Του Κωνσταντίνου Κουτσοθανάση, Μηχανικού Χωροταξίας και Ανάπτυξης με ΠΜΣ στη Βιώσιμη – Τοπική Ανάπτυξη.
Ο τουρισμός στη σύγχρονη εποχή συνιστά βασικό παγκόσμιο οικονομικό φαινόμενο, καθώς πρόκειται για μια οργανωμένη δραστηριότητα που έγκειται στους νόμους της προσφοράς (τί προσφέρει ένας τόπος σε κάποιον ενδεχόμενο επισκέπτη) και της ζήτησης (τι ανάγκες επιθυμεί να ικανοποιήσει ένας δυνητικός ταξιδιώτης/επισκέπτης σε έναν τόπο). Τις τελευταίες δεκαετίες τα αποτελέσματα του μαζικού τουρισμού διαφαίνονται αρνητικά, καθώς παρατηρείται σε πολλούς τουριστικούς προορισμούς υπερκατανάλωση πόρων, λόγω του αυξημένου αριθμού τουριστών, σε σχέση με την ικανότητα της περιοχής από πλευράς φυσικών πόρων να ικανοποιήσει τις ανάγκες τους (φέρουσα ικανότητα).
Παράλληλα δημιουργούνται και άλλα κοινωνικά προβλλήματα, που σχετίζονται με την εποχικότητα της εργασίας (εποχική ανεργία, φυγή εργατικού δυναμικού, γήρανση μόνιμου πληθυσμού), αλλά και με ανισότητες, λόγων της συρρίκνωσης των μικρότερων επιχειρήσεων και της ανάπτυξης μεγάλων μονάδων (συσώρευση ή φυγή κεφαλαίου προς τα έξω), ώστε δεν υποστηρίζεται η τοπική κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη. Έτσι, αναπτύσσεται όλο και περισσότερο η ιδέα του βιώσιμου και εναλλακτικού ή ήπιου τουρισμού και της βιώσιμης διαχείρισης αυτού. Η συγκεκριμένη ιδέα δεν είναι τόσο καινούρια, ωστόσο τα τελευταία χρόνια εντείνεται η προσπάθεια να εφαρμοστούν στην πράξη οι αρχές και οι πολιτικές/στρατηγικές του βιώσιμου τουρισμού και της βιώσιμης ανάπτυξης γενικότερα.
Στην Ελλάδα υφίσταται μια καθυστέρηση στη συγκεκριμένη διαδικασία, ωστόσο η προσπάθεια διαφαίνεται σε πολλές περιπτώσεις. Η γενική ιδέα αφορά σε μια τοπική ανάπτυξη από κάτω προς τα πάνω, η οποία δηλαδή υποστηρίζεται από τοπικές δυνάμεις, οι οποίες και κινητοποιούν τις διαδικασίες, σε πιο συλλογικά πλαίσια και με συνεργατική διάθεση και οι οποίες θα βελτιώσουν την κοινωνική ευημερία όλων των κατοίκων, χωρίς να υποθάλπτεται η ικανότητα των επόμενων γενεών να ικανοποιήσουν τις δικές τους ανάγκες.
Συνεπώς, τίθεται το θέμα της βιωσιμότητας των τοπικών επιχειρήσεων, των κοινωνικών υποδομών, της αντιμετώπισης των κοινωνικοοικονομικών ανισοτήτων και της ορθής αξιοποίησης/εκμετάλλευσης και προστασίας των φυσικών πόρων, ώστε η ανάπτυξη να είναι αειφόρος (Tourismpress).
