29 Μαρτίου 2024

ΜΕΝΟΥ

“Το παζάρι του Καρπενησιού”. Το νέο, επίκαιρο ρθρο του Διονύση Παρούτσα, από την έντυπη έκδοση

Τέλη Ιουλίου. Το καλοκαιράκι βρίσκεται στο απόγειό του, αν και για να πούμε την αλήθεια δεν πολυκαταλάβαμε καλοκαίρι φέτος. Κάτι οι συνεχείς βροχές, κάτι οι σχετικά χαμηλές για την εποχή θερμοκρασίες, κάτι ο κορωνοϊός που δεν λέει να ξεπατωθεί, έχουν παρατείνει αυτή την αδημονία της καλοκαιρινής ραστώνης, και το αίσθημα του ανολοκλήρωτου. Ωστόσο τα πανηγύρια και οι εκδηλώσεις στα χωριά βρίσκονται στο αποκορύφωμά τους. Μια αντανάκλαση της παλιάς ζωής, του τρόπου διασκέδασης των πατεράδων και των παππούδων μας. Σήμερα, με την ραγδαία ανάπτυξη των μέσων επικοινωνίας, την βελτίωση του βιοτικού μας επιπέδου και την πληθώρα της προσφοράς των μέσων αναψυχής, όλα αυτά ακούγονται κάπως “παλιά”, κάπως παρωχημένα. Ζουν όμως, επιβιώνουν, αντανακλούν την τάση όλων μας για ομαδική διαφυγή από τα τετριμμένα, για ειλικρινές ξέδομα. Και μαζί μ’ αυτά το Παζάρι.

Φέτος μάλιστα, μετά την αναγκαστική διετή ανάπαυλα λόγω της πανδημίας, υπάρχουν άνθρωποι που το περιμένουν πώς και πώς. Κι ας διαμαρτύρεται –ως είθισται – ο εμπορικός σύλλογος. Είναι θεμιτές οι αντιδράσεις του, ωστόσο κατά την προσωπική μου άποψη το χρήμα που ξοδεύεται στο παζάρι, επ’ ουδενί θα ξοδευόταν στα εμπορικά της πόλης. Θα έφευγε το δίχως άλλο σε διαδικτυακές αγορές και στους τόνους των πακέτων που διακινούν μηνιαίως οι μεταφορικές εταιρείες, οι οποίες είναι και οι μόνες που θάλλουν αυτή την περίοδο. Ή στην καλύτερη θα ξοδευόταν στα εμπορικά της Λαμίας.

Όμως το παζάρι είναι μια ξεχωριστή περίπτωση. Αποτελεί ένα κοινωνικό γεγονός που διαθέτει την δική του αυτοτελή, οικονομική ύπαρξη. Κι αυτό διότι κάθε χρόνο, η πόλη αναστατώνεται, κινείται, κάτι εξαιρετικό φαίνεται να συμβαίνει. Ο δρόμος προς το κοιμητήριο αποκτά ξαφνικά ζωή και κίνηση εντελώς δυσανάλογη με τις συνηθισμένες μέρες. Παρέες – παρέες κατευθύνονται οι οικογένειες προς τα εκεί, τα αυτοκίνητα δημιουργούν το αδιαχώρητο, τα στερεοφωνικά παίζουν στην διαπασών, ήχοι ανατολίτικοι λικνιστικοί μπερδεύονται με τα “μπιτ” των δυτικότροπων ακουσμάτων, σουβλάκια, καλαμπόκια, τσίκνα, χαλβάς…
Κι όλα αυτά τόσο οικεία, τόσο γνωστά και πάλι τόσο πρωτόγνωρα κάθε φορά. Είναι εντυπωσιακό να βλέπεις ανθρώπους κάθε ηλικίας, ανθρώπους που θα ‘λεγες ότι θα έχουνε βαρεθεί κάθε χρόνο να βλέπουν τα ίδια και τα ίδια, κι όμως βρίσκονται εκεί, παρόντες, δίχως ασφαλώς να έχουν ανάγκη να κάνουν οπωσδήποτε κάποια αγορά, δίνοντας όμως τη σκυτάλη από το χθες στο σήμερα και κατόπιν στο αύριο. Υπάρχουν ακόμα τα κιόσκια με τους εμπόρους που πουλάνε κουδούνια για τα ζώα, “κυπριά”. Κάπου κάπου στον θόρυβο της τεχνολογίας, ακούς τον γλυκό τους ήχο που σε κάνει να φαντάζεσαι παλιότερες εποχές, όπου ο “βλάχος” κατέβαινε για να κάνει την μαζική του αγορά, τα δοκίμαζε, τα συντόνιζε, τα ζύγιαζε… Ας μην ξεχνάμε ότι η εμποροπανήγυρις του Αυγούστου στην πόλη μας έχει τις ρίζες της βαθιά ριζωμένες στον χρόνο. Και δεν γινόταν φυσικά πάντοτε στο μέρος που γίνεται τώρα. Για χρόνια την θυμόμαστε να είναι στην “αγορά”, να φτάνει μέχρι τα σφαγεία.

