Στο νησάκι του Αϊ-Νικόλα, στο ΒΔ τμήμα της τεχνητής Λίμνης Κρεμαστών, υπάρχουν ερείπια κάστρου. Παλιά, το κάστρο δεν βρισκόταν πάνω σε νησάκι, αλλά σε έναν απόκρημνο περίοπτο λόφο σε στρατηγικό σημείο ( «επί χερσονησίζοντος κρημνώδους λόφου εν θέσει Άγιος Νικόλαος» γράφει ο αρχαιολόγος Μαστροκώστας το 1967).
«Στο νησάκι του Αϊ-Νικόλα υπάρχουν δύο ξεχωριστές οχυρώσεις (…). Πρώτον, υπάρχει χαμηλά ένα αρχαίο εξωτερικό τείχος που προστάτευε την ευάλωτη νοτιοανατολική πλευρά του λόφου (που θα ονομάζουμε στη συνέχεια «νοτιοανατολική οχύρωση») και, δεύτερον, υπάρχει και μια μικρή ακρόπολη στο επάνω μέρος του λόφου που ήταν υστεροβυζαντινή (στο εξής «μεσαιωνικό κάστρο»). Κατά τη γνώμη μας, η μοναδική τοποθεσία, οι ειδικές συνθήκες και η ιδιαίτερη τεχνολογία κατασκευής συνθέτουν ένα από τα πιο παράξενα κάστρα της Ελλάδας», αναφέρει το kastra.eu.
Τοποθεσία & Στρατηγική Σημασία
Είναι προφανές ότι η μορφολογία της περιοχής έχει αλλάξει άρδην σε σχέση με αυτή του Μεσαίωνα, εξαιτίας της δημιουργίας της τεχνητής λίμνης των Κρεμαστών, τη δεκαετία το 1960. Παλιά, το κάστρο δεν βρισκόταν πάνω σε νησάκι, αλλά σε έναν απόκρημνο περίοπτο λόφο σε στρατηγικό σημείο ( «επί χερσονησίζοντος κρημνώδους λόφου εν θέσει Άγιος Νικόλαος» γράφει ο αρχαιολόγος Μαστροκώστας το 1967).
Βρισκόταν στην έξοδο του φαραγγιού του Αχελώου προς την εύφορη κοιλάδα (που τώρα καλύπτεται από τα νερά). Οι χαράδρες από τις οποίες περνούσε ο Αχελώος, ανάμεσα στον ορεινό όγκο της Καλάνας, όπου ανήκει ο λόφος, και του βουνού του Προφήτη Ηλία στα βόρεια, ήταν γνωστές ως «Στενά του Αϊ Νικόλα».
Ο λόφος, λόγω των απόκρημνων βράχων, του φαραγγιού και του περιρρέοντος Αχελώου είχε ισχυρή φυσική προστασία. Μόνο ένα τμήμα του λόφου ήταν ευπρόσβλητο, στη νοτιοανατολική του πλευρά όπου υπήρχε ένα πλάτωμα. Όπως ήταν αναμενόμενο, το κομμάτι αυτό ήταν οχυρωμένο. Το προστάτευε η «νοτιοανατολική οχύρωση».
Το Όνομα του Κάστρου
Στον Καστρολόγο, χρησιμοποιούμε στην προκειμένη περίπτωση την ονομασία «Κάστρο Καρόλου Τόκκου» που τη δανειστήκαμε από τοπικές ιστοσελίδες. Η ονομασία αυτή παραπέμπει στον τοπικό ηγεμόνα Κάρολο Α’ Τόκκο (Carlo Tocco, 1372–1429). Το πρόβλημα με αυτήν την ονομασία είναι ότι αφενός αφορά μόνο το μεσαιωνικό κάστρο στην κορυφή χωρίς να λαμβάνει υπόψη τη νοτιοανατολική οχύρωση και αφετέρου είναι μάλλον αυθαίρετη γιατί δεν αποδεικνύεται ιστορικά ότι το κάστρο χτίστηκε από τον Κάρολο Τόκκο (παρόλο που δεν αποκλείεται).
