Οι λαογραφούντες αυτές τις ημέρες της Αποκρηάς, τις πρώτες του Τριωδίου, καταγράφουν κάποιες στιγμές “αμηχανίας” στα θέματα εορτασμού της Αποκρηάς. Για όλες τις άλλες γιορτές του κύκλου του χρόνου, η λαϊκή παράδοση και η εκκλησιαστική παράδοση, πάνε χέρι χέρι. Ως προς τον εορτασμό της Αποκρηάς όμως, υπάρχει μια αμηχανία όπως είπαμε, την οποία επί 20 συναπτούς αιώνες σχεδόν κάθε χρόνο την παραβλέπουμε και κάθε χρόνο τη συναντάμε μπροστά μας. Και μιλάω για τα Καρναβαλικά έθιμα της περιόδου αυτής, ή του Δωδεκαημέρου σε άλλες περιοχές. Και αποτελούν “αμηχανία”, καθώς κατά τον Λουκάτο και πολλούς άλλους ερευνητές της Λαογραφίας, τα έθιμα αυτά είναι (ή ήταν) βαθιά ριζωμένα στις παραδόσεις μας, παρά το γεγονός ότι η Εκκλησία έχει απαγορεύσει τη συμμετοχή πιστών στην τέλεση τέτοιων εθίμων. Βέβαια, κατά την ποιμαντική της οικονομία, εκτός και αν μόνο κάποιος προέβη σε εγκλήματα, τότε μόνο επιβάλλει βαριά εκκλησιαστική κανονική ποινή. Σε άλλες περιπτώσεις συγχωρεί κατά Θεία οικονομία όπως είπαμε. Τους λαϊκούς. Στους κληρικούς είναι πιο αυστηρή.
Δεν είναι πολύ αυστηρή η παράδοση της Εκκλησίας απέναντι στους Καρναβαλιστές και στα Αποκρηάτικα έθιμα. Θα θυμηθούμε ίσως μόνο την περίπτωση του αφορισμού των κατοίκων του Ξυνού Νερού της Φλώρινας από τον επίσκοπο Αυγουστίνο Καντιώτη. Ούτε στην Πάτρα παρατηρήθηκαν αφορισμοί ή αυστηρές εκκλησιαστικές ποινές από τους ποιμαίνοντες επισκόπους.
Σε έναν λαϊκό που συμμετέχει ξέφρενα σε ένα αποκριάτικο γλέντι, χωρίς όμως να παρεκτραπεί ηθικά σε μη αναστρέψιμες πράξεις, δεν γνωρίζω να έχει υπάρξει πνευματικός που να τον έχει κλείσει εκτός της ζωής της Εκκλησίας. Θα ήταν άλλωστε υποκριτική η στάση του. Και με αυτή την ευκαιρία θα ήθελα να θυμηθούμε το από πεντηκονταετίας εμπνευσμένο κήρυγμα, του εκ Κερασοχωρίου ορμωμένου Μητροπολίτη Χαλκηδόνας +Μελίτωνος Χατζή* στη Μητρόπολη Αθηνών. Κυριακή της Τυρινής, πριν από 53 χρόνια, στις 8 Μαρτίου του 1970. Όχι απλώς μεσούσης της Χούντας αλλά στο αποκορύφωμά της, στη Μητρόπολη της Αθήνας παίρνει άδεια και λειτουργεί ο τότε Νο2 του Οικουμενικού Πατριαρχείου, Μητροπολίτης Χαλκηδόνος Μελίτων, που ήταν περαστικός από την Αθήνα. Θεωρείτο την εποχή εκείνη 100% βέβαιος διάδοχος του Πατριάρχη Αθηναγόρα και προετοίμαζε ήδη ως δικό του διάδοχο τον σημερινό Πατριάρχη Βαρθολομαίο.
Την ημέρα εκείνη εκφώνησε στη Μητρόπολη της Αθήνας ένα συγκλονιστικό και μοιραίο κήρυγμα. Συγκλονιστικό στην ουσία του και μοιραίο σε σχέση με τον ίδιο και την εκκλησιαστική Ιστορία. Το κήρυγμα Υπέρ του Καρνάβαλου ενόχλησε τόσο πολύ, που δύο χρόνια αργότερα, όταν πέθανε ο Αθηναγόρας και το Φανάρι ετοιμαζόταν να εκλέξει Πατριάρχη τον Μελίτωνα, με παρέμβαση ενδεχομένως της εξωτερικής πολιτικής της Χούντας, το όνομα του Μελίτωνα διεγράφη από τη λίστα των εκλογίμων από τη Νομαρχία της Κωνσταντινούπολης. Το Φανάρι, ποιώντας την ανάγκη διπλωματίας, αποφάσισε να εκλέξει έναν άπειρο ως προς τα διοικητικά Ιεράρχη, τον πράο μακαριστό Δημήτριο και παρασκηνιακά να τον καθοδηγεί στα καθήκοντά του ο Μελίτων.
