Τι είναι το καλοκαίρι; Για τους περισσότερους από εμάς, που έτυχε να γεννηθούμε στη συγκεκριμένη γωνιά του πλανήτη, το καλοκαίρι σημαίνει θάλασσα, αμμουδιά. Καθώς τα γυμνά πέλματα βυθίζονται στην καυτή άμμο, προκαλώντας οικεία σε όλους μας ρίγη, το σώμα «γειώνεται» και πάλι με τη γη. Συνδεόμαστε με ό,τι έχουμε μυθοποιήσει από τα παιδικά μας καλοκαίρια. Ακόμη κι αν οι συνθήκες δεν είναι πια (αν ήταν ποτέ) ιδανικές: προσωπικές, επαγγελματικές, οικονομικές.
Το καλοκαίρι μας, λοιπόν, είναι μια αναζήτηση της τέλειας παραλίας. Γι’ αυτό και τα τελευταία χρόνια πιάνω τον εαυτό μου να δυσφορεί ολοένα και περισσότερο με την «κουλτούρα της ξαπλώστρας». Η μία μετά την άλλη, οι ωραιότερες ακτές της χώρας παραδίδονται σε αυτού του είδους την εκμετάλλευση, χωρίς μέτρο, χωρίς κανόνες (στην πράξη) και, κυρίως, χωρίς συναίσθηση των επιπτώσεων. Και αισθάνομαι ότι δεν είμαι μόνος. Φίλοι, γνωστοί ή άγνωστοι διαμαρτύρονται από τις αρχές του καλοκαιριού για το πώς η αγαπημένη τους παραλία «εξαφανίστηκε» από τα ομπρελοκαθίσματα: στην Κρήτη (παντού), στις Κυκλάδες, στον Αργοσαρωνικό, στο Ιόνιο, στη Χαλκιδική, οπουδήποτε. Η εικόνα είναι η ίδια.
Κανόνες υπάρχουν και επιβάλλουν οι μισθώσεις (συνολικά σε μια παραλία) να περιορίζονται στο 50% της έκτασης, να τηρούνται αποστάσεις ανάμεσα στις ξαπλώστρες, όπως και απόσταση από το κύμα. Στην πράξη όλα αυτά καταστρατηγούνται. Οι περισσότεροι τοπικοί άρχοντες στις τουριστικές περιοχές μισθώνουν σχεδόν το σύνολο των παραλιών τους (σίγουρα όλες τις εύκολα προσβάσιμες), θεωρώντας ότι «αυτό ζητάει ο τουρίστας»: να καθίσει στο ένα μέτρο από κάποιον άλλο, να πληρώσει (την ξαπλώστρα ή τον «υποχρεωτικό» καφέ) για να κάνει μπάνιο, να καταναλώσει ακόμη και εκεί για να κινηθεί η τοπική οικονομία. Κι έτσι οι ακτές μετατρέπονται η μία μετά την άλλη σε ένα προϊόν για κατανάλωση.
Και τι γίνεται με όσους δεν επιθυμούν να καθίσουν σε ξαπλώστρες; «Εκδιώκονται» ολοένα και πιο μακριά, σε ολοένα και πιο απομονωμένες, δυσπρόσιτες παραλίες. Μέχρι την επόμενη χρονιά, που θα ανακαλύψουν εμβρόντητοι ότι πλέον τις επισκέπτεται κάποιο «καραβάκι», ότι στήθηκε κι εκεί μια καντίνα. Ξεχνάμε ότι η φυσική ακτογραμμή της χώρας μας, αυτό το μοναδικό δώρο της φύσης, είναι ο κύριος λόγος που έχουμε τουρισμό. Και όταν όλα τα φυσικά τοπία αρχίσουν να χτίζονται, όλες οι απομονωμένες παραλίες «ανακαλυφθούν», όλες οι ακτές γεμίσουν με ξαπλώστρες, τότε θα μείνουμε μόνοι μας να κοιτάζουμε το έκτρωμα που θα έχουμε δημιουργήσει.
Άρθρο του Γιώργου Λιάλιου, στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