Ο αρχαιολόγος Ευθ. Μαστροκώστας, που πρώτος γνωστοποίησε την ύπαρξη οχύρωσης στον λόφο του Αϊ-Νικόλα, αναφέρει στο ΑΔ 22/Β2 του 1967 ότι η τοπική ονομασία του μεσαιωνικού κάστρου ήταν «Κούλια». Ο ίδιος χρησιμοποιεί και τον όρο «κάστρο του Αγίου Νικολάου», συνολικά για τις δύο οχυρώσεις. Το όνομα Άγιος Νικόλαος για τον λόφο οφείλεται σε ένα εκκλησάκι (όχι βυζαντινό) που υπήρχε στους πρόποδες του λόφου και είχε βραχογραφία του Αγίου Νικολάου. (Το εκκλησάκι και η τοιχογραφία είναι πλέον μονίμως κάτω από το νερό της λίμνης.)
Μια άλλη ονομασία που χρησιμοποιείται για το κάστρο είναι «κάστρο της Σιβίστας», από το βυθισμένο γειτονικό χωριό.
Ιστορία
Το κάστρο δεν αναφέρεται από ιστορικές πηγές. Η μοναδική αναφορά από περιηγητές είναι από τον W. Μ. Leake, στις αρχές του 19ου αιώνα, που κατέγραψε ένα μεγάλο ερειπωμένο κάστρο ονόματι «Συβίστι» στην περιοχή της Βαλαώρας.
Η νοτιοανατολική οχύρωση, χαμηλά, έχει κατασκευαστεί σε 3 φάσεις. Κρίνοντας από τις τεχνοτροπίες κατασκευής, η πρώτη φάση είναι της Ελληνιστικής περιόδου, περί τον 4ο αιώνα π.Χ., η δεύτερη φάση είναι Ρωμαϊκή ή υστερορωμαϊκή (μπορεί και πρωτοβυζαντινή) και η 3η και τελευταία φάση, που η λιθοδομή της έχει πολλές ομοιότητες με αυτή του μεσαιωνικού κάστρου, θεωρείται ότι είναι της ίδιας εποχής με αυτό, δηλαδή υστεροβυζαντινή.
Το μεσαιωνικό κάστρο, σύμφωνα με την τοπική παράδοση, ήταν κτίσμα του ηγεμόνα της Καρόλου Α΄ Τόκκου, ο οποίος στις αρχές του 15ου αιώνα ήταν κόμης παλατινός Κεφαλληνίας-Ζακύνθου, δούκας Λευκάδας, και βαρώνος της Βοστίτσας (Αίγιο). Ήταν υποτελής του βασιλείου της Νάπολης και στον καιρό του είχε γίνει ο πιο ισχυρός Φράγκος ηγεμόνας στην Ελλάδα. Επέκτεινε την κυριαρχία του σε άλλες περιοχές και μεταξύ των άλλων κατέλαβε το Χλεμούτσι (στην Κυλλήνη), τα Μέγαρα και την Κόρινθο και τελικά, από το 1411, έγινε επίσης δεσπότης των Ιωαννίνων και της Άρτας.
Η περιοχή της Σίβιστας όπως και άλλες περιοχές της Αιτωλοακαρνανίας, από το τέλος του 14ου αιώνα ήταν στα χέρια της Αλβανικής φάρας των Μπούα -Σγούρου (που έφεραν και την επωνυμία «Σπάτα»). Ο Κάρολος Τόκκο συγκρούσθηκε σε διάφορα μέτωπα με τους Αλβανούς. Το 1408 ήρθε σε συμφωνία με τον τότε αρχηγό της φάρας Μαυρίκιο Μπούα για να μοιράσουν την Αιτωλοακαρνανία και κατά τα φαινόμενα, στη μοιρασιά εκείνη η Σίβιστα πέρασε στη δικαιοδοσία του Τόκκο(υ).
Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για χρονολόγηση του κάστρου στην περίοδο του Τόκκου επειδή, πέρα από την προφορική παράδοση, δεν υπάρχει κάποια σχετική ιστορική μαρτυρία ούτε έχει γίνει ανασκαφική έρευνα που θα έδινε περισσότερες πληροφορίες. Από την άλλη, φαίνεται ότι το κάστρο στη Σίβιστα ήταν μέρος της επικράτειάς του και μάλλον το είχε επισκευάσει όπως έκανε και με πολλά άλλα κάστρα στη δυτική Ελλάδα.
Διάφορες λεπτομέρειες της κατασκευής, όπως οι ανοιχτοί στο πίσω μέρος πύργοι, η απουσία πλίνθων από τη λιθοδομή, κάποιες προχειρότητες στην κατασκευή, και η περίεργη εσωτερική αρχιτεκτονική αποτελούν ενδείξεις ότι η κατασκευή έγινε προς τα τέλη της υστεροβυζαντινής περιόδου, δηλαδή όντως την εποχή του Τόκκου, χωρίς να μπορεί να αποκλειστεί η περίπτωση το κάστρο να κατασκευάστηκε λίγο νωρίτερα, περί τον 14ο αιώνα, από τους Δεσπότες της Ηπείρου.
Λίγο μετά το τέλος της ηγεμονίας του Τόκκο, η περιοχή κατελήφθη από τους Τούρκους. Αν κρίνουμε από την ονομασία «Κούλια» που διασώζεται, τότε το κάστρο μάλλον χρησιμοποιήθηκε και επί Τουρκοκρατίας ως στρατιωτικό φυλάκιο.
Τέλος θα πρέπει αναφέρουμε κάτι ενδιαφέρον για τη νοτιοανατολική οχύρωση. Το μεσαιωνικό κάστρο στην κορυφή του λόφου δεν αφήνει θετικές εντυπώσεις για την ποιότητα της κατασκευής του ούτε για την αρχιτεκτονική του. Αυτό όμως δεν ισχύει για τη νοτιοανατολική οχύρωση της οποίας η 2η οικοδομική φάση, η υστερορωμαϊκή, είναι απροσδόκητα επιμελημένη, με πολύ καλή ποιότητα κατασκευής. Για το χτίσιμο θα χρειάστηκε εξειδικευμένο συνεργείο και μεγάλη δαπάνη. Δεν είναι εύκολο να κατανοήσουμε για ποιο λόγο την εποχή εκείνη κρίθηκε σκόπιμο να γίνει ένα τόσο φιλόδοξο οχυρωματικό έργο σε μια περιοχή που ήταν ανέκαθεν απομονωμένη.
Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία
Οι 2 οχυρώσεις της νησίδας παρουσιάζονται ξεχωριστά:
Α) Νοτιοανατολική Οχύρωση
Η νοτιοανατολική οχύρωση (φωτ.9,10,11) βρίσκεται 15 μέτρα περίπου χαμηλότερα από το μεσαιωνικό κάστρο, στην «ακτή» της νησίδας. Πρόκειται για ένα ευθύγραμμο τείχος από ΒΑ προς ΝΔ. που ενώνεται με τα απόκρημνα βράχια στις δύο αντίθετες άκρες του. Η ευθεία χαλάει μόνο στο νοτιοδυτικό του άκρο όπου κάμπτεται για λίγα μέτρα και σχηματίζει μια ορθή γωνία. Το μήκος του ευθύγραμμου τμήματος είναι 84 μέτρα, ενώ το τμήμα που κάμπτεται σχηματίζοντας την ορθή γωνία στα ΝΔ είναι 17,5 μέτρα. Κατά μήκος του τείχους υπάρχουν 5 ορθογώνιοι πύργοι. Το μέγιστο ύψος του τείχους είναι 8 μέτρα. Το ύψος αυτό αφορά μόνο την εξωτερική παραλίμνια πλευρά. Εσωτερικά το τείχος είναι επιχωματωμένο, με μηδενικό ύψος.
