“Οι τρεις Θάνατοι του Φώτη Πεσλή. Ή την Κυριακή πέρασε στο επέκεινα ο τελευταίος φύλακας του Μάραθου.
Ο Φώτης ήταν ανιψιός μου, παιδί της μεγάλης μου αδερφής, και ως εκ τούτου ό,τι γράψω απόψε θα είναι υπό το συναισθηματικό βάρος μιας προσωπικής απώλειας και τραγωδίας.
Θα ήθελα να είμαι όμως ειλικρινής μαζί σας, δεν γράφω να εισπράξω τη συμπάθεια σας και τα συλλυπητήριά σας συνταξιδιώτες του Χάους και θα σας παρακαλούσα να το αποφύγετε.
Αν γράφω είναι για να μιλήσω με οργή και λύπη για την διαχρονική αναπηρία του κράτους και των βαθμών αυτοδιοίκησης και τη συγκρότηση του κοινωνικού μοντέλου, που λειψό, ανάπηρο και ανάλγητα απρόσωπο, αφήνει ανθρώπους σαν τον Φώτη στην τύχη τους να παλεύουν με το αδύνατο και με την μοίρα τους. Γιατί μερικές φορές η μοίρα με μερικούς ανθρώπους είναι σκληρή και αδυσώπητη.
Θα σας πω συνοπτικά την ιστορία του Φώτη μου που πριν σκοτωθεί την Κυριακή που μας πέρασε 200 μέτρα από το σπίτι του είχε πεθάνει ήδη άλλες δύο φόρες.
Η πρώτη ήταν τον Νοέμβριο του 1994, στα 20 του χρόνια, όταν έξω από το Καρπενήσι, επιστρέφοντας συνεπιβάτης σε αγροτικό φίλου του, έπεσαν έξω και βρέθηκε σε χαράδρα 150 μέτρων. Οι διασώστες βρήκαν πρώτα τον οδηγό και τον ανέβασαν επάνω και κατεβαίνοντας ξανά κάτω, ο γιατρός έπαθε έμφραγμα και ο Φώτης έμεινε για ώρες αβοήθητος μέχρι να επιστρέψουν οι διασώστες για την περισυλλογή του. Θεωρήθηκε νεκρός και τον μετέφεραν στο νεκροτομείο! Μετά από κάποιο χρόνο η νοσοκόμα που είχε ξεχάσει κάτι στο χώρο του νεκροτομείου μπαίνοντας άκουσε το νεαρό Φώτη να βογγά. Μεταφέρθηκε εσπευσμένα στην Αθήνα και μετά από τρίμηνη παραμονή στην εντατική και δεκάμηνη παραμονή στα νοσοκομεία επέστρεψε στο χωριό μας, τον Μάραθο.
Στα επόμενα 29 χρόνια, το κράτος, η Νομαρχία, ο Δήμος «έκαναν» το καθήκον τους ορίζοντας την αναπηρία του Φώτη στο 50% . Παλέψαμε με τους γονείς του να του βρούμε κάποια απασχόληση αλλά δυστυχώς ένα παιδί με ήπια βραδύτητα δεν ήταν πουθενά δεκτός για εργασία.
Το πάλεψε για μερικούς μήνες στο Καρπενήσι και στα Χανιά, αλλά ένοιωθε πως ήταν απόβλητος της κοινωνίας και επέστρεψε στην γονική αγκαλιά στο Μάραθο, ως ο μοναδικός νέος άνθρωπος ανάμεσα σε γέρους και ξωμάχους. Εκεί επί 29 χρόνια πέθαινε κάθε μέρα με μια σιωπηλή εσωστρέφεια αλλά πάντα γενναιόδωρος με τους επισκέπτες και με την φύλαξη του ιστορικού ναού του Μαράθου, του Αϊ Ταξιάρχη. Παρ’ όλες μου τις πιέσεις να κατεβαίνει Αθήνα ή στην Αταλάντη στάθηκε αδύνατο να τον πείσω να βγει από την περίκλειστη ζωή του στο Μάραθο και την ενασχόληση του με τα λιγοστά ζώα των υπερήλικων γονιών του.
Την προηγούμενη Παρασκευή βρεθήκαμε στο Μάραθο με τους φίλους μας Αλέξανδρο Παπαϊωάννου και Ανθή Αργύρη και ο Αλέξανδρος είχε μαζί του μια τρίωρη κουβέντα για την εικόνα μιας καθολικής εκκλησίας της Σουηδίας. Και την ώρα της κουβέντας είχε την όψη αγγέλου καθώς πήγε και έφερε μια εφημερίδα και με περηφάνια έδειξε στον Αλέξανδρο τη χριστιανική εικόνα και άκουγε τον Αλέξανδρο αναπνέοντας αθόρυβα τη ρευστότητα των λέξεων του.
Το Σάββατο το πρωί που τον αποχαιρετήσαμε, με ρώτησε, πότε θα ξαναπάμε, το βλέμμα του ήταν φορτωμένο από μαύρη λύπη και από ίσκιους φανερής ματαιότητας…
Είκοσι έξι ώρες αργότερα ο Φώτης, ο φύλακας του Μαράθου, που πιστεύαμε πως θα ήταν εκεί για χρόνια να μας ανάβει το καντήλι στη μοναξιά του τάφου μας, (όσοι αγαπάμε αυτό τον τόπο και θέλουμε όταν έρθει το κέλευσμα να επιστρέψουμε εκεί οριστικά) πέρασε με επώδυνο τρόπο στο επέκεινα και στην ανυπαρξία…
Τόσο ελαφρός, σαν πουλί γλίστρησε στο γκρεμό καθώς φυλούσε τα ζωντανά του από τους λύκους, που πια μπαίνουν στο χωριό! Και το άθλιο κράτος μας τους ζητά να μαζεύουν τα κεφάλια των ζώων που τρώνε οι λύκοι σε ψυγείο μέχρι να γίνουν επτά για να πάει υπάλληλος να τα καταμετρήσει για αποζημίωση!!!
Αυτός ήταν ο τελικός τραγικός Θάνατος του Φώτη! αλλά ο Φώτης είχε πεθάνει ουσιαστικά από τους δυο προηγούμενους Θανάτους του, της ατυχίας του και της κοινωνικής μας αδιαφορίας.
Αναρτώ απόψε μαζί με την θλίψη μου τη θερμή παράκληση στους πολίτες και στα δημοκρατικά κόμματα να σκύψουμε πάνω στις ανάγκες των ανθρώπων που έχουν ανάγκη όταν τη χρειάζονται πραγματικά. Αλλιώς οι χαροκαμένες μάνες θα κουβαλούν το αβάστακτό βάρος της απώλειας των παιδιών τους έως θανάτου, ανεξάρτητα αν σκοτώνονται μαζικά ή κατά μόνας, γιατί όσα συλλυπητήρια κι αν στέλνουν τα κόμματα και οι πολιτικοί κι όσο κι αν παρευρίσκονται αμήχανοι στις κηδείες τους, το θέμα είναι να είναι εκεί στον ίσκιο των αναγκών τους όσο είναι στη ζωή…
Για την ορφάνια του Μαράθου σας γράφω απόψε, με λόγια αδέξια, και να με συμπαθάτε γι’ αυτό, συνταξιδιώτες του Χάους”.
Πάνος Νιαβής