Στις 7 Ιουνίου 1942 το πρώτο αντάρτικο σώμα του ΕΛΑΣ μπαίνει με επικεφαλής τον Άρη Βελουχιώτη στη Δομνίστα Ευρυτανίας, όπου κηρύσσει την έναρξη του ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα. Το αντιστασιακό κίνημα στα βουνά της Ρούμελης θα λάβει τον επόμενο καιρό διαστάσεις πρωτόγνωρες -ακόμα και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο- και οι επιτυχίες κατά των κατακτητών θα γραφτούν με χρυσά γράμματα. Όπως έγινε και με την περίφημη Μάχη του Μικρού Χωριού, μέρες σαν σήμερα πριν 81 χρόνια, 18 Δεκέμβρη του ’42.
Με αντάρτικη ενέδρα
Ήταν πρωί της 18ης Δεκεμβρίου όταν ένα μεγάλο τμήμα από ιταλικές δυνάμεις (περισσότεροι από 1.000 άνδρες) ξεκινούσε από το Καρπενήσι με προορισμό το Μικρό και Μεγάλο Χωριό. Οι αντάρτες που βρίσκονται εκείνη την ημέρα στο Μικρό Χωριό δεν ξεπερνούν τους 200, γνωρίζουν ότι είναι σημαντικά λιγότεροι από τον εχθρό αλλά είναι απτόητοι και γενναίοι. Ο Άρης Βελουχιώτης, με τη βοήθεια και των ντόπιων, καταστρώνει την αντάρτικη ενέδρα. Στη ρεματιά, στην είσοδο του χωριού, το γεωγραφικό ανάγλυφο θεωρείται ιδανικό.
Οι αντάρτες στρατοπεδεύουν στο μικρό λόφο απέναντι για να έχουν ορατότητα. Οι Ιταλοί φθάνοντας στο σημείο δέχονται τα πυρά των ανταρτών, που μπορεί να μην ήταν πολλά ήταν όμως οργανωμένα, ενώ πολυβόλα χτυπούσαν παράλληλα απ το Μεγάλο Χωριό. Πρώτος σκοτώθηκε ο Ιταλός Διοικητής και ακολούθησαν περίπου 70 ακόμα. Από την πλευρά των ανταρτών σκοτώθηκε ο μικρός Κλέαρχος (Κώστας Μπίρτσας), ένα ανταρτόπουλο 16 χρόνων από το Περίβλεπτο της Φθιώτιδας, μαθητής στο Γυμνάσιο του Καρπενησίου. Από ‘κει καθιερώθηκε το αντάρτικο σύνθημα «Κλέαρχος» με παρασύνθημα «Μικρό Χωριό».
Την ώρα της μάχης οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού με όλα τα παιδιά κατέφυγαν σε μια χαράδρα, στη σπηλιά της Μπλουρέντζας. Ανάμεσα τους ήταν και η Μικροχωρίτισα, αείμνηστη πλέον Ναυσικά Φλέγγα-Παπαδάκη, που πήρε ένα μικρό μπακαλόχαρτο που βρήκε και έγραψε ένα μικρό ποίημα για τα βουνά που στέναζαν, για τα αντάρτικα του Άρη, για το δόλιο το Μικρό Χωριό. Ήταν το μετέπειτα θρυλικό «Τραγούδι του καπετάν Άρη», που μελοποιήθηκε από τον μουσικοσυνθέτη Αλέκο Ξένο:
"Βαριά στενάζουν τα βουνά κι ο ήλιος σκοτεινιάζει το δόλιο το Μικρό Χωριό και πάλι ανταριάζει Λαμποκοπούν χρυσά σπαθιά, πέφτουν ντουφέκια ανάρια ο Άρης κάνει πόλεμο μ’ αντάρτες παλληκάρια"
Τα αντίποινα των Ιταλών
Η εκδικητική μανία των Ιταλών φασιστών για τη βαριά (και αναπάντεχη) ήττα που υπέστησαν από τα πρωτοπαλίκαρα του Άρη, σύντομα θα ξεσπούσε επάνω στο δόλιο το Μικρό Χωριό και τους κατοίκους -κυρίως- του Μεγάλου Χωριού.
«Ευθύς μετά τη μάχη του Μικρού Χωριού οι Ιταλοί μπήκαν στο χωριό, συνέλαβαν δεκάδες άνδρες αλλά και μερικές γυναίκες από το Μεγάλο και το Μικρό Χωριό και τους έκλεισαν στο σπίτι του Σπύρου Δερματά», διαβάζουμε στην ιστοσελίδα της Αδελφότητας Μικροχωριτών (mikrohorio.gr). «Μετά τους μετέφεραν στον Προυσό, για να τους ξαναφέρουν και πάλι στο Μικρό Χωριό. Την παραμονή τον Χριστουγέννων του 1942, ξεχώρισαν 13 άνδρες. Απ’ αυτούς πήραν τον ιερέα Δημ. Βαστάκη και τον ενωμοτάρχη Χαρ. Κατσίμπα και τους έκλεισαν μέσα στο σπίτι του γιατρού Ευ. Πιστιόλη, δίπλα στην πλατεία του χωριού και τους έκαψαν αφού προηγουμένως τους βασάνισαν κάτω από το μεγάλο πλάτανο της πλατείας του Χωριού».
«Οι υπόλοιποι έντεκα οδηγήθηκαν λίγο έξω απ’ το χωριό στην τοποθεσία Πάνω Λόγγοβες, και υποχρεώθηκαν να σκάψουν οι ίδιοι τους τάφους, που θα δέχονταν σε λίγο τα άψυχα κορμιά τους. Από το Μικρό Χωριό ήταν ο Χρ. Φλέγγας, Πρόεδρος της Κοινότητας και ο παλαίμαχος πρόεδρος Νικ. Κυρίτσης. Από το Μεγάλο Χωριό ήταν οι: Αρχίατρος Χ. Μέρμηγκας, δάσκαλος Ι. Καρυοφύλλης, Κ. Αραπογιάννης, Δ. Δασκαλάκης, Δ. Ματζούτας, Ι. Μεσίρης, Θ. Οικονόμου, Β. Παλιούρας, Α. Σιταράς. Στάθηκαν όλοι όρθιοι, αλύγιστοι μπροστά στους εκτελεστές τους κι έπεσαν γενναία κάτω από τις ριπές των πολυβόλων την ώρα, που ο ανάμεσά τους δάσκαλος του Μεγάλου Χωριού, Ιωάννης Καρυοφύλλης, ύψωνε το χέρι του αναφωνώντας: “Ζήτω η Αιωνία Ελλάς!”».
«Οι Ιταλοί όμως δεν αρκέστηκαν στις εκτελέσεις. Έφυγαν αφού πρώτα έβαλαν φωτιά σε πολλά σπίτια του χωριού. Μέσα σε ένα απ’ αυτά ήταν και μια ανήμπορη συγχωριανή, η Αθηνά Δερματά, που κάηκε ζωντανή. Οι κάτοικοι, τρομοκρατημένοι, κρύβονταν στα γύρω βουνά και σε δυσπρόσιτες περιοχές. Μέσα στις κρυψώνες τους ριγούσαν από πόνο σαν έβλεπαν τις τεράστιες πύρινες φλόγες που ξεπετάγονται από τα νοικοκυριά τους, Ύστερα δειλά, δειλά κατηφόριζαν προς το πολύπαθο χωριό τους. Κατάπιναν με καρτερία την πίκρα τους και προσπαθούσαν να επιβιώσουν μέσα στα αποκαΐδια».