Από τα εννέα δημοψηφίσματα που έχει γίνει στην χώρα μας από το 1862 και εντεύθεν τα επτά αφορούσαν το Πολιτειακό. Το πλέον καθοριστικό έγινε στις 8 Δεκεμβρίου 1974, λίγους μήνες μετά την κατάρρευση της δικτατορίας, και σε αυτό ο ελληνικός λαός αποφάσισε σε συνθήκες πρωτοφανούς ελευθερίας και με συντριπτική πλειοψηφία στην κατάργηση της βασιλείας, που τόσα δεινά είχε επισωρεύσει στην Ελλάδα τον 20ο αιώνα και την εγκαθίδρυση καθεστώτος αβασίλευτης δημοκρατίας και συγκεκριμένα προεδρευομένης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, όπως αποτυπώθηκε στο ισχύον Σύνταγμα του 1975.
Μία από τις πρώτες ενέργειες της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή ήταν η επαναφορά σε ισχύ του Συντάγματος του 1952, την 1η Αυγούστου 1974, εκτός από τα άρθρα που αφορούσαν την Μοναρχία. Το Πολιτειακό θα λυνόταν οριστικά με δημοψήφισμα εντός 45 ημερών μετά την διεξαγωγή των βουλευτικών εκλογών, που προκηρύχθηκαν για τις 17 Νοεμβρίου και τις οποίες κέρδισε θριαμβευτικά η Νέα Δημοκρατία του Κωνσταντίνου Καραμανλή με το 54, 37% των ψήφων.
Στις 22 Νοεμβρίου, μία μέρα μετά την ορκωμοσία της πρώτης εκλεγμένης μεταπολιτευτικής κυβέρνησης, εκδόθηκε προεδρικό διάταγμα, που όριζε την διεξαγωγή του δημοψηφίσματος για το Πολιτειακό στις 8 Δεκεμβρίου. Ο ελληνικός λαός καλούνταν να αποφασίσει για τον τρόπο ανάδειξης του αρχηγού του κράτους και την επιστροφή ή όχι του Κωνσταντίνου, που ζούσε εξόριστος, μετά το αποτυχημένο κίνημα του κατά της δικτάτορα Παπαδόπουλου τον Δεκέμβριο του 1967 και την κατάργηση της μοναρχίας με το χουντικό δημοψήφισμα της 29ης Ιουλίου 1973, που χαρακτηρίστηκε νόθο.
Αμέσως ξεκίνησε η προεκλογική εκστρατεία, στην οποία δεν αναμίχθηκαν οι πολιτικοί αρχηγοί. Από την πλευρά των οπαδών της αβασίλευτης δημοκρατίας πρωτοστάτησαν ο δημοσιογράφος Μάριος Πλωρίτης, οι πανεπιστημιακοί καθηγητές Φαίδων Βεγλερής και Γεώργιος Μαγκάκης, καθώς και οι πολιτικοί Αλέκος Παναγούλης και ο Κώστας Σημίτης. Η πλευρά των οπαδών της βασιλευομένης δημοκρατίας εκπροσωπήθηκε κυρίως από τον απόστρατο στρατηγό Σοφοκλή Τζανετή. Στον Κωνσταντίνο δεν επετράπη να έλθει στην Ελλάδα και υποστήριξε τις απόψεις του μέσω τηλεοπτικών μηνυμάτων, γεγονός που προκάλεσε πολλά χρόνια αργότερα την γνωστή δήλωση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη περί «unfair» δημοψηφίσματος. Τον τόνο της προεκλογικής περιόδου έδωσαν οι οπαδοί της αβασίλευτης δημοκρατίας και η αφίσα που έμεινε στην ιστορία δια χειρός του σκιτσογράφου Σπύρου Ορνεράκη έδειχνε ένα πιτσιρίκι να κάνει το πιπί του μέσα σ’ ένα ανεστραμμένο στέμμα.
Το μόνο από τα πολιτικά κόμματα που τάχθηκε υπέρ του Κωνσταντίνου ήταν η Εθνική Δημοκρατική Ένωση του Πέτρου Γαρουφαλιά, που είχε μείνει εκτός Βουλής και συσπείρωνε χουντικούς και βασιλόφρονες. ΕΚ-ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και Ενωμένη Αριστερά (ΚΚΕ, ΚΚΕ εσ., ΕΔΑ) τάχθηκαν χωρίς περιστροφές υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας, ενώ η Νέα Δημοκρατία, που είχε στις τάξεις μεγάλο όγκο φιλοβασιλικών ψηφοφόρων, αποφάσισε να τηρήσει ουδέτερη στάση.
Το αποτέλεσμα της κάλπης ήταν συντριπτικό υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας. Υπέρ της καταμετρήθηκαν 3.244.748 ψήφοι (ποσοστό 69,18%), ενώ 1.445.857 πολίτες (ποσοστό 30,82%), επέλεξαν το πολίτευμα της βασιλευομένης δημοκρατίας. Η αποχή έφτασε το 25%. Η Κρήτη έδωσε τα μεγαλύτερα ποσοστά στην αβασίλευτη δημοκρατία, που ξεπέρασαν το 80%, και στους τέσσερις νομούς της, ενώ το ψηφοδέλτιο της βασιλευομένης δημοκρατίας κέρδισε μόνο σε δύο νομούς, την Λακωνία και την Ροδόπη. Στην Ευρυτανία, υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας ψήφισαν 6 στους 10 (ποσοστό 60,69%),
Ο Κωνσταντίνος δεν αμφισβήτησε το αποτέλεσμα και ευχήθηκε «ολοψύχως οι εξελίξεις να δικαιώσουν το αποτέλεσμα» του δημοψηφίσματος. Ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής τόνισε με αποφασιστικότητα ότι «όλοι πρέπει να αναγνωρίσουν ότι ετερματίσθη οριστικώς η εκκρεμότης του Πολιτειακού».
Στις 15 Δεκεμβρίου παραιτήθηκε ο χουντικός Πρόεδρος της Δημοκρατίας Φαίδων Γκιζίκης και τρεις ημέρες αργότερα η Βουλή εξέλεξε προσωρινό Πρόεδρο της Δημοκρατίας, μέχρι την ψήφιση του νέου Συντάγματος, τον βουλευτή επικρατείας της Νέας Δημοκρατίας και πρώην δικαστικό Μιχαήλ Στασινόπουλο, μετά την άρνηση του πρώην πρωθυπουργού Παναγιώτη Κανελλόπουλου να κατέλθει ως υπερκομματικός.