Ενδιαφέρον παράδειγμα συνιστά η περίπτωση της λίμνης Πλαστήρα και της ευρύτερης περιοχής, η οποία και παρουσιάζει όμοια φυσικά και ανθρωπογενή χαρακτηριστικά με τη λίμνη Κρεμαστών στην Ευρυτανία, με την δεύτερη ωστόσο να μην έχει αξιοποιηθεί ανάλογα. Η περιοχή της λίμνης Πλαστήρα μπορεί να θεωρηθεί ως ένα αυτόνομο κομμάτι της ΠΕ Καρδίτσας, αλλά και της περιφέρειας Θεσσαλίας, λόγω της φυσιογνωμίας της ως ένας τόπος με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, αυτά των λιμναίων ή παραλίμνιων περιοχών, τα οποία και δεν συναντώνται συχνά στις υπόλοιπες περιοχές. Τοποθετείται γεωγραφικά στην κεντρική ηπειρωτική Ελλάδα, σε εγγύτητα με την περιοχή των Αγράφων, όπως και η λίμνη Κρεμαστών στην ευρυτανική περιοχή. Πρόκειται για μια τεχνητή λίμνη, η οποια δημιουργήθηκε το 1959 με την κατασκευή ηδροηλεκτρικού φράγματος επί του ποταμού Ταυρωπού ή Μέγδοβα (παραπόταμος του Αχελώου). Ένα έργο με ιδιαίτερη σημασία για την τοπική ανάπτυξη της ευρύτερης περιοχής, το οποίο προσέφερε, αρχικά την χρησιμότητα για παραγωγή ηλεκτρικού ρέυματος, ύδρευση και άρδευση, αλλά ανέδειξε και την προοπτική για τουριστική ανάπτυξη, καθώς διαμορφώθηκε ένα νέο τοπίο ιδιαίτερου φυσικού κάλλους και αξίας, ώστε η ευρύτερη περιοχή να είναι ενταγμένη στο δίκτυο natura 2000. Ωστόσο, η περιοχή έχασε ένα σημαντικό κομμάτι πληθυσμού, μετά τις αντίστοιχες απαλλοτριώσεις, το οποίο μετανάστευσε προς τα γειτονικά αστικά κέντρα, κυρίως, καθώς η περιοχή έχασε και ένα σημαντικό πεδινό/παραγωγικό κομμάτι με την κατασκευή της λίμνης (Σαργέντης και Χριστοφίδης, 2002). Παράλληλα, εμφανίστηκε και το πρόβλημα της διαχείρισης της στάθμης της λίμνης, λόγω της άρδευσης και κατ’ επέκταση της ποιότητας του υδρόβιου συστήματος (Ευστρατιάδης κ.α., 2002).
Γενικά πρόκειται για μια ορεινή περιοχή αναγόμενη στην κατηγορία των απομακρυσμένων/προβληματικών περιοχών, με τον πληθυσμό να παρουσιάζει έντονα επίπεδα γήρανσης, γεγονός το οποίο σχετίζεται και με την αύξηση της ανεργίας και τη φυγή του νέου πληθυσμού από την ελληνική ύπαιθρο προς τα μεγαλύτερα αστικά κέντρα. Παραδοσιακά η συγκεκριμένη περιοχή παρουσιάζει έντονο γεωργο-κτηνοτροφικό χαρακτήρα, ο οποίος υποστηρίζεται από τους διάσπαρτους μικρούς οικισμούς, η προσπελασιμότητα των οποίων βέβαια είναι δυσχερής, λόγω του έντονου ανάγλυφου. Αυτό, βέβαια, καταδεικνύει και ένα ιδιαίτερο τοπίο φυσικού κάλλους υψηλής περιβαλλοντικής ποιότητας, με πλούσια χλωρίδα και πανίδα, όπως και ένα πλούσιο υδατογραφικό δίκτυο (πολλά ποτάμια και ρέματα που καταλήγουν κυρίως στον Ταυρωπό ποταμό και τη λίμνη). Η περιοχή διαθέτει, επίσης και δυο φαράγγια (του Άσπρου ποταμού και και το Φαράγγι Κερεντάν), τρία σπήλαια (η Σπηλιά του Καϊμακιά κοντά στο ορειβατικό καταφύγιο Αγράφων με υπόγεια τρεχούμενα νερά και δυο σπήλαια με σταλαχτίτες και σταλαγμίτες (ΑΝ.ΚΑ Α.Ε.). Το κλίμα της περιοχής επηρεάζεται τόσο από το ορεινό της μορφολογίας του, όσο και από τη λίμνη Πλαστήρα. Συνδυάζει, δηλαδή, το μεσογειακό και το ορεινού τύπου κλίμα (Κρομμύδα, 2016).
