αναδημοσίευση
Η μεγάλη αναστάτωση που προκλήθηκε λόγω της «πτώσης» του facebook και των άλλων εφαρμογών κοινωνικής δικτύωσης έδωσε πολλές φορές λαβή σε δημοσιογράφους και τηλεπαρουσιαστές να κάνουν χρήση της λέξης “Μεγάλος Αδερφός”.
Η λέξη αυτή είναι παρμένη από το βιβλίο του Τζώρτζ Όργουελ “1984” το οποίο γράφηκε το 1948. Επειδή συχνά γίνονται αναφορές στο περιεχόμενο αυτού του βιβλίου, ας δούμε ποιο είναι το περιεχόμενό του και ποιο ακριβώς είναι το νόημα αυτών των αναφορών. Πρόκειται για ένα πολιτικό βιβλίο εμπνευσμένο από την ποιότητα ζωής των ανθρώπων της Σοβιετικής Ένωσης της εποχής που γράφηκε. Εν τούτοις, παραμένει τραγικά επίκαιρο και στις δικές μας, δημοκρατικές κοινωνίες, και κάθε έκφανση της πραγματικότητας, δικαιολογεί όλο και περισσότερο τον χαρακτηρισμό του ως “προφητικό”.
Στο “1984” ο Γουίνστον Σμίθ ζει στο Λονδίνο που ανήκει σε μια χώρα που ονομάζεται Ωκεανία. Ο κόσμος είναι διαιρεμένος σε τρεις συνολικά χώρες: Την Ωκεανία, την Ευρασία και την Ανατολασία. Σε όλες επικρατεί ένα ολοκληρωτικό καθεστώς που καθοδηγεί ένας “Μεγάλος Αδελφός”, ο οποίος ελέγχει και λογοκρίνει κάθε συμπεριφορά, ακόμα και τις σκέψεις.
Υπάρχουν τηλεοπτικές γιγαντοοθόνες σε κάθε τοίχο του σπιτιού, με την οποία ο πολίτης μπορεί να αλληλεπιδράσει (σας λέει τίποτα η επερχόμενη ψηφιακή εποχή;). Μέσα από αυτή όμως ο “Μεγάλος Αδερφός”, ο πρωθυπουργός σαν να λέμε, έχει τη δυνατότητα να παρακολουθεί κάθε συνομιλία και κάθε κίνηση των πολιτών. (Google και κινητά τηλέφωνα πρέπει εδώ να χτυπούν κάποιο καμπανάκι…)
Ο Γουίνστον απεχθάνεται την καταπιεσμένη του ζωή και μυστικά επιδιώκει να έρθει σε επαφή με τη μυθική Αδελφότητα, μια αντιστασιακή οργάνωση. Συναντά την Τζούλια και ερωτεύονται, κάτι που αποτελεί έγκλημα.
Μια μέρα συναντά τον Ο’ Μπράιαν, ο οποίος του φαίνεται ότι ανήκει στην Αντίσταση. Στην πραγματικότητα όμως είναι μέλος του εσωτερικού πυρήνα του κόμματος και η συνάντηση είναι μια παγίδα που στήθηκε με επιτυχία για τον Γουίνστον. Στο τέλος, η Τζούλια και ο Γουίνστον στέλνονται στο Υπουργείο Αγάπης, το οποίο είναι ένα είδος κέντρου αναμόρφωσης για τους εγκληματίες που κατηγορούνται για “εγκλήματα σκέψης”. Εκεί βασανίζεται μέχρις ότου οι απόψεις του να συμπέσουν με αυτές του κόμματος, να αποκηρύξει οτιδήποτε στο οποίο πιστεύει, ακόμα και την αγάπη του προς την κοπέλα και τέλος να αισθανθεί αγάπη προς τον “Μεγάλο Αδελφό”.
Απ’ όλες τις μεθόδους ελέγχου της κοινωνίας, εκείνη που παρουσιάζεται με τα μελανότερα χρώματα είναι αυτή της αλλαγής της γλώσσας. Μέσω αυτής, το κράτος προσπαθεί να επιβάλλει την εξουσία του, καταστρέφοντάς την μικραίνοντάς την και κάνοντάς την τόσο απλή που να μην μπορεί πλέον να χρησιμοποιείται για τη δημιουργία “επικίνδυνων” σκέψεων.
Αυτό μπορεί να συμβεί, λένε οι ψυχολόγοι, διότι οι λέξεις που υπάρχουν με στόχο την επικοινωνία τείνουν να επηρεάζουν και τον τρόπο με τον οποίο σκέφτονται οι άνθρωποι. Έτσι αν εκλείψουν οι λέξεις που περιγράφουν μια ειδική σκέψη, αυτή η σκέψη γίνεται δυσκολότερο να μεταδοθεί και να εκφραστεί. Ένας ειδικός “μηχανικός” της “Νέας Γλώσσας” λέει: «Μειωμένη συνθετικότητα, λιγότερες αφηρημένες έννοιες και καθόλου αναφορά στον εαυτό μας, είναι τα χαρακτηριστικά της».
Το βασικό είναι ότι κανείς δεν υποχρεώνεται να μιλά αυτή τη γλώσσα. Το κόμμα ενεργοποιεί ψυχολογικές τακτικές για να το καταφέρει. Αντί να αναγκάσει το λαό να τη χρησιμοποιεί με νόμο, φροντίζει να τον βομβαρδίζει με αυτή. Με τις συνεχείς τηλεοπτικές επαναλήψεις της, και τη θεωρία ότι με αυτή, μπορεί κανείς να επικοινωνήσει πιο “οικονομικά”.