Ανάλογα με την εποχή του χρόνου, το τείχος αυτό μπορεί να βρέχεται από το νερό της λίμνης (βλ. κάτοψη) ή να βρίσκεται κάτω από το νερό ή να είναι πολύ πάνω από τη στάθμη της λίμνης (φωτ.9).
Στο τείχος διακρίνονται 3 οικοδομικές φάσεις. Η κάθε μία διαμορφώθηκε χωρίς να καταστραφεί το τείχος της προηγούμενης φάσης, με αποτέλεσμα η νοτιοανατολική οχύρωση να απαρτίζεται από 3 επάλληλα τείχη τριών διαφορετικών εποχών. Το κύριο τείχος είναι το τείχος της δεύτερης φάσης (που ανάγεται στη ρωμαϊκή περίοδο) και οικοδομήθηκε πάνω στο αρχαίο ελληνιστικό τείχος της πρώτης φάσης επικαλύπτοντάς το κατά την όψη και ενσωματώνοντάς το στην κατασκευή του. Το πάχος του ρωμαϊκού τείχους είναι 2,5 μέτρα (όπως και του αρχαίου) και το ύψος του περί τα 6 μέτρα.
Η τοιχοποιία αυτού του 2ου τείχους αποτελείται από μικρούς λίθους με συνδετικό κονίαμα και είναι επενδεδυμένη εξωτερικά με επιμελημένη πλινθοδομή από τετράγωνους και ορθογώνιους οπτόπλινθους (κάτι σαν τούβλινα πλακάκια). Η συνδετική ύλη είναι ισχυρό υπόλευκο κονίαμα. Η βάση της πλινθοδομής διαμορφώνεται σε ελαφρώς εξέχουσα κρηπίδα από οκτώ σειρές πλίνθων (τούβλων), ύψους 0,80 μ.
Αυτή η επένδυση με οπτοπλίνθους σε συνδυασμό με το υπόλευκο συνδετικό κονίαμα της επένδυσης είναι τα στοιχεία που δίνουν μια πολύ χαρακτηριστική όψη στη νοτιοανατολική οχύρωση, που εξ όσων γνωρίζουμε δεν υπάρχει σε άλλο κάστρο στον ελληνικό χώρο.
Το τείχος της τρίτης κατασκευαστικής φάσης χρησιμοποίησε ως βάση το δεύτερο τείχος. Πρόκειται ως επί το πλείστον για τείχος που προστέθηκε καθ’ ύψος επάνω στο τείχος της Ρωμαϊκής περιόδου και επίσης επέκτεινε για λίγα μέτρα το όλον τείχος προς τα ανατολικά, πάνω στα βράχια. Το υλικό του 3ου τείχους είναι ημικατεργασμένοι λίθοι μεγάλου συνήθως μεγέθους, χωρίς επένδυση. Αυτή η 3η φάση διακρίνεται στον πύργο της φωτο 12 αλλά και στις φωτο 9,10 (επάνω μέρος του τείχους) .
Στην νοτιοανατολική οχύρωση ανοίγονται 2 πύλες. Η μία, πλάτους 1,60μ ήταν στο ίδιο σημείο από την 1η φάση. Η 2η πύλη, πλάτους 1,67μ. είναι της 2ης περιόδου και ανοίγεται πολύ κοντά στην πρώτη πύλη και σε επαφή με το πύργο της ΒΑ άκρης του τείχους
Β) Το μεσαιωνικό κάστρο
Το μεσαιωνικό κάστρο, η ακρόπολη ούτως ειπείν, βρίσκεται στο ψηλότερο σημείο της νησίδας/λόφου κολλητά με ένα βράχο που καλύπτει τη δυτική πλευρά. Η οχύρωση αυτή έχει σχήμα Π. Η δυτική πλευρά του κάστρου δεν έχει τείχος καθώς προστατεύεται από τον βράχο. Η τειχισμένη περίμετρός του είναι 55 μ. και η έκταση που περικλείει είναι μόλις 450 τ.μ.