Ιστορικά, η ευρύτερη περιοχή της λίμνης Πλαστήρα έχει να αναδείξει σημαντικές πτυχές της κοινωνικο-οικονομικής διάστασης σε σχέση με τον χώρο. Ίχνη ανθρώπινης παρουσίας τοποθετούνται ήδη στη νεολιθική εποχή, όπου και συνέχιζε να κατοικείται. Η ιδιαιτερότητα όμως παρουσιάζεται κατά την τουρκοκρατία, καθώς οι κάτοικοι είχαν πιο ευνοϊκές σχέσεις με τους Τούρκους, με φορολογικά προνόμια και σχετική ελευθερία στη μετακίνηση και στα δικαιώματα, λόγω του δύσβατου της περιοχής και της μικρής οικονομικής προοπτικής της τότε εποχής (περιοχή Αγράφων). Οπότε και ο ελληνικός ντόπιος πληθυσμός παρέμεινε σχετικά ανεπηρέαστος από την παρουσία των Τούρκων, αλλά και συνέβαλε κατά τα μέγιστα στον αγώνα για την απελευθέρωση (κλέφτικος πόλεμος) και ανάλογα στη σύγχρονη ιστορία με την αντίσταση κατά των Γερμανών. Το πολιτιστικό στοιχείο στην περιοχή είναι ισχυρό, λόγω της αμιγούς πληθυσμιακής μορφολογίας ιστορικά, δηλαδή είναι έντονο το γνήσιο ελληνικό παραδοσιακό στοιχείο. Διασώζονται, παράλληλα, διάφορα πολιτιστικά μνημεία, όπως ο αρχαϊκός ναός του Απόλλωνα (ο καλύτερα διατηρημένος στη Θεσσαλία), αλλά και πλήθος χριστιανικών ναών και μονών αξιόλογης αρχιτεκτονικής και ιστορίας (Σαράφη, 2012).
Ως προς την αναπτυξιακή φυσιογνωμία της περιοχής διαφαίνεται μια αντίθεση, η οποία ανάγεται στο παλιό πρότυπο αγροτοκτηνοτροφικής ανάπτυξης ορεινής περιοχής σε σχέση με το νέο εκσυγχρονιστικό της οργανωμένης επιχείρησης και της σύνδεσης με τους άλλους παραγωγικούς τομείς και δη με την εισαγωγή του τουριστικού στοιχείου. Πιο συγκεκριμένα, ο αγροτικός και κτηνοτροφικός τομέας παρουσιάζει αργούς ρυθμούς εκσυγχρονισμού, με σημαντικό το ρόλο σε αυτό της μορφολογίας του εδάφους, αλλά και της μικρής ιδιοκτησίας, όπως και της ελλειπούς εκπαίδευσης, αλλά και της νοοτροπίας της συνεργασίας στα πλαίσια ενός γενικότερου στρατηγικού σχεδιασμού τοπικής ανάπτυξης (Ζαχαρίου, 2014). Συνεπώς, στον πρωτογενή τομέα δεν αναπτύσσεται ιδιαίτερα η επιχειρηματικότητα (πρόκειται περισσότερο για ιδιοκατανάλωση), όπως αντίστοιχα και στον δευτερογενή (αν εξαιρεθεί το ηδροηλεκτρικό φράγμα). Η επιχειρηματικότητα, ωστόσο αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια στον τριτογρνή τομέα με την ιδιαίτερη και συνεχιζόμενη ανάπτυξη του τουρισμού στην περιοχή (ΑΝ.ΚΑ Α.Ε.). Ο τουρισμός είναι αυτός που συνιστά την κινητήριο δύναμη για την τοπική ανάπτυξη της περιοχής, στη βάση του οποίου κινείται και η οικοδομική δραστηριότητα, οι υπηρεσίες, οι χώροι αναψυχής, αλλά και οι κοινωνικές υποδομές..
Η προοπτική ανάπτυξης της περιοχής, ουσιαστικά ξεκίνησε από το 1984, όταν η νομαρχία Καρδίτσας με το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών ερευνών (ΚΕΠΕ) ανέλαβαν πρωτοβουλίες για τον αναπτυξιακό σχεδιασμό της περιοχής. Αρχικά, σε κάθε χωριό της περιοχής κατασκευάσθηκαν ξενώνες, ενώ έπειτα με την εκμετάλλευση και των Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων υλοποιήθηκαν και έργα υποδομής (οδικά έργα, αναπλάσεις κ.α.).
