άλλοι παρακαλούν τα παιδιά τους να κάνουν τα μαθήματα με ήπιο τρόπο, άλλοι τα υποχρεώνουν με το ζόρι, ενώ άλλοι γονείς εκβιάζουν τα παιδιά τους: «Εάν δεν κάνεις τα μαθήματα σου, δεν θα δεις εκείνο το έργο, δεν θα σου πάρω το δώρο που σου έταξα, κ.λ.π.».

Το παιδί από την άλλη πλευρά, καταπιεσμένο ήδη στο σχολείο όπου δεν μπορεί να ξεσηκωθεί κατά της εξουσίας, γιατί υπάρχει ο φόβος του βαθμού και της διαγωγής, εξεγείρεται πολλές φορές κατά των γονέων του, τους εκνευρίζει και τους κουράζει με την συμπεριφορά του. Οι γονείς κουρασμένοι και αυτοί από τη δουλειά τους και τις υπόλοιπες υποχρεώσεις τους χάνουν εύκολα την υπομονή τους και γίνονται με τη σειρά τους και αυτοί καταπιεστικοί.

Η ταύτιση του παιδιού με το βαθμό, δυστυχώς δεν είναι μόνο δική του, αλλά παρασύρει και ολόκληρη την οικογένεια. Η τραυματική εμπειρία του σχολείου αφήνει σημάδια στην υπόλοιπη ζωή του ατόμου.

Υπάρχει η περίπτωση μιας γυναίκας η οποία κατέφυγε στην ψυχανάλυση διότι όταν ήταν παιδί ζούσε συνεχώς σε μια βαθιά αγωνία, γιατί αν δεν έφερνε δέκα στον έλεγχο της μόλις θα γύριζε σπίτι, η μητέρα της, τής δάγκωνε με λύσσα τα χέρια για τιμωρία!

Το συμπέρασμα που θα μπορούσαμε να βγάλουμε είναι ότι η οικογένεια έχει μπει στο σύστημα του σχολείου, και κανείς δεν της έδωσε τα εφόδια για ν’ αντισταθεί σε αυτό.

Τελικά πρέπει να δούμε το σχολείο σήμερα ως ένα μέσο και όχι ως σκοπό της ζωής του παιδιού. Είναι απλά ένα μέσο και απομένει σε δασκάλους και γονείς να πείσουν τα παιδιά ότι χωρίς αυτό, το άτομο έχει πολύ λιγότερες πιθανότητες επιτυχίας στη ζωή του.

Να τα πείσουν όμως με τη λογική και όχι να τα καταπιέσουν ή να τα εξαναγκάσουν σε τυφλή υπακοή.

Διαβάστε ακόμα

Επικαιρότητα