Από τη νότια πλευρά, πάχους 0,70 μ., διατηρούνται μόνο τα θεμέλια. Αντίθετα, η βόρεια, μήκους 10,70 μ. και ίδιου πάχους, διατηρείται σε καλή σχετικά κατάσταση και σώζεται μέχρι τα 5,30μ. Η ανατολική πλευρά έχει μήκος 30 μ., πάχος 0,90 μ. και διατηρείται μέχρι ύψους 6,50 μ. (φωτ.5-8).
Το τείχος ενισχύεται από τρεις πύργους, έναν ημικυκλικό χαμηλού ύψους στη ΝΑ γωνία και δύο τετράπλευρους: έναν μεγάλο (4,40✖1,75 μ.), σε σχετικά καλή κατάσταση, στο μέσον της ανατολικής πλευράς και έναν στη βορειοανατολική γωνία. Οι πύργοι εφάπτονται του τείχους, είναι ανοιχτοί στο πίσω μέρος και διαιρούνταν εσωτερικά σε ορόφους με ξύλινο πάτωμα.
Στη επίπεδη κορυφή του βράχου που υποκαθιστά το τείχος στη δυτική πλευρά του κάστρου υπάρχουν σκόρπιοι λιθοσωροί (φωτ.1) που δηλώνουν ότι και εδώ υπήρχε ένα κτίσμα, το οποίο μάλλον ήταν ο ακρόπυργος του κάστρου.
Η πύλη είναι ένα απλό λοξό άνοιγμα στη συμβολή της βόρειας πλευράς με τον γωνιακό ΒΑ πύργο. Το πλάτος της πύλης είναι μόλις 1 μ.
Στο εσωτερικό της νοτιοανατολικής γωνίας τoύ περιβόλου ενσωματώνεται ορθογώνιο κτίριο, προσανατολισμένο στον άξονα Β-Ν, διαστάσεων 18,30✖4,80μ. Μέρος των εξωτερικών τοίχων του είναι μεσοτοιχία με τμήματα του οχυρωματικού περιβόλου,.
Η λιθοδομή του τείχους του μεσαιωνικού κάστρου αποτελείται από ημικατεργασμένους λίθους με χρήση συνδετικού κονιάματος, χωρίς επένδυση ή επίχρισμα. Η τεχνοτροπία κατασκευής είναι παρόμοια με αυτήν του τείχους της 3ης οικοδομικής φάσης της νοτιοανατολικής οχύρωσης και πιστεύεται ότι είναι της ίδιας εποχής (μάλλον αρχές 15ου αι.).
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα kastra.eu
ΠΗΓΕΣ
–Άννα Γιαλούρη, Το κάστρο της Σιβίστας στη νησίδα του Αγίου Νικολάου στην τεχνητή λίμνη των Κρεμαστών (The Castle of Sivista on the Islet of Saint Nicholas at the Artificial Lake of Kremasta), στο: ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΠΡΟΣ ΤΙΜΗΝ ΤΟΥ ΟΜΟΤΙΜΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΒΕΛΕΝΗ, 4-7 Οκτωβρίου 2017, Αθήνα 2021
-Ιστοσελίδα ΕΥΡΥΤΑΝΙΑ, Πάνος Ι. Βασιλείου -Πρατοβούνι Σιβίστας.
-Βίντεο του χρήστη Nature Drone Makis Theodorou Karolou Tokkou Castle! Κάστρο Καρόλου Τόκκου-Λίμνη Κρεμαστών! (από όπου και η φωτο 1)
–ΕΥΘ. I. ΜΑΣΤΡΟΚΩΣΤΑΣ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΝ ΔΕΛΤΙΟΝ, τεύχος 22 / Β2 (1967), σελ.321