Το 1989 ιδρύθηκε η Αναπτυξιακή Καρδίτσας (ΑΝ.ΚΑ ΑΕ), η οποία ανέλαβε τη συνέχιση του αναπτυξιακού έργου/σχεδιασμού και αξιοποίησε προγράμματα, όπως το Life για την οικοτουριστική ανάπτυξη (σημαντικό έργο η δημιουργία του Κέντρου Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης και Έρευνας, το οποίο προσέλκυε επισκέπτες) ή και το NOW (συλλογικές δράσεις όπως ο Συναιτερισμός Γυναικών Λίμνης Πλαστήρα), τα οποία συνέβαλλαν κατά το μέγιστο στην τοπική ανάπτυξη. Καθοριστικότατο πρόγραμμα για την ανάπτυξη της περιοχής συνιστά και το Leader, με το οποίο ο οικοτουρισμός, αλλά και νέες οικονομικές τοπικές δραστηριότητες δημιουργήθηκαν ή εξελίχθηκαν.
Πιο συγκεκριμένα, με την εφαρμογή του Leader δημιουργήθηκαν προϋποθέσεις προσέλκυσης επενδυτών (κυρίως καταγώμενων από την περιοχή, με έμφαση στην κινητοποίηση του τοπικού κεφαλαίου, ενώ δόθηκε και έμφαση στην ποιότητα των υπηρεσιών και των επιχειρήσεων γενικότερα. (Μπέλλης, 2005). Υφίστανται, ήδη, τουριστικές και οικοτουριστικές υποδομές (πλαζ, βοτανικός κήπος, κέντρα ορεινής ποδηλασίας). Παράλληλα, η περιοχή διαθέτει και αμπελουργική ζώνη, ενώ υφίσταται και αρκετά δραστήρια παραγωγή παραδοσιακών προϊόντων.
Τα τελευταία χρόνια πάντως γίνεται μια προσπάθεια και υπάρχει η κατέυθυνση προς τη βιώσιμη διαχείριση της τοπικής/τουριστικής ανάπτυξης, καθώς αναπτύσσονται δραστηριότητες που αφορούν τον εναλλακτικό τουρισμό καθόλη τη διάρκεια του έτους, όπως τα χειμερινά σπορ, ορειβατικές διαδρομές με καταφύγια, χιονοδρομικό κέντρο, πλαζ, κανόε-καγιάκ, ποδηλασία, ιππασία, επίσκεψη στον παραλίμνιο βοτανικό κήπο, το κέντρο περιβαλλοντικής εκπαίδευσης, στο φράγμα ή σε επιλεγμένα σημεία θέασης, μουσεία, εκκλησίες κ.α. (Κουτσουρίδης και Λαγκόνε, 2016).
Σημαντική παράμετρος για την τοπική ανάπτυξη μιας περιοχής συνιστά το κοινωνικοοικονομικό προφίλ των κατοίκων της και δη των επιχειρηματιών. Το μεγαλύτερο κομμάτι του ενεργού πληθυσμού απασχολείται στον τριτογενή τομέα, με τη μέση ηλικία των επιχειρηματιών να κυμαίνεται στα 47 έτη και το φύλλο αυτών να είναι άνδρες, με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο (κυρίως δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης). Αυτό σημαίνει ότι είναι ελλειπής η γυναικεία και η νεανική επιχειρηματικότητα, αλλά και εμφανίζεται το πρόβλημα της μονόπλευρης ανάπτυξης (τουριστική), περιορίζοντας τις προοπτικές για βιώσιμη τοπική ανάπτυξη (πολύπλευρη). Παράλληλα, οι περισσότεροι επιχειρηματίες και εργαζόμενοι είναι μόνιμοι κάτοικοι και δραστηριοποιούνται σε ξενοδοχειακές μονάδες, ενοικιαζόμενα δωμάτια και χώρους αναψυχής, καθόλη τη διάρκεια του έτους, ωστόσο είναι διακριτή η εποχικότητα της τουριστικής κίνησης. Προβλήματα προέκυψαν και από τη λειτουργία της ΑΝ.ΚΑ ΑΕ, η οποία συνέβαλλε μεν θετικά στη γενικότερη ανάπτυξη της περιοχής, δεν βοήθησε, δε, τόσο τους επιχειρηματίες με κατάλληλες επιλογές προγραμμάτων, αλλά και την εκπαίδευση αυτών στη βιώσιμη επιχειρηματικότητα. Από την άλλη, παρά την ανάπτυξη επιχειρήσεων (μέσω χρηματοδοτικών προγραμμάτων, κυρίως), η ανάπτυξη και η βιωσιμότητα αυτών εξαρτάται από τη ζήτηση των καταναλωτών, αλλά και από το ποιόν της προσφοράς προς αυτούς (Σαράφη, 2012).
