Ο δικός μου Αγιώργης / Αυτή η ταπεινή εκκλησία ήταν παλαιόθεν συνδεδεμένη με δεσμούς δακρύων & αίματος με τους Καρπενησιώτες

Ο δικός μου Αγιώργης / Αυτή η ταπεινή εκκλησία ήταν παλαιόθεν συνδεδεμένη με δεσμούς δακρύων & αίματος με τους Καρπενησιώτες

Γράφει, με αφορμή τη σημερινή εορτή του Αγίου Γεωργίου, και την ομώνυμη εκκλησία στο Καρπενήσι, ο δημοσιογράφος Δημήτρης Ευαγγελοδήμος:

Ο δικός μου Αγιώργης

Ο Αγιώργης -μεγάλη η χάρη του!- στο Καρπενήσι δεν γιορτάζει μόνο στις 23 Απριλίου ή τη Δευτέρα της Λαμπρής, οσάκις η γιορτή πέφτει στην πένθιμη Μεγάλη Εβδομάδα. Αυτή η ταπεινή εκκλησία ήταν παλαιόθεν συνδεδεμένη με δεσμούς δακρύων και αίματος με τους Καρπενησιώτες. Κατ΄ αρχάς, ήταν η εκκλησία του νεκροταφείου της πόλης, μέχρι που αυτό έπαψε να λειτουργεί με σκοπό να γίνει κάποτε πάρκο, ένας θεός ξέρει πότε, καθώς πρέπει να περάσει ένα ικανό διάστημα από την τελευταία ταφή και να έχει ολοκληρωθεί η εκταφή όλων των κεκοιμημένων, πράγμα δύσκολο, ακόμη και για πολιτικούς λόγους. Έτσι, όλη η έκταση των τάφων είναι μια έρημος με μάρμαρα και πλίνθους ατάκτως ερριμένα και ελάχιστα ταφικά μνημεία, που λόγω σπουδαιότητας θα μπορούσαν να μεταφερθούν ως οστεοφυλάκια στο καινούργιο νεκροταφείο της πόλης.

Πάντως, νομίζω ότι κακώς το νεκροταφείο καταργήθηκε. Καθότι οι πενθούντες και οι πενθούσες της πόλης (τουλάχιστον της παλαιάς πόλης!) είχαν τους δικούς τους σε απόσταση περιπάτου, ενώ τώρα για να ανάψουν το καντήλι μόνο εποχούμενοι το έχουν κατορθωτό. Έτσι πολλοί μετά από λίγο καιρό έχουν πρόχειρη τη δικαιολογία «τι να το κάνει το καντήλι; Εφημερίδα θα διαβάσει;» για τον μακαρίτη ή «τι να το κάνει το καντήλι; Σταυροβελονιά θα φτιάξει;» για τη μακαρίτισσα, καταργώντας έτσι αυτόν τον ψυχοθεραπευτικό δεσμό με τους απόντες με την καθημερινή απογευματινή περατζάδα από τους τάφους τους. Θυμάμαι, όσο το Καρπενήσι ήταν ελεύθερο τσιμέντων, να παρατηρώ από το μπαλκόνι μου τα αχνά φώτα που έφταναν ως εκεί από τα λαδοκάντηλα, όχι χωρίς κάποιο ρίγος για το μεταφυσικό, προσπαθώντας να εντοπίσω που αναπαύεται κάθε συγγενής ή γείτονας μέσα στη μοναξιά της σιωπής.

Σε έναν χώρο της απόλυτης ισότητας. Δεν υπήρχαν ζώνες διακεκριμένης ταφής, ούτε οικογενειακοί τάφοι. Όπου βρισκόταν ελεύθερος τόπος εκεί και η τελευταία κατοικία. Ούτε μνημεία περίτεχνα, ούτε προτομές: Ποῦ ἐστιν ἡ τοῦ κόσμου προσπάθεια; Ποῦ ἐστιν ἡ τῶν προσκαίρων φαντασία; Ποῦ ἐστιν ὁ χρυσὸς καὶ ὁ ἄργυρος; Ποῦ ἐστι τῶν οἰκετῶν ἡ πλημμύρα καὶ ὁ θόρυβος; Πάντα κόνις, πάντα τέφρα, πάντα σκιά.

Ωστόσο, κάθε τ΄ Άγιωργιού, εκατοντάδες Καρπενησιώτες περιδιαβαίναμε ανάμεσα στα μνήματα, κοντοστεκόμασταν μπροστά στους κεκοιμημένους συγγενείς, φίλους και γείτονες, κι αρχίζαμε τις διηγήσεις, σε ένα κεφάτο μνημόσυνο!