Η τηλεόραση είναι ένα ισχυρό εργαλείο χειραγώγησης και διότι το κοινό εκτίθεται ευρέως σ’ αυτήν και διότι την εμπιστεύεται.
Το Κόμμα, ενδιαφέρεται στο να παραποιήσει την αλήθεια κι έτσι τα ΜΜΕ χρησιμοποιούν τη γλώσσα για να παρουσιάσουν μια παραποιημένη πραγματικότητα. Για παράδειγμα, γίνεται συνεχής αναφορά στα Υπουργεία Αλήθειας, Ειρήνης, Αγάπης και Αφθονίας.
Στην πραγματικότητα όμως, το Υπουργείο Αλήθειας ασχολείται με την παραποίηση των ιστορικών αρχείων, και το Υπουργείο Ειρήνης με τον Πόλεμο. Το Υπουργείο Αφθονίας κατασκευάζει νούμερα που πείθουν το κοινό για την καλή οικονομική κατάσταση, ενώ στην πραγματικότητα υπάρχουν μεγάλες ελλείψεις, λόγω του πολέμου.
Η κυβέρνηση στο “1984” βρίσκεται σε συνεχή πόλεμο (θυμίζει μήπως κάτι από “αγώνα κατά της τρομοκρατίας”;) και η μόνιμη προσπάθειά της είναι να κρατήσει το κοινό ικανοποιημένο από τα αποτελέσματα αυτού του πολέμου.
Για το λόγο αυτό δεν γίνεται καμία αναφορά στην αρνητική του πλευρά, αλλά αντίθετα χρησιμοποιούνται ουδέτερες ή θετικές εκφράσεις για να ικανοποιηθεί ένα μάλλον δυσαρεστημένο κοινό.
Η παραποίηση των αρχείων έχει σαν αποτέλεσμα την συνεχή “ανανέωση” της ιστορίας έτσι που ο ήρωας στο τέλος, αν και είναι αυτός ο ίδιος που κάνει την παραποίηση να μην μπορεί να θυμηθεί με ποιον πολεμά η Ωκεανία αυτή την εποχή. (Ήταν άραγε ποτέ σύμμαχοι της Αμερικής ο Μπιν Λάντεν και ο Σαντάμ Χουσεΐν; Υπήρξε ποτέ ο “ψυχρός πόλεμος”;)
Εξίσου υπαρκτός είναι σήμερα ο φόβος, οι πολιτικοί να χρησιμοποιήσουν τη γλώσσα και τα Μέσα, για να κρύψουν την αλήθεια. Ανυπεράσπιστοι χωριάτες βομβαρδίζονται από τον αέρα, οι κάτοικοι οδηγούνται εκτός πόλεων, και αυτό ονομάζεται “ειρηνευτική αποστολή”. Εκατομμύρια διώχνονται από τα σπίτια τους και οδηγούνται στους δρόμους της προσφυγιάς και αυτό λέγεται “μετακίνηση πληθυσμών” και “καθορισμός συνόρων”.
Η ελληνική γλώσσα που χρησιμοποιείται σήμερα από παρουσιαστές, δημοσιογράφους και πολιτικούς ομιλητές, περιέχει όλο και περισσότερο βαρύγδουπες “ετοιματζίδηκες” εκφράσεις. Η πολιτική εισάγει νεολογισμούς και αρκτικόλεξα που αποπροσανατολίζουν τη σκέψη: Τι θα πει ΥΠΕΚΑ; Τι θα πει «Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη;» (Ποιος πολίτης προστατεύτηκε με τα δακρυγόνα στο Σύνταγμα τις προάλλες;)
Και κάτι ακόμη πιο ανησυχητικό: Στον εικοστό πρώτο αιώνα, έχουμε τώρα μια ραγδαία αναπτυσσόμενη βιομηχανία που βασίζεται αποκλειστικά και μόνο στη χειραγώγηση της γλώσσας και της σκέψης: Τη Διαφήμιση.
Το βιβλίο του Όργουελ, μεταφέρει μια εδραιωμένη προειδοποίηση σχετικά με την ισχύ της γλώσσας. Δείχνει πώς μπορεί να μορφοποιήσει την ανθρώπινη αντίληψη της πραγματικότητας, και πώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να κρύψει αλήθειες, ακόμη και να αλλάξει την ιστορία.
Ενώ η γλώσσα με την παραδοσιακή της έννοια μπορεί να διευρύνει τους ορίζοντες και να βελτιώσει την κατανόηση του κόσμου, ο Όργουελ μας δείχνει πως μπορεί επίσης, αν χρησιμοποιηθεί με κακόβουλο πολιτικό τρόπο, να γίνει εύκολα «μια δολοπλοκία ενάντια στην ανθρώπινη αυτοσυναίσθηση». Κι αυτό το φτώχεμα της γλώσσας, μπαίνει παντού, μας κάνει να εκφραζόμαστε δυσκολότερα, φέρνει λεξιπενία ακόμη και στον έρωτα, στερώντας από τους νέους τις χιλιάδες αποχρώσεις του «σ’ αγαπώ» που μπορεί να εκφραστεί με άπειρους τρόπους, αρκεί να τους γνωρίζεις. Ένα από τα πρώτα μελήματα του “Μεγάλου Αδερφού” ήταν αυτό.
Αν διαβάζοντας λοιπόν τα παραπάνω, ανακαλύψατε κάποιες ομοιότητες με τη δική μας καθημερινή και τηλεοπτική πραγματικότητα, να είστε σίγουροι πως οπωσδήποτε δεν είναι τυχαίες. Γιατί όταν οι άνθρωποι παύουν να ερωτεύονται οι κοινωνίες παύουν να αντιστέκονται.