Προκύπτει, όμως η ανάγκη για έναν σχεδιασμό της συγκεκριμένης ανάπτυξης ώστε να αποδίδει τα μέγιστα οφέλη στην τοπική κοινωνία, αλλά και να είναι βιώσιμη. Βασικό πρόβλημα για τη βιώσιμη ανάπτυξη και τουριστική προβολή/αξιοποίηση της λίμνης Πλαστήρα συνιστά η απουσία οργάνωσης της ανάπτυξης από έναν τοπικό φορέα για το σκοπό αυτό, ο οποίος θα αντιμετώπιζε το πρόβλημα της ισόρροπης ανάπτυξης των (τουριστικών, κυρίως) χρήσεων γης (αναθεώρηση Ζωνών Οικιστικού Ελέγχου και και χωροταξικός σχεδιασμός), της αντιμετώπισης της αυθαίρετης και άναρχης δόμησης, το πρόβλημα της εποχικότητας του τουρισμού, αλλά και τη γενικότερης οικονομικής/παραγωγικής ικανότητας.
Πιο συγκεκριμένα, η εποχικότητα συνιστά σοβαρό πρόβλημα για την τοπική ανάπτυξη, καθώς δημιουργείται ανισορροπία στην οικονομική λειτουργία και τη δημογραφική και κοινωνική υπόσταση του τόπου. Το γεγονός αυτό οφείλεται,κυρίως, στην έλλειψη σύνδεσης της τουριστικής δραστηριότητας (και του τριτογενούς τομέα γενικότερα), με την αγροτοκτηνοτροφική παραγωγή και τη μεταποίηση, αλλά και στη μη ορθολογική ανάπτυξη των εναλλακτικών μορφών τουρισμού. Σημαντική, βέβαια, είναι και η ελλειπής εκαπαίδευση του πληθυσμού σε θέματα βιώσιμης τοπικής ανάπτυξης και επιχειρηματικότητας, αλλά και η έλλειψη συνεργατικής κουλτούρας, προβλήματα που είναι σημαντικά γενικότερα στην Ελλάδα. Εν μέσω οικονομικής κρίσης, βέβαια, υπάρχει και το πρόβλημα της ανάπτυξης υποδομών (υγείας κ.α.) (Κουτσουρίδης και Λαγκόνε, 2016).
Η τοπική ανάπτυξη αποτελεί μια μορφή περιφερειακής ανάπτυξης κατά την οποία όλες οι τοπικές συνιστώσες (πολίτες, τοπικές αρχές, φορείς και επιχειρήσεις) δρουν, συνεργάζονται και αναπτύσσουν ένα πολιτισμικό υπόβαθρο, βάση του οποίου διαρθρώνεται η παραγωγική και οικονομική υπόσταση της επιδιοκώμενης τοπικής ανάπτυξης (Χριστοφάκης, 2000). Σημαντική στρατηγική συνιστά η ενίσχυση της επιχειρηματικότητας (τόσο από το τοπικό, όσο και από το περιφερειακό και εθνικό επίπεδο) και, κυρίως, με τη στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Μια τοπική κοινωνία με μικρό πληθυσμό, εκ των πραγμάτων στηρίζεται στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και σπάνια σε μεγάλες. Οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις αποτελούν βασικό μοχλό για την τοπική ανάπτυξη, καθώς συνιστούν μια πολυσυμμετοχική δραστηριότητα των πολιτών, όπου έρχονται σε επαφή με διάφορα επίπεδα εργασιακής ενασχόλησης (από τον εργάτη στον επιχειρηματία). Συνεπώς, αυτή η ενασχόληση κινητοποιεί και το ενδιαφέρον για την ανάπτυξη της επιχειρηματικότας (και κατ’ επέκταση της απασχόλησης) και άρα δυνητικά δημιουργούνται προϋποθέσεις για την ευρύτερη οικονομική και κοινωνική δραστηριοποίηση (Λαδιάς, 2014).