Με άλλα λόγια, ο Αγιώργης ήταν το μουσείο της πόλης μας. Ανάκατα γειτόνευαν παλιοί δήμαρχοι, πολιτικοί (εδώ αναπαύεται και ο Παύλος Μπακογιάννης), δικηγόροι, γιατροί, μηχανικοί, έμποροι, καφετζήδες, ταβερνιάρηδες, χειρώνακτες, αγρότες, κτηνοτρόφοι, εργάτες, νοικοκυρές, ράφτρες, κομμώτριες, εργάτριες και επιστημόνισσες, που όλοι τους και όλες τους σημάδεψαν τους χρόνους όπου έζησαν. Η κατάργηση των τάξεων στην πράξη. Άλλοι λίγο και άλλοι πολύ, όλοι και όλες όμως ανεξίτηλα άφησαν τα ίχνη τους στις δικές τους οικογένειες και στους φίλους τους.

Σήμερα ο Αγιώργης είναι η εκκλησία, όπου κάθε Σάββατο τελούνται τα μνημόσυνα όσων φεύγουν. Τι υπέροχη μελωδία!

Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε, δίδαξόν µε τὰ δικαιώµατά σου.

Τῶν Ἁγίων ὁ χορός, εὗρε πηγὴν τῆς ζωῆς καὶ

θύραν Παραδείσου, εὔρω καγῶ, τὴν ὁδὸν διὰ τῆς

µετανοίας. τὸ ἀπολωλὸς πρόβατον ἐγὼ εἰµι.

ἀνακάλεσαί µε, Σωτήρ, καὶ σώσόν µε.

Μια σπαραξικάρδια, αλλά και τόσο παρηγορητική, παράκληση για κάθαρση των προτέρων, ένας ύμνος και μια έκκληση συγχώρησης!

Ὁ πάλαι µέν, ἐκ µὴ ὄντων πλάσας µε, καὶ εἰκόνι σου θεία τιµήσας,

παραβάσει ἐντολῆς δὲ πάλιν µὲ ἐπιστρέψας εἰς γὴν ἐξ ἦς ἐλήφθην,

εἰς τὸ καθʹ ὁµοίωσιν ἐπανάγαγε, τὸ ἀρχαῖον κάλλος ἀναµορφώσασθαι.

Εἰκὼν εἰµι, τῆς ἀρρήτου δόξης σου, εἰ καὶ στίγµατα φέρω πταισµάτων,

οἰκτείρησον τὸ σὸν πλάσµα, Δέσποτα, καὶ καθάρισον σὴ εὐσπαγχνία,

καὶ τὴν ποθεινὴν πατρίδα παράσχου µοί. Παραδείσου πάλιν ποιῶν πολίτην µε.

Ἀνάπαυσον, ὁ Θεὸς τὸν δούλόν σου, καὶ κατάταξον αὐτόν ἐν Παραδείσῳ,

ὅπου χοροὶ τῶν Ἁγίων, Κύριε, καὶ οἱ δίκαιοι ἐκλάµψουσιν ὡς φωστῆρες,

τὸν κεκοιµηµένον δούλόν σου ἀνάπαυσον, παρορῶν αὐτοῦ πάντα τὰ ἐγκλήµατα.

……….

Πᾶν ἁµάρτηµα τὸ παρ’ αὐτοῦ πραχθὲν ἐν λόγῳ ἢ ἔργῳ

ἢ διανοίᾳ, ὡς ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος Θεός, συγχώρησον·

ὅτι οὐκ ἔστιν ἄνθρωπος, ὃς ζήσεται καὶ οὐχ ἁµαρτήσει·

σὺ γὰρ µόνος ἐκτὸς ἁµαρτίας ὑπάρχεις, ἡ δικαιοσύνη σου

δικαιοσύνη εἰς τὸν αἰῶνα, καὶ ὁ νόµος σου ἀλήθεια.

Και μετά, στην έξοδο ένα άλλο λυτρωτικό έθιμο που έρχεται κατ’ ευθείαν από την αρχαία Ελλάδα. Ευχές για εξ ύψους συγχώρεση των τεθνεώτων και μακροημέρευση των οικείων για να συντηρούν την μνήμη τους ζωντανή και ασφαλώς τα κόλυβα -κάθε συστατικό και ένας συμβολισμός.

