Επιτέλους! Μια πανευρωπαϊκή πρωτιά για την Ευρυτανία μας! Είμαστε πλέον και με τη βούλα ο πιο γερασμένος νομός της Ευρώπης!!! Ένας συνταξιούχος αντιστοιχεί σε έναν εργαζόμενο… Όλοι οι φόβοι, όλων όσων εγκαταβιούμε σ’ αυτόν τον τόπο επαληθεύτηκαν με τον χειρότερο τρόπο. Σε 10 χρόνια από σήμερα, η περιοχή θα έχει γίνει ένα ωραιότατο πάρκο Σερεγκέτι. Μπορεί να μην έχει λιοντάρια και ιπποπόταμους, θα βρίθει όμως από αλεπούδες, αρκούδες και λύκους!
Μου έγραψε μια φίλη τις προάλλες: «Ήμουνα στο χωριό το περασμένο Σαββατοκύριακο…. Ανεβαίνω μια φορά το μήνα, όσο μεγαλώνω αγαπώ και πιο πολύ τη φύση όλες τις εποχές… Με τρομάζει όμως αυτή η εγκατάλειψη, ακούω το σιωπηλό ουρλιαχτό της γης που χέρσωσε, τις σιωπηλές κραυγές των χορταριασμένων σπιτιών και θλίβομαι…. Ένα διάβα είναι η ζωή μας τελικά από έναν πλανήτη με τον οποίο όλο και πιο εχθρικές είναι οι σχέσεις μας…» .
Πραγματικά συγκλονιστική και απελπισμένη προσέγγιση. Στάση που σημαίνει αναπόδραστη καταστροφή. Να υπάρχει άραγε διαφυγή; Να υπάρχει τρόπος αντιμετώπισης; Την απάντηση τη δίνει ο Σοφοκλής, ένας νεαρός αναγνώστης της εφημερίδας που κατάγεται από εδώ. Τον Ιούνιο μου έστειλε ένα μέηλ και το παραθέτω σχεδόν αυτούσιο ώστε να δείτε και την άλλη άποψη, μια άποψη που δίνει ελπίδα…
«Καλημέρα σας,
Σας γράφω με αφορμή το άρθρο σας για την πληθυσμιακή συρρίκνωση με τίτλο “Υπάρχουν περιθώρια;” … Οι παππούδες μου επηρεασμένοι από το έντονο κύμα αστυφιλίας των μετεμφυλιακών χρόνων αναζήτησαν μια καλύτερη ζωή στην Αθήνα. Έτσι λοιπόν οι γονείς μου γεννήθηκαν στην Αθήνα και εγώ γεννήθηκα στην Αθήνα. Ήξερα ότι είχα καταγωγή από ένα μικρό απομονωμένο χωριό της Ευρυτανίας που αλλιώς το λέγανε οι δικοί μου κι αλλιώς το έβρισκες στους χάρτες.
Πρώτη φορά το επισκέφτηκα ως έφηβος, όταν η μητέρα μου πήρε την απόφαση να χτίσει ένα μικρό σπιτάκι για να περνάει 10-15 μέρες και να “αναπολεί τον χαμένο παιδικό της παράδεισο” όπως λέτε πολύ εύστοχα στο άρθρο σας. Σε μένα όμως κάτι άλλαξε μέσα μου. Ήξερα ότι η ζωή στην πόλη δεν μου ταιριάζει. Ήθελα να μπορώ να ζω σε ένα καλύτερο περιβάλλον. Αλλά δεν μπορούσε καν να τεθεί ως ενδεχόμενο. “Τι θα κάνεις στο χωριό; Τσέλιγκας θα γίνεις;” Και έτσι όλα τα όνειρα έσβησαν και πλέον για μένα το χωριό θα ήταν μια καλοκαιρινή επίσκεψη σε έναν τόπο που δεν είχα καν παιδικές μνήμες.
Κάθε φορά που “ανέβαινα στα βουνά” η φλόγα άναβε και κάθε φορά που έφευγα η φλόγα έπρεπε να σβήσει με το ζόρι. Έτσι λοιπόν το σώμα ζούσε στην Αθήνα, αλλά το μυαλό και η καρδιά ήταν αλλού. Και τα χρόνια περνούσαν, και μεγάλωσα και γνώρισα την γυναίκα που τελικά παντρεύτηκα. Η γυναίκα μου είχε καταγωγή από ένα χωριό στην Ήπειρο, και είχε ακριβώς τις ίδιες σκέψεις με μένα. Ένας καημός που ποτέ δεν μπορούσε να εκπληρωθεί.
Μέχρι που το ημερολόγιο έδειξε 17 Μαρτίου 2020. Η κυβέρνηση έκλεισε δραστηριότητες, οι φήμες για ολική απαγόρευση κυκλοφορίας είχαν φουντώσει και οι εταιρίες μας ανακοινώνουν την επ’ αόριστον τηλεργασία. Όλα τα μέσα έπαιζαν την καμπάνια “Μένουμε σπίτι”.
Στην σκέψη και μόνο ότι θα έπρεπε να ζούμε και να δουλεύουμε όλη μέρα για ένα απροσδιόριστο χρονικό διάστημα σε 45 τετραγωνικά στην Καλλιθέα μου έφερνε πανικό. Και έτσι λέω στη γυναίκα μου : “Να σου πω, αφού δουλεύουμε με τηλεργασία, τι σημασία έχει αν δουλεύουμε από την Καλλιθέα ή από αλλού. Στο χωριό μου δεν γίνεται γιατί δεν έχει ίντερνετ, ας πάμε όμως στο δικό σου και ότι θέλει να γίνει ας γίνει”.