Αυτό, φέρνει στο φως και την πολιτισμική διάσταση της επένδυσης σε σωστές ανθρώπινες σχέσεις στη βάση της αλληλοκατανόησης, αλλά και παραπέρα προτάσσει την ανάγκη για συμμετοχή όλων στην πραγματοποίηση των στόχων για βιώσιμη τοπική ενδογενή ανάπτυξη (Βλαχονικόλου, 2002). Σημαντικό ρόλο γι αυτό μπορεί να διαδραματίσει ο θεσμός της κοινωνικής οικονομίας, η οποία έρχεται στο προσκήνιο τα τελευταία χρόνια. Τις τελευταίες δεκαετίες, με την έντονη συσσώρευση κεφαλαίου και την ανάπτυξη μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών, οι μικρότερες επιχειρήσεις βιώνουν τον έντονο ανταγωνισμό και πολλές οδηγούνται στο κλείσιμο με αποτέλεσμα την όξυνση της ανεργίας και της φυγής εργατικού δυναμικού, τόσο από την επαρχία, όσο και γενικά από τη χώρα. Συνεπώς κρίνεται αναγκαία, για μια (μικρή) τοπική κοινωνία τόσο η διατήρηση του πληθυσμού και της ευημερίας, όσο ειδικότερα τα τελευταία χρόνια η επιστροφή πληθυσμού, που θα συμβάλλει, δυνητικά, στην τοπική ανάπτυξη. Η κοινωνική οικονομία έρχεται να τονώσει την ανάγκη για συνεργασία μεταξύ των ανθρώπων σε έναν τόπο, ώστε μέσα από πιο συλλογικές μορφές παραγωγής και οικονομικών συσχετίσεων (συνεταιριστικές δράσεις) θα μπορούν να επιτευχθούν θετικά οικονομικά αποτελέσματα, τα οποία θα διαχέονται σε ευρύτερο κομμάτι του πληθυσμού, δίνοντας προοπτικές για βιώσιμη και ολοκληρωμένη τοπική ενδογενή ανάπτυξη (Νικολάου).
Παράλληλα με την έμφαση που πρέπει να δοθεί στον τρόπο παραγωγής και κοινωνικοοικονομικής συγκρότησης σε έναν τόπο, ιδιαίτερη σημασία έχει και η ανάγκη για εξωτερίκευση αυτής της οργανωτικής προσπάθειας και στο ευρύτερο κοινό, ώστε να επιτευχθούν και καλύτερα οικονομικά αποτελέσματα. Πρέπει, δηλαδή, από τη μια τα τοπικά πριοϊόντα και υπηρεσίες που παράγονται να στοχεύουν και σε ένα υπερτοπικό καταναλωτικό κοινό με κατάλληλο μάρκετινκ, αλλά και να προσελκύει ο συγκεκριμένος τόπος περισσότερους επισκέπτες, καθότι μιλούμε για μια τουριστικά αναπτυσσόμενη περιοχή. Πρέπει, λοιπον, αρχικά να δωθεί έμφαση στη δημιουργία ενός πρωτότυπου τουριστικού προϊόντος, το οποίο θα εμπεριέχει την γεοφυσική, πολιτισμική, ιστορική και παραγωγική ταυτότητα της περιοχής (σημαντικά είναι και τα τοπικά σύμφωνα ποιότητας που προσδίδουν και την ανάλογη πιστοποίηση στο παραγώμενο συνολικό προϊον) (Τσάρτας, 2004).