Ο Αγιώργης, όμως, έχει συνδεθεί και με τις τραγικές στιγμές της πόλης μας. Εδώ, τον Ιανουάριο του 1949 ο λεγόμενος Δημοκρατικός Στρατός είχε στήσει πολυβολείο κι εδώ καταρρίφθηκε ένα αεροπλάνο του Εθνικού Στρατού, με το οποίο ο επισμηναγός Παναγιώτης Τσούκας και ο Αμερικανός αντισμήναρχος Selden R. Edner πραγματοποιούσαν αναγνωριστική πτήση. Ο μεν Τσούκας ανασύρθηκε νεκρός, ο δε Edner πυροβολήθηκε πισώπλατα κατά παράβαση κάθε κανόνα διεθνούς δικαίου για τους αιχμαλώτους πολέμου. Την επομένη της απελευθέρωσης του Καρπενησίου (8 Φεβρουαρίου 1949) από αυτή εδώ την εκκλησία διακομίστηκε η σορός του αμερικανού αντισμηνάρχου. Το 1954 στήθηκαν στο νυν πάρκο Μπακογιάννη οι προτομές -έργα του γλύπτη Κ. Λουκόπουλου- των δυο αεροπόρων. Με φόντο τον ανατολικό τομέα της πόλης κάτω από τα Ρόβια, το μαρμάρινο βλέμμα τους αγκάλιαζε το σημείο όπου τελείωσαν τη ζωή τους το 1949. Σήμερα, βρίσκονται πεταμένες(!) στον Αγιώργη, ακριβώς πλάι από το οστεοφυλάκιο των 11 Καρπενησιωτών (Αλέξανδρος Τσώνης, Αλέξανδρος Παπαδόπουλος, Σεραφείμ Πολυχρονόπουλος, Βασίλης Παπαϊωάννου, Ηλίας Πολυχρόνης,Γιώργος Κεχριμπάρης, Νίκος Κατής,, Δημήτριος Κοντοπάνος, Νεοκλής Λάππας, Γιώργος Φλωράκης, Δημήτριος Νικολάου), τους οποίους παρακρατική συμμορία με τη συνεργασία των ακραιφνών εθνικοφρόνων της πόλης δολοφόνησε στις 4 Ιουλίου 1947 έξω από τη Βίτωλη. Δυστυχώς κανείς από τους άρχοντες της πόλης που και σήμερα διεκδικούν ψήφο δεν νοιάζεται. Όλα στη λήθη.

Και ένα ευτράπελο από εκείνη την εποχή:

Μετά την καταστροφή της πόλης από τους Ναζί, τον Αύγουστο 1944, η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου χρησιμοποιήθηκε και ως αποθήκη ελλείψει άλλων κτιρίων, απ΄όπου γινόταν η διανομή των εφοδίων της UNRRA για τους ανέστιους κατοίκους όλης της Ευρυτανίας. Στον Αγιώργη, λοιπόν, καθημερινά συνέρρεε πλήθος κόσμου για να προμηθευθούν τα αναγκαία. Μάλιστα, πολλάκις διαδραματίζονταν μελοδραματικές σκηνές… απείρου κάλλους. Μια ημέρα ενώ υπήρχαν έξω από το Νεκροταφείο πάρα πολλοί άνθρωποι, δυο νέοι – γαβριάδες της εποχής (δεν έχουν πια σημασία τα πραγματικά τους ονόματα) αποφάσισαν να «απαλλοτριώσουν» ό,τι μπορούσαν. Ενας από αυτούς, μπήκε μέσα στο νεκροταφείο και κατευθύνθηκε σε έναν τάφο, τον οποίον στόλιζαν δυο μικρά μαρμάρινα αγγελούδια, ενώ ο άλλος, περιφερόταν ανάμεσα στους συγκεντρωμένους και στους πάγκους με τα αγαθά. Ο πρώτος, αγκαλιάζοντας το μαρμάρινο αγγελούδι άρχισε να κλαίει και να οδύρεται: «Αχ, αδελφάκι μου, που είσαι αδελφάκι μου κ.λπ!» Μόλις το πλήθος στράφηκε προς το νεκροταφείο με αληθινή συμπόνοια, αυτός ανέβασε τον τόνο του… πόνου του: «Αχ, αδελφάκι μου! που είσαι αδελφάκι μου!» και άρχισε να φωνάζει στον άλλο: «Πάρτα όλα και τζάλα στο πλατανορεμα!*» και ξανά «αχ, αδερφάκι μου, που ‘σαι αδερφάκι μου!» δίνοντας έτσι την ευκαιρία στον συνεταίρο του να… σουφρώσει ό,τι μπορούσε και να κρυφτεί στο ρέμα!!!

