Η Αγόρω / To νέο ποίημα της Κικής Κουκούτση

Η Αγόρω / To νέο ποίημα της Κικής Κουκούτση

Η Αγόρω

Κείνα τα χρόνια τα παλιά
και πριν απ’ το 40
η φτώχεια δέρνει τους πολλούς
μια τσέπη δίχως φράγκα

Μια μάνα είχε τέσσερα
παιδάκια αποκτήσει
δεν είχε όμως η δύστυχη
ψωμί να τα ταΐσει

Ξεκίνησε τη ζητιανιά
ψωμάκι για να εύρη
κοντά στα διπλανά χωριά
μάζεψε λίγο αλεύρι

Στην πλάτη της το φόρτωσε
και άρχισε να ανεβαίνει
να φτάσει η δόλια στο βουνό
κι ύστερα να κατέβει

Σαν έφτασε στην κορυφή
άρχισε να χιονίζει
το χιόνι τηνε σκέπαζε
μα εκείνη συνεχίζει

Για να κατέβει στο χωριό
να πάει στα παιδιά της
η δόλια όμως κρύωσε
κόπηκαν τα φτερά της

Έχασε τις δυνάμεις της
χώθηκε μες στο χιόνι
σιγά-σιγά η άμοιρη
αρχίζει να παγώνει

Ξημέρωσε η ανατολή
και στο χωριό δεν φάνει
φωνάζουν κλαίνε τα παιδιά
η μάνα τι να κάνει

Τρέχουνε τότε οι χωριανοί
και το βουνό γυρίζουν
και τηνε βρίσκουν κόκκαλο
και οι καρδιές ραγίζουν

Μόνα τους τώρα τα ορφανά
στα σπίτια ζητιανεύουν
όμως η ορφάνια είναι κακιά
αγάπη δεν θα εύρουν

Μία μέρα η γειτόνισσα
έψηνε χαμποκούκι
και η μυρωδιά τα κέντρισε
τι μυρωδιά είναι τούτη;

Μπαίνει κρυφά ένα ορφανό
κόβει λίγο ψωμάκι
και φεύγει φεύγει τρέχοντας
να μην το πάρει μάτι

Κατάλαβε τ’ αφεντικό
και τρέχει και το πιάνει
το χτύπησε το άμοιρο
μικρό είναι, τι να κάνει;

Φεύγει τρεχάτο το ορφανό
στα αίματα πνιγμένο
που ‘σαι μανούλα να το δεις
Αχ, το δυστυχισμένο

Και πήρε στράτες ξέστρατες
και λάθος μονοπάτια
και χάθηκε το άμοιρο
στους λόγκους, στα ρουπάκια

Κανείς δεν έμαθε ποτέ
αν εβρέθη, τι εγίνη
ορφάνια είσαι τόσο κακή
Αχ, τη σκληρή οδύνη

Διαβάστε ακόμα

Επικαιρότητα