Για να προσελκύσει, λοιπόν ένας τόπος δυνητικούς επισκέπτες θα πρέπει αρχικά να καλύπτει κάποιες βασικές ανάγκες σε υποδομές, δηλαδή ασφαλές οδικό δίκτυο (προσπελασιμότητα), διαμονή, φαγητό, περίθαλψη. Έπειτα πανω σε αυτό χτίζεται το ουσιώδες της κατάστασης, όπου θα προσφερθεί στον επισκέπτη η συνολική εμπειρία και το συναίσθημα που αναζητά σε έναν τόπο με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Η αναζητούμενη εμπειρία για έναν «εναλλακτικό ταξιδιώτη» μπορεί να ξεκινά από το άρμεγμα μιας αγελάδας και να καταλήγει σε ορειβασία και κατασκήνωση σε κάποια κορυφή βουνού. Άρα, από τη μια θα πρέπει να διεκδικηθεί και να αξιοποιηθεί κάθε προσφερόμενη οικονομική στήριξη από το εθνικό, αλλά κυρίως από το ευρωπαϊκό επίπεδο (αναπτυξιακά προγράμματα κλπ), αλλά και από την άλλη να υπάρχει ο κατάλληλος σχεδιασμός και κινητοποίηση από την τοπική κοινωνία για την ανάλογη δημιουργία ενός πλέγματος προσφερόμενων δραστηριοτήτων και εμπειριών, λαμβάνοντας υπόψη την ισχυρή τάση για εναλλακτικό τουρισμό, ο οποίος είναι και πιο οικονομικός, αλλά και προσδίδει το κύρος της ιδιαίτερης εμπειρίας έξω από την κουραστική καθημερινότητα.
Κλείνοντας, η ευρύτερη περιοχή της λίμνης των Κρεμαστών παρουσιάζει ανάλογα χαρακτηριστικά και προοπτικές, ωστόσο δεν εχει υπάρξει ποτέ και μια ανάλογη προσπάθεια για σχεδιασμένη τοπική ανάπτυξη. Τον τελευταίο καιρό όμως αναπτύσσεται έντονη δροαστηριοποίηση από την τοπική κοινωνία μέσα από τον εθελοντισμό (σημαντική προσπάθεια από τον Ορειβατικό Σύλλογο Αγράφων, όπως και από τοπικούς πολιτιστικούς συλλόγους), αλλά διαφαίνεται και μια πρωτοβουλία από τις τοπικές αρχές για τον σκοπό αυτό. Η περιοχή των Αγράφων έχει πάρει την προσοχή πάνω της, καθώς στον αντίποδα κινητοποιείται ένα δυναμικό ιδιωτικό διεθνές κεφάλαιο με σκοπό την εγκαθίδρυση εναλλακτικών μορφών παραγωγής ενέργειας σε ολόκληρη την περιοχή. Πρόκειται, όμως για ένα τεράστιο μέγεθος επένδυσης, το οικονομικό όφελος της οποίας θα καρπωθεί το διεθνές κεφάλαιο και όχι η τοπική κοινωνία, ενώ αυτό θα συνιστά ταυτόχρονα και τη φυσική υποβάθμιση όλης της περιοχής, η οποία είναι και από τις πιο καθαρές και πλούσιες στον πλανήτη. Έχει αναπτυχθεί, έτσι ένα πανελλαδικό κίνημα για την καταστολή αυτής της καταστροφικής για τον τόπο επιδίωξης με την ονομασία «#save_agrafa». Πλήθος κόσμου από όλη την Ελλάδα συνεχίζει να επισκέπτεται τον τόπο, μέσα από οργανωμένες εκδηλώσεις συλλόγων με δραστηριότητες όπως η ορειβασία και το ορεινό κάμπινγκ (η μεγαλύτερη συγκέντρωση άγγιζε τα 1000 άτομα), γεγονός το οποίο είναι και καθοριστικό για την προβολή της περιοχής. Άρα, λοιπόν έχει γίνει ενα δυναμικό ξεκίνημα από την τοπική κοινωνία με παράλληλη και τη στήριξη από τις τοπικές και περιφερειακές αρχές, που δίνει το έναυσμα για μια δυνητική αναπτυξιακή πορεία, που μπορεί να καταλήξει ακόμα και στον επαναπατρισμό των ανθρώπων που αναζήτησαν την τύχη τους στην πόλη. Αν υπάρξει ο κατάλληλος σχεδιασμός η εκπαίδευση στο κομμάτι της βιώσιμης ανάπτυξης της περιοχής από τις τοπικές και υπερτοπικές αρχές, όπως και η συμμετοχικότητα των πολιτών με κλίμα συνεργατικότητας, οι προοπτικές είναι λαμπρές για το μέλλον.
Στο χέρι μας είναι!