Χρόνια μετά ένας γείτονας έπεσε στο κρεββάτι με ψυχοσωματικά προβλήματα, καθώς λέει είδες ένα φάντασμα πίσω από έναν τάφο. Τι είχε γίνει; Ένα βράδυ έβγαλε τις δυο γελάδες του για βοσκή, άνοιξε την αυλόπορτα του νεκροταφείου και τι άφησε να περιδιαβαίνουν βοσκώντας το άφθονο χορτάρι. Ο ίδιος, επειδή είχε σφίξει το γνωστό καρπενησιώτικο βραδινό κρύο, λούφαξε πίσω από έναν τάφο, βγάζοντας κάθε τόσο το κεφάλι του να ελέγχει τα ζωντανά του. Όμως, όπως έβγαζε έξω το κεφάλι είδε ένα άλλο κεφάλι να βγαίνει από τον απέναντι τάφο. Έντρομος παρατάει τις γελάδες και το βάζει στα πόδια ψέλνοντας όποιον ψαλμό θυμόταν ανάκατα με το «Πάτερ ημών» και το «Ιησούς Χριστός νικά όλα τα κακά σκορπά» . Φτάνοντας στο σπίτι χώθηκε στα τσόλια του αρνούμενος να βγει από κει για τις επόμενες ημέρες. Ώσπου μια γειτόνισσα πήγε να τον δει και πληροφορούμενη την αιτία της αρρώστιας του είπε: «Τα ίδια είδε και η Βασίλω, που εκείνη τη μέρα είχε πάει τις κατσίκες της για να βοσκήσουν το χορτάρι των τάφων. Κι αυτή είδε από τον απέναντι τάφο να ξεπροβάλλει κάθε τόσο ένα κεφάλι!» Τη συνέχεια τη φαντάζεστε. Οι δυο φαντασματόπληκτοι συναντήθηκαν, και η παρεξήγηση λύθηκε, καθώς στον χώρο τα άψυχα σώματα των δικών μας ανθρώπων εναποτίθενται για να επιστρέψουν στη γη απ’ όπου προήλθαν. Χοῦς εἶ καί εἰς χοῦν ἀπελεύσει…

Ο Άγιος Γεώργιος είναι από τους πλέον δημοφιλείς αγίους της Χριστιανοσύνης, ενδεχομένως για την αίγλη που εξέπεμπε η λεβεντιά του, τα αξιώματά του στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και η θέση του πατέρα του, Γερόντιου, ως συγκλητικού. Έζησε επί βασιλείας του Διοκλητιανού, ο οποίος σε αντίθεση με τον Άγιο Γεώργιο καταγόταν από μια ταπεινή οικογένεια της Δαλματίας, τον οποίον ανακήρυξαν σε αυτοκράτορα οι στρατιωτικοί. Σκληρός άνθρωπος εξαπέλυσε έναν από τους χειρότερους διωγμούς εις βάρος των Χριστιανών, στο πλαίσιο του οποίου βρήκε τον θάνατο και ο Άγιος Γεώργιος. Στην αγιογράφηση έχει καθιερωθεί με στρατιωτική στολή ιππεύων ένα λευκό άτι. Ανακηρύχθηκε προστάτης πολλών χριστιανικών χωρών, ενώ ακόμη και στις μουσουλμανικές χώρες απολαμβάνει μεγάλου σεβασμού.

Με την ίδια μεγαλοπρέπεια περιγράφει τον Άγιο Γεώργιο και το απολυτίκιο της γιορτής του:

Ὡς τῶν αἰχμαλώτων ἐλευθερωτής,

καὶ τῶν πτωχῶν ὑπερασπιστής,

ἀσθενούντων ἰατρός, βασιλέων ὑπέρμαχος,

Τροπαιοφόρε Μεγαλομάρτυς Γεώργιε,

πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ,

σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

* Η γνωστή στους παλαιούς Καρπενησιώτες φράση “τζάλα στο πλατανόρεμα” προέκυψε ως εξής: Στη διάρκεια των οθωμανικών χρόνων οι προύχοντες της πόλης που ήθελαν κάποιον για τζάμπα αγγαρεία, έστελναν έναν κλητήρα στα γύφτικα, τη συνοικία στο κάτω μέρος της πόλης, όπου έμεναν οι Γυφτοι, για να αγγαρέψουν όποιον έβρισκαν μπροστά τους. Οι καημένοι Γύφτοι, χαλκιάδες και οργανοπαίκτες στην πλειονότητά τους που μιλούσαν μια συνθηματική γλώσσα, τα Ντόρτικα -που κατέγραψε ο μεγάλος Μανώλης Τριανταφυλλίδης- έβαζαν κάθε μέρα έναν να φυλάει τσίλιες. Αυτός με το που έβλεπε τον κλητήρα να κατηφορίζει έβαζε τις φωνές: “Τζάλα (φευγάτε) στο πλατανόρεμα”! Και έτσι, κρυπτόμενοι γλίτωναν την αγγαρεία!

ΣΗΜ. Ο σημερινός ναός είναι σύγχρονη κατασκευή στη θέση παλαιοτέρου που κτίστηκε από τον Γεώργιο Τσαβαλιά.

—————–

ΑΠΟ ΤΟ ΥΠΟ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ -ΑΚΟΜΗ- ΒΙΒΛΙΟ ΜΟΥ «ΟΙ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΜΟΥ»”.

Δημήτρης Ευαγγελοδήμος

Διαβάστε ακόμα

Επικαιρότητα