Τι ενόχλησε τόσο πολύ την υπερσυντηρητική εκείνη την εποχή και χειραγωγούμενη, από Οργανωσιακούς Θεολόγους, Ελλαδική Εκκλησία και Πολιτεία; Οι οργανωσιακοί (μέλη των οργανώσεων Ζωή, Σταυρός κ.α.) εμπνέονταν την εποχή εκείνη από μια προτεσταντικής προέλευσης υποκριτική σεμνοτυφία αμερικανικού τύπου.
Ιδού μερικά αποσπάσματα του συγκλονιστικού κηρύγματος του Χαλκηδόνος Μελίτωνος: “Ἀδελφοί μου, Τίποτε δὲν καυτηρίασε ὁ Κύριος τόσο πολύ, ὅσον τὴν ὑποκρισία. Καὶ ὀρθῶς, εἰς αὐτὴν εἶδεν, ὅτι ὑπάρχει πάντοτε ὁ μεγαλύτερος παραπλανητικὸς κίνδυνος, δηλαδὴ τὸ ἑωσφορικὸν ἀγγελοφανὲς φῶς. Εἶναι πράγματι φοβερὴ ἡ δύναμις τῆς ὑποκρισίας. Τόσο γι᾿ αὐτὸν ποὺ τὴ ζῇ καὶ τὴν ἀσκεῖ, ὅσο καὶ γι᾿ αὐτοὺς ποὺ τὴν ὑφίστανται. Καὶ εἶναι ἐπικίνδυνη ἡ ὑποκρισία, διότι ἀνταποκρίνεται πρὸς βαθύτατον ψυχολογικὸν αἴτημα τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος θέλει νὰ φανῇ αὐτὸς ποὺ δὲν εἶναι. Ἀκόμη καὶ ἐνώπιον τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ ἐνώπιον τοῦ θεοῦ. Καὶ ἔτσι ξεφεύγει ἀπὸ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἁπλότητα καὶ φυσικὰ καὶ ἀπὸ τὴν μετάνοιαν καὶ τὴν σωτηρίαν. Σὲ λίγες ὧρες ἔξω ἀπὸ αὐτὸν τὸν ναόν, ἔξω ἀπὸ τὴν γαλήνην του, εἰς τοὺς δρόμους αὐτῆς τῆς Πολιτείας, θὰ παρελάσῃ ὁ Καρνάβαλος. Μὴ τὸν περιφρονήσετε καὶ μὴ τὸν χλευάσετε καὶ μὴ μὲ κατακρίνετε, ποὺ τὸν ἀναφέρω αὐτὴ τὴ στιγμή. Δὲν εἶναι καθόλου ἄσχετος μὲ τὸ μέγιστο πρόβλημα τῆς ὑποκρισίας. Νὰ τὸν προσέξετε ἐφέτος τὸν Καρνάβαλο μὲ σεβασμὸ καὶ βαθὺ στοχασμό. Εἶναι πανάρχαιο τὸ φαινόμενο καὶ εἶναι φαινόμενο βαθυτάτου καὶ ἀγχώδους αἰτήματος τῆς ψυχῆς τοῦ ἄνθρωπου, νὰ λυτρωθῇ ἀπὸ τὴν καθημερινή του ὑποκρισία μὲ μίαν ἔκφρασιν ἀνωνύμου, διονυσιακῆς νέας ὑποκρισίας. Εἶναι τραγικὴ μορφὴ ὁ Καρνάβαλος. Ζητεῖ νὰ λυτρωθῆ ἀπὸ τὴν ὑποκρισίαν ὑποκρινόμενος. Ζητεῖ νὰ καταλύσῃ ὅλες τὶς ποικίλες προσωπίδες, ποὺ φορεῖ κάθε μέρα μὲ μία νέα, τὴν πιὸ ἀπίθανη. Ζητεῖ νὰ ἐκκενώσῃ ὅ,τι ὑπάρχει ἀπωθημένο μέσα στὸ ὑποσυνείδητό του καὶ νὰ ἐλευθερωθῇ, ἀλλὰ ἐλευθερία δὲν ὑπάρχει, ἡ τραγωδία τοῦ Καρνάβαλου παραμένει ἄλυτη. Τὸ βαθύτατο αἴτημά του εἶναι νὰ μεταμορφωθῆ”.
