“Η ρίζα του κακού”. Ο Διονύσης Παρούτσας, για το επιδεινούμενο δημογραφικό πρόβλημα / από την έντυπη έκδοση

“Η ρίζα του κακού”. Ο Διονύσης Παρούτσας, για το επιδεινούμενο δημογραφικό πρόβλημα / από την έντυπη έκδοση

Αν κάνει κάποιος μια βόλτα στα χωριά της Ευρυτανίας, τα οποία μέρα με τη μέρα, χρόνο με το χρόνο ερημώνουν χωρίς να υπάρχει καμιά ελπίδα ανάκαμψης, θα συναντήσει ανθρώπους ηλικιωμένους, να ζουν απομονωμένοι σε χωριά με 40, 30, 20 ή και λιγότερους κατοίκους. Η ζωή τους περνάει αργά και με ανασφάλεια ανάμεσα σε δυο «μανάρια», έναν κήπο και μια αυλή. Η ζωή τους περνάει σε κλειστά δωμάτια γεμάτα φωτογραφίες και παγωμένα χαμόγελα γάμων, βαφτίσεων και πανηγυριών, σε εγγόνια που παραμένουν πάντα στη σχολική ηλικία.

Η μοναξιά της τρίτης ηλικίας δεν είναι ένα φαινόμενο που εμφανίζεται μόνο στα απομονωμένα χωριά της επαρχίας όπως είναι τα δικά μας. Ακόμα και στην πρωτεύουσα οι άνθρωποι μένουν μόνοι στη δύση της ζωής τους και συχνές είναι οι περιπτώσεις που έρχονται στο φως της δημοσιότητας, ανθρώπων με παρόμοιο τέλος.

Το πέρασμα στην κοινωνία της πόλης, η αύξηση των καταναλωτικών αναγκών καθώς και η αντιμετώπιση του πολίτη ως “εργατικής μονάδος” οδήγησαν στην πυρηνικοποίηση της οικογένειας. Αυτό σημαίνει ότι οι οικογένειες αποτελούνται πλέον από τους γονείς και τα παιδιά με τους παππούδες και τις γιαγιάδες να συμμετέχουν από λίγο έως καθόλου στην κοινωνική ζωή τους.

Τις πρώτες δεκαετίες της τεχνολογικής ανάπτυξης, μετά δηλαδή τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η αχαλίνωτη οικονομική έκρηξη των δυτικών κοινωνιών έφτιαξε ένα αξιοζήλευτο κράτος πρόνοιας για την τρίτη ηλικία, με υψηλές συντάξεις και παροχές που ως ένα σημείο αντικαθιστούσαν την έλλειψη της πραγματικής οικογένειας. Οι εργαζόμενοι είχαν την αίσθηση ότι τα χρήματα που παρείχαν στα ταμεία τους ήταν ένα είδος “αποταμίευσης” για τα δικά τους γηρατειά, κι έτσι σήμερα, αναμένουν τουλάχιστο την ίδια ανταμοιβή.

Αυτό όμως δεν αποτελούσε τίποτα περισσότερο από μια αυταπάτη. Οι πόροι των Κοινωνικών Ταμείων πήγαιναν στο μεγαλύτερο μέρος τους στην εξυπηρέτηση των αναγκών των ήδη ηλικιωμένων. Έτσι σήμερα στη συντριπτική πλειοψηφία των χωρών της Ευρώπης τα συνταξιοδοτικά συστήματα παλεύουν να επιβιώσουν. Στην Ελλάδα βεβαίως, η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη καθώς έτσι κι αλλιώς τα ταμεία βρισκόταν σχεδόν πάντοτε χρεωμένα.

Με τις αλλαγές που επήλθαν στον τρόπο ζωής την τελευταία τριακονταετία έχει μειωθεί ως γνωστόν και ο δείκτης των γεννήσεων, ο οποίος εδώ και πολλά χρόνια είναι αρνητικός σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Αυτό, σε συνδυασμό με τις προόδους της ιατρικής έχει ως αποτέλεσμα να είναι περισσότεροι οι ηλικιωμένοι από τους νέους που εργάζονται, με συνέπεια την ακόμη μεγαλύτερη επιβάρυνση των ταμείων. Αν δεν αναστραφεί η κατάσταση, σε πέντε – δέκα χρόνια, τα πράγματα θα είναι ακόμα χειρότερα και αναμένεται να επικρατήσει μια από τις δυσκολότερες κοινωνικές αναταραχές της ιστορίας.