Βιβλιογραφία/Πηγές
- Αναπτυξιακή Καρδίτσας – ΑΝ.ΚΑ. Α.Ε. http://www.anka.gr/portal/ . Προσπελάστηκε στις 10/05/2018
- Ζαχαρίου, Α. (2014). Χωροταξική μελέτη για την επικαιροποίηση του ολοκληρωμένου τοπικού προγράμματος βιώσιμης ανάπτυξης σε εφαρμογή της habitatagenda δήμου Λίμνης Πλαστήρα. http://plastiras-ota.gr/wp-content/uploads/2017/12/ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΗ-ΜΕΛΕΤΗ.pdf . Προσπελάστηκε στις 10/05/2018
- Ευστρατιάδης Α., Κουκουβίνος Α., Κουτσογιάννης Δ., Μαμάσης Ν (2002). Διερεύνηση των δυνατοτήτων διαχείρισης και προστασίας της ποιότητας της Λίμνης Πλαστήρα, Τεύχος 2: Υδρολογική μελέτη, ηλεκτρονική πρόσβαση στο: https://www.itia.ntua.gr/el/byauthor/Mamassis/9/ . Προσπελάστηκε στις 10/05/2018
- Κρομμύδα, Β (2016). Διαχείριση και προστασία του τοπίου Η περίπτωση της Λίμνης Πλαστήρα. 8ο Διεπιστημονικό Διαπανεπιστημιακό Συνέδριο του Ε.Μ.Π. και του ΜΕ.Κ.Δ.Ε. του Ε.Μ.Π., με θέμα “Η Ολοκληρωμένη Ανάπτυξη των Ορεινών και των Γεωγραφικά Απομονωμένων Περιοχών”. https://www.researchgate.net/publication/308606613_Diacheirise_kai_prostasia_tou_topiou_E_periptose_tes_Limnes_Plastera . Προσπελάστηκε στις 10/05/2018
- Κουτσουρίδης, Α. και Λαγκόνε Μ. (2016). Πιλοτική μελέτη τουριστικής ανάπτυξης λιμναίας περιοχής με τη συμβολή των ΣΓΠ και της τηλεπισκόπησης. Η περίπτωση της λίμνης Πλαστήρα. Πτυχιακή εργασία. ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη. http://ikee.lib.auth.gr/record/282386/files/KOYTSOYRIDHS_LAGONE_DE.pdf . Προσπελάστηκε στις 10/05/2018
- Μπέλλης, Β. (2005). Τοπικά σύμφωνα ποιότητας (Τ.Σ.Π.) στην ανάπτυξη του αγροτικού χώρου – Εφαρμογή στη λίμνη Πλαστήρα. Αναπτυξιακή Καρδίτσας. http://library.tee.gr/digital/m2067/m2067_bellis.pdf . Προσπελάστηκε στις 17/05/2018.
- Νικολάου. Κοινωνική οικονομία – κοινωνική επιχειρηματικότητα. Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων. http://kdvm.gr/Media/Default/Pdf%20enotites/1.2.pdf . Προσπελάστηκε στις 17/03/2018.
- Σαράφη, Β. (2012). Η συμβολή των αναπτυξιακών επιχειρήσεων στη βι’ωσιμη τοπική ανάπτυξη: μελέτη περίπτωσης Δήμος Λίμνης Πλαστήρα. Πτυχιακή Εργασία. Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα.
- Σαργέντης, Γ.Φ. και Χριστοφίδης Α., (2002). Το τοπίο της λίμνης, Διερεύνηση των δυνατοτήτων διαχείρισης και προστασίας της ποιότητας της Λίμνης Πλαστήρα. Τεύχος 4. Τομέας Υδατικών Πόρων, Υδραυλικών και Θαλάσσιων Έργων. Αθήνα: Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. http://www.itia.ntua.gr/el/projinfo/77/ . Προσπελάστηκε στις 10/05/2018
- Tourismpress (2017). Τί είναι βιώσιμος ή αειφόρος τουρισμός. https://tourismpress.gr/ti-einai-viosimos-i-aeiforos-toyrismos. Προσπελάστηκε στις 16/03/2018
- Χριστοφάκης, Ε. (2000). Ενδογενής ανάπτυξη: σχεδιασμός και πολιτική σε τοπικό επίπεδο. Διδακτορική Διατριβή. https://www.openarchives.gr/aggregator-openarchives/edm/phdtheses/000040-10442_11975/view . Προσπελάστηκε στις 16/03/2018