από την έντυπη έκδοση
Με απόφασή του, το Δημοτικό Συμβούλιο Αγράφων, προχώρησε στην έγκριση της ονοματοδοσίας πλατειών σε έξι (6) Τοπικές Κοινότητες του δήμου. Έπειτα και από τη θετική γνωμοδότηση της αρμόδιας επιτροπής του άρθρου 8 του Ν.3463/2006, ο δήμος προέβη στην εκ νέου απόφαση ονοματοδοσίας των πλατειών στις Τοπικές Κοινότητες Βούλπης, Βραγγιανών, Επινιανών, Μοναστηρακίου, Πρασιάς και Τριποτάμου, στο πλαίσιο του εορτασμού των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση.
«Η πρωτοβουλία της Επιτροπής “Άγραφα 1821-2021” για την ονοματοδοσία πλατειών σε χωριά του Δήμου Αγράφων ολοκληρώθηκε. Έξι πλατείες παίρνουν τα ονόματα των εθνικών μας ηρώων από την Επανάσταση του 1821. Το υπέρτατο αγαθό της Ελευθερίας, το οποίο σήμερα απολαμβάνουμε όλοι, αποκτήθηκε μέσα από σκληρούς αγώνες. Δε χαρίστηκε και δε λησμονείται», ανέφερε σχετικά η αντιδήμαρχος Αγράφων, κα Αννέτα Κοτρώνα.
Σε έξι (6) χωριά των Αγράφων
Οι πλατείες που αλλάζουν όνομα είναι οι εξής:
«Πλατεία Ηγουμένου Κυπριανού» στη Βούλπη
Η πλατεία της Τ.Κ. Βούλπης θα ονομαστεί «Πλατεία Ηγουμένου Κυπριανού». Ο Κυπριανός -κατά κόσμον Κώστας Σαξονίδης- γεννήθηκε στη Βούλπη και διετέλεσε ηγούμενος της ιστορικής Μονής Τατάρνας και έχει συνδέσει το όνομά του με σημαντικά γεγονότα και προσωπικότητες της προεπαναστατικής και επαναστατικής περιόδου. Προσωπικότητες, όπως ο Κατσαντώνης και ο Καραϊσκάκης, έχουν περάσει από τη Μονή του ηγούμενου Κυπριανού, η οποία αποτελούσε κέντρο αντιστασιακής δράσης κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Η μεγάλη επανάσταση του Γένους κατά των Οθωμανών στη Ρούμελη ξεκινά στις 22 Μαρτίου 1821, όταν ο Οδυσσέας Ανδρούτσος σε συνεννόηση με τον ηγούμενο Κυπριανό επιτίθενται συντονισμένα σε χρηματαποστολή από τα Ιωάννινα στην περιοχή του παλιού γεφυριού της Τατάρνας. Ο Κυπριανός μαζί με μοναχούς από τη Μονή ακολούθησαν ως συμμαχητές τους επαναστάτες του Ανδρούτσου και καταφέρνουν να κατατροπώσουν το ασκέρι του Τουρκαλβανού Χασάνμπεη Γκέκα. Ήταν η πρώτη μάχη των επαναστατημένων Ελλήνων στην περιοχή της Ρούμελης.
«Πλατεία Ελληνομουσείου Αγράφων – Οσίου Αναστασίου Γόρδιου» στα Βραγγιανά
Η πλατεία στην Τοπική Κοινότητα Βραγγιανών θα φέρει το όνομα «Πλατεία Ελληνομουσείου Αγράφων – Οσίου Αναστασίου Γόρδιου». Ο λόγιος ιερομόναχος Αναστάσιος ο Γόρδιος, γεννήθηκε το 1654 στα σημερινά Μεγάλα Βραγγιανά (τότε Βρανιανά) των Αγράφων. Σπούδασε κοντά σε έναν από τους πλέον σημαντικούς λογίους και διδασκάλους της Τουρκοκρατίας, τον Ευγένιο Γιαννούλη τον Αιτωλό. Δίδαξε στη Σχολή Γραμμάτων του Αιτωλικού για είκοσι περίπου χρόνια (1690-1710) και -κυρίως τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια (1714-1729) της ζωής του- στη Σχολή Γούβας Βραγγιανών («Ελληνομουσείον Αγράφων»). Θεωρείται από τους σημαντικότερους Διδασκάλους του Γένους και λογίους της εποχής του.