Έτσι λοιπόν πήραμε την απόφαση και φύγαμε για το χωριό, κάτσαμε 14 μέρες σε απομόνωση στο σπίτι και περάσαμε τους ωραιότερους 3 μήνες της ζωής μας. Κι όλο αυτό με έκανε να αναρωτηθώ: Μήπως τελικά υπάρχει μέλλον και έξω από την Αθήνα; Μήπως τελικά η ζωή στο χωριό δεν σημαίνει απαραίτητα βοσκός;
Η πανδημία του κορονοϊού έφερε πολλά δεινά, αλλά ταυτόχρονα έφερε και ένα θετικό. Το “ρόδι” της τηλεργασίας έσπασε, έσπασε με μεγάλη επιτυχία και δεν ξαναμπαίνει πίσω. Οργανισμοί και εταιρείες που χαρακτηρίζονται ως “δεινόσαυροι” που δεν τολμούσαν να αλλάξουν τίποτα έκαναν βήματα δεκαετιών μέσα σε μία εβδομάδα.
Και έτσι πολλοί άρχισαν να αναρωτιούνται:
Αφού τελικά δουλεύω εξ αποστάσεως γιατί να το κάνω στο Χαϊδάρι και να μην το κάνω στο Καρπενήσι; Γιατί να το κάνω στην Κυψέλη και όχι στο Μεγάλο Χωριό; Τι είναι τελικά αυτό που μου έλειψε από την πόλη; Αφού όλα τα παραγγέλνω διαδικτυακά τι νόημα έχει να έχω την υπεραγορά δίπλα μου; Αν θέλω να ξεκινήσω οικογένεια μήπως να αναζητούσα ένα καλύτερο περιβάλλον;
Ναι οκ, όχι στη Μεσοκώμη, ούτε στην Αρέντα ούτε στην Αγία Βλαχέρνα, αλλά γιατί όχι στον Άγιο Νικόλαο ή στο Κλαυσί ή στο Καρπενήσι; Μήπως τελικά πρέπει να αποσυνδέσουμε την ιδέα του επαναπατρισμού στην επαρχία με το βουκολικό τρίπτυχο κοτούλες – μποστάνι – σκληρή ζωή και να προσπαθήσουμε να τον επαναπροσεγγίσουμε με την ιδέα τηλεργασία – φύση – εναλλακτικός τρόπος ζωής; Μήπως τελικά δεν είναι αυτοσκοπός η επιστροφή του κόσμου που έχει την καταγωγή του από εκεί αλλά την προσέλκυση κόσμου που θέλει όντως να φύγει από την πόλη; Που μπορεί να μην έχει ρίζες πουθενά αλλά να λαχταράει να αποκτήσει;
Ψάξτε για τους “Ψηφιακούς Νομάδες” είναι παγκόσμιο το κίνημα. Ίσως να είμαι αρκετά ρομαντικός και μαζί με την επιστροφή στην κανονικότητα όλα τα όνειρα μου να χρειαστεί να σβήσουν ξανά. Μέσα μου όμως ελπίζω ότι κάτι άλλαξε. . .
Ευχαριστώ για το χρόνο σας».
Εγώ θα συμπληρώσω το εξής: Φέτος, επί τρεις μήνες, έζησε στο Καρπενήσι ένα ζευγάρι Ολλανδών που πλήρωνε ενοίκιο εδώ, που έτρωγε εδώ, που έπινε καφέ εδώ. Εργαζόντουσαν και οι δύο με τηλεργασία. Δεν ξέρω καν αν έφυγαν ακόμη, αλλά αν το έκαναν, έφυγαν με τις καλύτερες εμπειρίες και έχοντας γνωρίσει από κοντά έναν πολιτισμό τόσο διαφορετικό από το δικό τους.
Ο Σοφοκλής λοιπόν, μας προσφέρει τη λύση σχεδόν έτοιμη. Το Δημοτικό Συμβούλιο πρέπει να αφιερώσει μια ειδική συνεδρίαση με θέμα «Διευκόλυνση εγκατάστασης ψηφιακών νομάδων». Με καθορισμό στόχων, προϋπολογισμού, σχεδίου. Με διαφημιστική καμπάνια. Με επικοινωνία απευθείας με τις εταιρείες. Στο κάτω κάτω έχουν μπει ήδη οι οπτικές ίνες σχεδόν σ’ όλη την πόλη. Πρέπει να προλάβουμε πριν ξεκινήσουν οι άλλοι. Δε γίνεται να ζούμε μόνο από τον τουρισμό. Δεν αρκεί ο τουρισμός για να επιστρέψει ο κόσμος, ή να έλθει καινούριος όπως εύστοχα παρατηρεί ο φίλος μας. Χρειάζεται να βάλουμε το μυαλό μας να δουλέψει. Σήμερα. Τώρα. Αμέσως. Γιατί αν δεν το κάνουμε, η αισιοδοξία του Σοφοκλή θα εξανεμιστεί και θα μείνουμε με την πεσιμιστική διάθεση της πρώτης αναγνώστριας.