Της κόρης το παράπονο

Της κόρης το παράπονο

Μικρό κορίτσι ήμουνα
που ορφάνεψα από μάνα
και ζούσα σ’ ένα φτωχικό
με δύο αδερφές αντάμα


Μικρούλες ήτανε αυτές
εγώ τις συντηρούσα
το σπιτικό μου φρόντιζα
παντού χαρά σκορπούσαν


Όμως κάποιοι με ζήλεψαν
μάλιστα συγγενείς μου
και μια παγίδα μου ΄στησαν
που ‘δεσε τη ζωή μου


Μια μέρα, μέρα γιορτινή
εκεί στο πανηγύρι
έξω από την εκκλησιά
ήταν και μοναστήρι


Βραδάκι ήταν με παίρνει η θειά
να πάμε να χαρούμε
έλα και θα χορέψουμε
και θα ευχαριστηθούμε


Δεν πρόλαβα να φτάσω εκεί
με παρατάει η θειά μου
και μένω μόνη στη νυχτιά 
παγώνει η καρδιά μου 

Πετιούνται μπρος μου δύο θεριά
άντρες γεροδεμένοι
κατάλαβα η άμοιρη
το τι με περιμένει


Θειά φωνάζω, έλα δω
Θειά βοήθησέ με
Τι να σου κάνω ανιψιά
εμένα ξέχασέ με


Μ’ αρπάζουνε, με δέσανε
σαν ζώο με τραβάνε
όλη νύχτα με σέρνανε
δεν ξέρω πού με πάνε


Εκείνη η μέρα και η αυγή
χάραξε τη ζωή μου
της μοίρας μου το θέλημα
μαύρισε την ψυχή μου

Ξημέρωσε η ανατολή
στην εκκλησιά με πάνε
πάνε και φέρνουν τον παπά
χωρίς να με ρωτάνε

Τους κοίταζα και τους μιλώ
με χείλη πονεμένα
πέστε μου ποιός είναι ο νονός;
και ποιος άντρας για μένα;


Εμένανε παντρεύεσαι
μου λέει ένας κασιδιάρης
γυρίζω και τον κοίταξα
ήταν και... ξεδοντιάρης

Το νυφικό κρεβάτι μου
αντί να το στολίζω
λεβάντες, ροδοπέταλα
με δάκρυα το ποτίζω


Χαθήκανε τα όνειρα
που είχα στο μυαλό μου
να ερωτευτώ, να παντρευτώ
νιο άντρα στο πλευρό μου

Διαβάστε ακόμα

Επικαιρότητα