«Πλατεία Κατσαντώνη» στα Επινιανά
«Ο Σταυραετός των Αγράφων», ο Κατσαντώνης, γεννήθηκε γύρω στα 1775 στον Μάραθο Άγραφων και ήταν ο πρωτότοκος γιος του αρχιτσέλιγκα Γιάννη Μακρυγιάννη και της Αρετής. Από τα πρώτα χρόνια φάνηκε πως η ζωή αυτού του παιδιού θα ήταν πολεμική και πολυτάραχη. Όσο μεγάλωνε, τόσο έλεγε «Θα φύγω, θέλω να πάω στα βουνά, θέλω να γίνω κλέφτης». Και η μάνα του τον συμβούλευε: «κάτσε Αντώνη μ’, κάτσε Αντώνη μ’». Από εκεί, σύμφωνα με την παράδοση, πήρε το όνομα Κατσαντώνης.
Ο Κατσαντώνης κατορθώνει να γίνει ο φόβος και ο τρόμος και η φήμη του απλώνεται σε όλη την περιοχή των Τζουμέρκων, των Αγράφων και της Ακαρνανίας. Η κορύφωση και η αναγνώρισή του ως πολέμαρχου γίνεται στη κλεφταρματωλική σύναξη της Λευκάδας τον Ιούλιο του 1807. Μεγάλα ονόματα της κλεφτουριάς όπως ο Καραϊσκάκης, ο Κολοκοτρώνης, ο Χασιώτης, ο Βαρνακιώτης κ.α. αναγνωρίζουν τον Κατσαντώνη με επίσημη ανακήρυξη ως αρχηγό όλων των κλεφτών.
Φεύγει πάλι για τα αγαπημένα του βουνά, αλλά το 1808 αρρωσταίνει από ευλογιά και αποτραβιέται (με τον αδελφό του Γιώργο Χασιώτη και πέντε παλικάρια του) σε μια σπηλιά μέχρι να γίνει καλά. Οι Τούρκοι όμως, ύστερα από εντολές του Αλή πασά, τους βρίσκουν και τους αιχμαλωτίζουν. Τους φέρουν στα Γιάννενα δεμένους. Κάτω από τον ιστορικό πλάτανο, του έσπασαν οι δήμιοί του με σφυριά, τα κόκαλα χεριών και ποδιών, αργά – αργά.
Καρτερικά όμως υπομένει όλα τα βασανιστήρια και όπως σε όλη του τη ζωή παρέμεινε αλύγιστος και απροσκύνητος, ούτε και τώρα δε λύγισε μπροστά στα φριχτά μαρτύρια. Όπως υποστηρίζει η παράδοση, ο Κατσαντώνης την ώρα του μαρτυρίου τραγουδούσε τραγούδια της λευτεριάς.
«Πλατεία Τσάκα Αθανασίου» στο Μοναστηράκι
«Πλατεία Τσάκα Αθανασίου» αναμένεται να ονομαστεί η πλατεία της Τ.Κ. Μοναστηρακίου. Ο Θανάσης Τσάκας γεννήθηκε στο Μοναστηράκι. Είχε καταγωγή σαρακατσάνικη και η βαθιά απέχθειά του στην καταπίεση της εξουσίας του Αλή Πασά και των κοτζαμπάσηδων, τον έσπρωξε στο Κλέφτικο. Γιγαντόσωμος και δυνατός σαν ταύρος, ο Τσάκας, διακρίθηκε σε όλες τις συγκρούσεις κόντρα στα εχθρικά στρατεύματα και έγινε ένα από τα αγαπημένα πρωτοπαλίκαρα του επαναστάτη των Αγράφων, Κατσαντώνη. Στα πύρινα χρόνια της επανάστασης του 1821 ο Τσάκας έδωσε σώμα και ψυχή στον αγώνα, παίρνοντας μέρος σε δεκάδες μάχες δίπλα στον Καραϊσκάκη. Ακόμη έλαβε μέρος και στη μάχη για την απελευθέρωση του Καρπενησίου (Ιούλης 1825).
«Πλατεία Κοσμά Αιτωλού» στην Πρασιά
Την ονοματοδοσία της πλατείας στην Πρασιά σε «Πλατεία Κοσμά Αιτωλού» αποφάσισαν τα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου.
Ο Κοσμάς ο Αιτωλός, ελληνόρθοδοξος ιερομόναχος, ιερομάρτυρας, ισαπόστολος και εθνεγέρτης, υπήρξε η πλέον δραστήρια και επιβλητική φυσιογνωμία του νεοελληνικού Μαρτυρολογίου.