Μόνη λύση για ορισμένους είναι η “εισαγωγή” εργατικού δυναμικού από άλλες χώρες, κάτι που όμως βρίσκει σθεναρή αντίδραση στις διάφορες κοινωνίες της Ευρώπης, καθότι οι ιστορικές καταβολές είναι ισχυρότατες σε κάθε μια από αυτές. Ο Καναδάς για παράδειγμα αντιμετωπίζει άριστα το πρόβλημα αυτό με την μετανάστευση, όμως ο Καναδάς είναι ακριβώς μια χώρα που ιδρύθηκε από μετανάστες, όπως άλλωστε και η Αμερική.

Οι ηλικιωμένοι της εποχής μας εν τω μεταξύ έχουν μεγάλες απαιτήσεις από τα ταμεία τους καθώς έχουν συνηθίσει σε μια ζωή με αρκετές ανέσεις που δύσκολα θα τις απεμπολούσαν, χώρια που είναι μορφωμένοι και με την ψήφο τους ελέγχουν σε πολύ μεγάλο βαθμό τα κόμματα και τις κυβερνήσεις.

Όσο όμως η κατάσταση προχωρεί με την υπάρχουσα δυναμική της και οι νέοι αποφασίζουν να παντρευτούν σε όλο και μεγαλύτερη ηλικία, προτιμώντας πρώτα την επαγγελματική κατοχύρωση και στη συνέχεια τη δημιουργία οικογένειας έχουμε ως αποτέλεσμα την υποβάθμιση των δεικτών γεννητικότητας και επιδείνωση του προβλήματος.

Όλο και συχνότερα τα επόμενα χρόνια οι άνθρωποι θα μένουν μόνοι τους στα γεράματα, όλο και πυκνότερα θα εμφανίζονται καταστάσεις σαν αυτή που αναφέρθηκε στην αρχή. Τα χρήματα δεν θα επαρκούν, και, με την επιβολή των νέων κοινωνικοοικονομικών συνθηκών της φιλελευθεροποίησης, η περιθωριοποίηση των ηλικιωμένων θα αυξάνεται και οι δρόμοι θα γεμίζουν με ολοένα και περισσότερους απόμαχους της ζωής που σε καμιά περίπτωση δεν θα ανέμεναν ένα παρόμοιο τέλος.

Στην Ελλάδα οι οικογένειες είναι ήδη επιφορτισμένες με τη φροντίδα των άνεργων μελών τους, με τους νέους που δεν μπορούν να εγκαταλείψουν την πατρική εστία καθώς η αγορά εργασίας δεν έχει επανακάμψει ακόμη εντελώς από την κρίση. Δεδομένης εξ άλλου της υπερπροστατευτικότητας που χαρακτηρίζει την ελληνική οικογένεια, αυτό γίνεται ακόμη δυσκολότερο, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει δυνατότητα στήριξης των ηλικιωμένων γονέων. Αυτό, σε συνδυασμό με την συνεχή αύξηση των διαζυγίων και την ανάδυση των μονογονεϊκών οικογενειών κάνει τα πράγματα ακόμη χειρότερα για τους παππούδες και τις γιαγιάδες.

Το να προχωρήσουμε σε αφορισμούς του τύπου “πρέπει να αυξήσουμε τους δείκτες γεννητικότητας” ή “πρέπει το κράτος να ασκήσει κοινωνική πολιτική” δεν πρόκειται να οδηγήσει πουθενά. Ίσως η μόνη λύση για “των φρονίμων τα παιδιά” είναι να “μαγειρέψουν πριν πεινάσουν” ό μεθερμηνευόμενον εστί, “ακαμάτης νέος, γέρος διακονιάρης”!

Διαβάστε ακόμα

Επικαιρότητα