Μέχρι τα μέσα δε της δεκαετίας του 1960, ήταν και ζωοπανήγυρη, οι κάτοικοι των κοντινών χωριών έφερναν τα ζώα τους, μοσχάρια, αγελάδες, μουλάρια, κατσίκες. Αχάραγα ξεκινούσαν από τα χωριά τους για να βρίσκονται πρωί πρωί στο χώρο του παζαριού. Ήταν η ευκαιρία τους για κοινωνική επαφή, για αποτίμηση και εξαργύρωση των κόπων ολόκληρης της χρονιάς. Και δώσ’ του παζάρι, αλισβερίσι, φωνές, μαλώματα, κουτοπονηριές. Κάπως σαν σήμερα δηλαδή… Μόνο που σήμερα δεν υπάρχει πια κτηνοτροφία στην περιοχή μας για να δούμε τις εικόνες αυτές να επαναλαμβάνονται. Ίσως καλύτερα, ίσως χειρότερα, ποιος ξέρει…

Όταν πριν από πολλά χρόνια, έγινε η επένδυση της εκκλησίας της Παναγίας με πέτρα, ξύνοντας το εξωτερικό επίχρισμα, οι εργάτες αποκάλυψαν αυτούσια μια εικόνα από εκείνο το όχι και τόσο μακρινό παρελθόν. “Απαγορεύεται να δένετε τα ζώα στον περίβολο της εκκλησίας”, έγραφε με μαύρη μπογιά. Ένα είδος “No parking”, δηλαδή. Πολύ λίγα πράγματα αλλάζουν τελικά στο πέρασμα του χρόνου, όσο κι αν βαυκαλιζόμαστε ότι εμείς σήμερα είμαστε διαφορετικοί από άλλοτε. Τα συναισθήματα, τα πάθη και οι αντιδράσεις είναι διαχρονικά πράγματα και χαρακτηρίζουν τον άνθρωπο από καταβολής κόσμου.
Ας φανταστούμε λίγο την χαρά των κοριτσιών και των μανάδων φυσικά καθώς γινόταν η αγορά της ολοκόκκινης φλοκάτης, και του δίμιτου μεταξωτού υφάσματος που θα πλούτιζαν σιγά-σιγά την περιώνυμη προίκα, η οποία θα εξασφάλιζε εν καιρώ ευθέτω τον περιπόθητο γαμπρό. Σε μια κοινωνία που ως σκοπό της γυναίκας, εκπλήρωση κάθε ονείρου της και απόγειο απόλυτης ευτυχίας έθετε τον γάμο.

Θα έλεγε κανείς ότι σήμερα, με την αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών που επήλθε, με το πλήθος των υλικών αγαθών που υπάρχει σε καθημερινή βάση, το “παζάρι” θα έχανε τη σημασία του, θα ευτελιζόταν και θα έσβηνε. Όταν κάνεις μονάχα τρεις ώρες να πας στην Αθήνα και να βρεις σ’ οποιοδήποτε πολυκατάστημα πράγματα καλύτερα σε ποιότητα και προσιτότερα σε τιμή από το παζάρι, όταν μπορεί να ανοίξεις το κινητό σου και να παραγγείλεις ό,τι ποθεί η ψυχή σου, είναι δύσκολο να αντιληφθούμε για ποιον λόγο εξακολουθεί να επιβιώνει. Έχει να κάνει πιθανόν με την ιδιοσυγκρασία του λαού μας, με την αίσθηση ότι κάποια ευκαιρία μπορεί να βρεθεί.

Δεν είναι τυχαίο που μπορείς να βρεις ανθρώπους κάθε ηλικίας να περιεργάζονται τους πάγκους. Τα παιδιά για να πάρουν το παιχνίδι τους, οι έφηβοι για το αξιοπερίεργο της υπόθεσης, οι μεγαλύτεροι για την πλάκα, οι ηλικιωμένοι προσπαθώντας να ξαναβρούν κάτι από την αίσθηση των περασμένων. Κι αυτό είναι κάτι που επαναλαμβάνεται αυτούσιο σε κάθε περιοχή της Ελλάδας, δεν γίνεται μόνο στον τόπο μας. Στα Τρίκαλα για παράδειγμα, η ζωοπανήγυρη πολύ λίγο διαφέρει από αυτό που γινόταν στον ίδιο τόπο πριν εκατό, διακόσια ή και τριακόσια χρόνια.

Και με το τέλος του παζαριού, μένει ο χώρος έρημος, βομβαρδισμένος, με ξύλα και σανίδια πεταμένα τριγύρω, πρόκες σκορπισμένες εδώ κι εκεί, ένας θάνατος ξαφνικός αλλά και προδιαγεγραμμένος ταυτόχρονα, το τέλος σε μια έντονη ζωή που τελειώνει τόσο ξαφνικά όσο ξαφνικά αρχίζει. Και μένει η αναμονή της μεγάλης μπόρας, που κατά την παράδοση θα ξεπλύνει την αναστάτωση και τα σκουπίδια που άφησαν οι παζαριώτες.

Όλα αυτά μας καθορίζουν, μας ταυτοποιούν, μας διαχωρίζουν από όλους τους “άλλους”. Και σ’ αυτό το πνεύμα αποκτά νέο νόημα η ευχή: “Και του χρόνου τα παζάρια μας”.

ΤΟΠΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
ΑΘΛΗΤΙΚΑ