Και τραγικά ο Μελίτων τολμά να αναφέρει με το όνομά του τι είναι αυτό που συμβαίνει την εποχή εκείνη στη κοινωνία: η μεταμόρφωση. “Ἐδῶ, λοιπόν, εἶναι ἡ θέσις τῆς Ἐκκλησίας, κοντὰ στὸν Καρνάβαλο. Σ᾿ αὐτὸν ποὺ ζητεῖ μεταμόρφωση, τὸ κεντρικὸ κήρυγμα τῆς Ὀρθοδοξίας. Τὴν μεταμόρφωσι. Νὰ μὴ τὸν καταδικάσουμε, λοιπόν, τὸν Καρνάβαλο, ἀλλὰ νὰ σταθοῦμε καὶ κάτω ἀπὸ τὴν προσωπίδα του νὰ ἀκούσωμε τὴν ἀγωνία του, τὴν ἔκκλησί του καὶ τὸ δάκρυ του. Ἐπαναλαμβάνω, τῆς Ὀρθοδοξίας τὸ βαθύτερο κήρυγμα ζητεῖ ὁ Καρνάβαλος, περιφερόμενος εἰς τοὺς δρόμους τῆς Πολιτείας: Τὴ μεταμόρφωσι. Καὶ εἶναι ὁ εἰλικρινέστερος καὶ ἐντιμότερος τῶν ὑποκριτῶν. Ἴσως θὰ νομίσετε, ὅτι ἀστειεύομαι. Ἀπολύτως ὄχι. Δὲν ὑπάρχει σοβαρώτερο πρόβλημα αὕτη τὴν ὥρα διὰ τὴν Ἐκκλησίαν. Δὲν εἶναι δυνατὸν ἡ Ἐκκλησία, καὶ μάλιστα ἡ Ὀρθόδοξος, ἡ δική μας Ἐκκλησία, νὰ νοηθῇ ὡς ἄσχετη πρὸς τὴ ζωή, πρὸς τοὺς καιρούς, πρὸς τὴν ἀγωνίαν αὐτῆς τῆς ὥρας, πρὸς τὰ φλέγοντα προβλήματα αὐτῆς τῆς στιγμῆς…”.
Και η αγωνία του, που δεν την άκουσε κανένας: “Ὑποκρινόμενοι τὴν χθές, ἀπουσιάζομεν ἀπὸ τὴν σήμερον καὶ ἡ αὔριον ἔρχεται ἄνευ ἡμῶν, μᾶς προέλαβεν ἡ μεθαύριον”. [..]…”ἡ ἁπλή, ἡ εὐκολωτέρα ἀντιμετώπισις τῶν προβλημάτων εἶναι νὰ τὰ χλευάσῃ καὶ νὰ τὰ κατακρίνῃ κανεὶς καὶ νὰ ἀντιπαρέλθῃ”.
Υπερασπίζεται το φαινόμενο η νεολαία να υιοθετεί νέες συνήθειες, δεν μπορεί να δεχτεί ότι είναι αφύσικα “ὅλα αὐτὰ τὰ συνταρακτικὰ γεγονότα καὶ φαινόμενα τῆς νέας γενεᾶς τῆς ἀνθρωπότητος, ἡ ἔξαλλος μουσική, οἱ ἔξαλλοι χοροί, ἡ ἔξαλλος ἐπένδυσις, ὅλη αὐτὴ ἡ παγκόσμιος ἐπανάστασις τῆς νεολαίας. Άν ὅλοι οἱ μικρόνοες, ὅλοι οἱ ἐθελοτυφλοῦντες, ὅλοι οἱ παρελθοντολόγοι καὶ ἐγκαυχώμενοι διὰ τὴν ἀρετὴν τῆς ἐποχῆς των συνωμοτήσουν, διὰ νὰ κατακρίνουν ὅλα αὐτὰ τὰ πράγματα, ἡ Ἐκκλησία ἔχει χρέος νὰ σταθῇ μὲ θεανδρικὴν κατανόησιν, ἐνανθρωπιζομένη ὅπως ὁ Κύριός της ἐν μέσῳ ἑνὸς νέου κόσμου, ποὺ ἔρχεται μακρόθεν, καὶ νὰ ἀκούσῃ αὐτὴ τὴν ἀγωνιώδη κραυγήν, ποὺ ἀναπηδᾶ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ θεωρούμενα ἀπὸ ἐμᾶς ἔξαλλα πράγματα”.