Ξεκίνησε το ιεραποστολικό του έργο στο υπόδουλο έθνος, το οποίο συνέχισε αδιάλειπτα για είκοσι χρόνια και επισφράγισε με το μαρτύριό του. Κήρυττε τον λόγο του Θεού σε γλώσσα απλή και κατανοητή, ενώ παράλληλα ενίσχυε το φρόνημα του υπόδουλου γένους στα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Η κεντρική συνοικία της Πρασιάς, της παλιάς Ζελενίτσας, το Κυπαρίσσι, οφείλει το όνομά του στο τεράστιο κυπαρίσσι του χωριού που δεσπόζει απ’ όπου κι αν κοιτάξει κανείς.
Ο πατρο-Κοσμάς χρησιμοποίησε αυτό το κυπαρίσσι για να απαντήσει στην ερώτηση των κατοίκων για ελευθερία λέγοντάς τους: ”Αν το κυπαρίσσι αυτό ξεραθεί από την κορυφή του, η Πατρίδα θα ελευθερωθεί, αν ξεραθεί από κάτω, δεν θα ελευθερωθεί”. Το κυπαρίσσι, ένα από τα μεγαλύτερα στα Βαλκάνια, ανακηρύχτηκε μνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς από το Υπουργείο Πολιτισμού.
«Πλατεία Οδυσσέα Ανδρούτσου» στον Τριπόταμο
Τον Γενάρη του 1821, στη Λευκάδα, συγκεντρώθηκαν οι Ρουμελιώτες καπεταναίοι Καραϊσκάκης, Ανδρούτσος, Βαρνακιώτης, Τσόγκας, Μακρής, Πανουργιάς κ.α. Απ΄ την Πελοπόννησο ο Ηλίας Μαυρομιχάλης και από τα Νησιά ο Τομπάζης, προκειμένου να πάρουν απόφαση για τον ξεσηκωμό. Αποφάσισαν να αρχίσουν όλοι μαζί την επανάσταση την 25η Μαρτίου και καθόρισαν σε ποιο μέρος θα πήγαινε ο καθένας τους, ώστε υπεύθυνα να οργανώσει την επανάσταση. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ανέλαβε την υποχρέωση να ξεσηκώσει μαζί με τους άλλους καπεταναίους τη Ρούμελη, εμποδίζοντας το πέρασμα των τούρκικων δυνάμεων στο Μωριά.
Πράγματι, στις 19 του Μάρτη ο Ανδρούτσος πέρασε, μόνος και μεταμφιεσμένος για να μην τον αναγνωρίσουν, από την Πάτρα στις απέναντι ακτές της Ακαρνανίας με κεφαλλονίτικο πλοίο γεμάτο πολεμικά εφόδια. (…) Από τη Λεπενού με τα παλικάρια που τον ακολούθησαν και άλλους που συγκέντρωσε στη διαδρομή του στον Βάλτο, τράβηξε για το Μοναστήρι της Τατάρνας όπου και διανυκτέρευσε το βράδυ της 21ης Μαρτίου. Φτάνοντας στο Μοναστήρι πληροφορήθηκε από τον ηγούμενο Κυπριανό ότι την άλλη μέρα θα περνούσε από το παλιό πέτρινο γεφύρι της Τατάρνας, τουρκική χρηματαποστολή προς το Μεσολόγγι, που τη συνόδευε ένοπλο στρατιωτικό σώμα.
Έτσι, έστησε ενέδρα με τα παλικάρια του, έχοντας και την ενίσχυση του γενναίου ηγουμένου και των ενόπλων καλογέρων του Μοναστηριού. Η ενέδρα στήθηκε στον Αχελώο, ανάμεσα σε θεόρατα βράχια που τα διέσχιζε αντιβουίζοντας ο ποταμός και τα στεφάνωνε το παλιό τεράστιο πέτρινο μονότονο γεφύρι που ένωνε τα Άγραφα της κλεφτουριάς και των Κατσαντωναίων με τον ξακουστό Βάλτο. Σαν έφτασαν οι Τούρκοι και μπήκανε για τα καλά στη στημένη φάκα, άρχισαν τα καριοφίλια των επαναστατημένων ραγιάδων να ξερνοβολάνε πάνω τους τη φωτιά και το θάνατο. Όσοι γλύτωσαν πέφτουν στα γόνατα σηκώνοντας τα χέρια ψηλά, ζητώντας έλεος. Ο Οδυσσέας, υπακούοντας στο παλιό κλέφτικο συνήθειο που ‘λεγε πως προσκυνημένο κεφάλι δεν κόβεται, τους χάρισε τη ζωή. Και σαν να μην έφτανε αυτό, αφού τους ξαρμάτωσε, τους άφησε να φύγουν μαζί με τα χρήματα που συνόδευαν για να τα πάνε στον προορισμό τους, στους πασάδες τους. Οι Τούρκοι για εκδίκηση θα κάψουν το Μοναστήρι.