Και η συγκλονιστική κατακλείδα του κηρύγματος : “Κάτι ἔχει νὰ μᾶς πῇ μὲ ὅλα αὐτὰ τὰ φαινόμενα αὐτὸς ὁ κόσμος, ποὺ ἔρχεται νέος εἰς τὸ προσκήνιον τῆς Ἱστορίας. Τὰ νομιζόμενα ἔξαλλα δι᾿ ἡμᾶς τοὺς παλαιούς, ὅταν λάβωμεν ὑπ᾿ ὄψιν τὸ φοβερὸν γεγονός, ὅτι ἕνα ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς ἐποχῆς μας εἶναι ἡ τεραστία ἀπόστασις, ποὺ ὑπάρχει στὴ διαδοχὴ τῶν γενεῶν, δηλαδὴ ἡ γενεά, ἡ ὁποία ἔρχεται ἔπειτα ἀπὸ ἐμένα ἔχει ἀπόστασιν τριῶν γενεῶν. Πῶς ἔχομεν τὴν ἀξίωσιν νὰ τὴν κατανοήσωμεν ἡμεῖς αὐτὴν τὴν νέαν γενεάν, ποὺ ἔρχεται, ἐὰν δὲν εἴμεθα Ἐκκλησία Χριστοῦ συνεχῶς ἐνανθρωπίζομενη, συνεχῶς μεταμορφουμένη καὶ συνεχῶς μεταμορφώνουσα;”.
Πώς να δεχτούν οι τότε κρατούντες συνταγματάρχες, οι άτεγκτοι (υποχείρια των οργανωσιακών θεολόγων) γυμνασιάρχες και αυταρχικοί εκπαιδευτικοί, οι χωροφύλακες κυριολεκτικά και μεταφορικά, τέτοια συγκλονιστική παραδοχή ότι ο κόσμος άλλαζε ερήμην τους και ότι ήταν εγκληματική η υποκρισία τους να προσποιούνται ότι δεν το βλέπουν. Και είναι ο κύριος λόγος για τον οποίο η γενιά εκείνη, η της Μεταπολίτευσης, απομάκρυνε από την καθημερινότητά της κάθε αναφορά στη παράδοση, ακόμα και των “συμπαθητικών” της πλευρών. Γύρισε τη πλάτη της στην παράδοση, θεωρώντας την ως ένα ακόμη εργαλείο στα χέρια των αυταρχικών και αυτόκλητων θεματοφυλάκων της, παραβλέποντας ότι η Παράδοση είναι δημιούργημα ανθρωποκεντρικό, από και για τον ελεύθερο άνθρωπο.
Και ερχόμαστε στο σήμερα. Οι κληρικοί του σήμερα, είναι πιο κοντά στον λαϊκό άνθρωπο. Δεν τηρούν την απόσταση της Καθέδρας. Είναι πιο συγχωρητικοί. Ακόμα και στα Καρναβάλια. Επειδή όμως τηρούν τις αποστάσεις που επιβάλλουν οι θείοι κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων, δεν θα συμμετέχουν σε τέτοιες εκδηλώσεις. Δεν το έχω δει να γίνεται ποτέ. Οι δε έγγαμοι ιερείς έχουν και το δύσκολο χρέος να περιορίσουν και την οικογένειά τους από τον κοσμικό εορτασμό του Καρναβαλιού. Αξίζουν τον σεβασμό μας και μόνο για αυτό.
Τι γίνεται όμως εάν ένας κληρικός είναι και πρόεδρος πολιτιστικού συλλόγου με λαογραφικές ανησυχίες. Ως πρόεδρος συλλόγου ο παπάς επιτρέπει στον σύλλογό του να χορέψει στα καρναβάλια; Οι κανόνες είναι σαφείς: ο ιερέας οφείλει να αποτρέπει τους χριστιανούς από την συμμετοχή σε καρναβάλια. Να επιτρέψει την συμμετοχή μόνο με χορό χωρίς την τέλεση καρναβαλικών εθίμων; Είναι σαν να στέλνουμε ένα παιδάκι σε χαμαιτυπείο με την νουθεσία να μην σκανδαλιστεί. Γίνεται; Κατά την δική μου άποψη δεν γίνεται. Οπότε αν ο ενοριακός πολιτιστικός σύλλογος θέλει συμμετοχή σε καρναβάλια, καλό θα είναι να μην είναι ενοριακός και υπό την ευθύνη ιερέα. Αν θέλει ο σύλλογος να είναι ενοριακός, καλό είναι να προσέχει που συμμετέχει και να μην φέρνει τον ιερέα και υπεύθυνο του σε δύσκολη και αμήχανη θέση και να αποφεύγει τα καρναβάλια. Είναι νομίζω η μοναδική περίπτωση που η θυμοσοφική παροιμία “ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς” αποκτάει και θεολογική ή νομοκανονική ερμηνεία. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις είναι τιμητικό να είναι και παπάς και ζευγάς. Καλές Απόκριες και καλή Σαρακοστή!
*Ο Μελίτων (κατά κόσμος Σωτήριος) Χατζής γεννήθηκε στην Πόλη, γιος του Νικολάου Χατζή, Κερασοβίτη εξ Ευρυτανίας εμπόρου της Πόλης