18 Μαΐου 2024

ΜΕΝΟΥ

Καρπενήσι: Ο μισός δρόμος αφιερωμένος στον ποιητή που ύμνησε συγκλονιστικά τον ανδριάντα του ανθρώπου στον οποίο αφιερώνεται ο άλλος μισός δρόμος

Πριν 202 χρόνια, τι Πάσχα να ξημέρωσε στο Πατριαρχείο, τι έμελλε να ζήσει αυτή η πολύπαθη αυλή μέσα στη καρδιά της Βασιλεύουσας; 10.4.1821: 200+2 χρόνια η πύλη της αυλής αυτή μένει θεόκλειστη κ σφραγισμένη. Η Ιεραρχία του Θρόνου απεφάσισε η πόρτα αυτή να μην ξανανοίξει ποτέ εις ένδειξη πένθους για τον Πατριάρχη που προσβλητικά κρέμασαν να αιωρείται ακριβώς στην είσοδο της.

Η απάντηση του τουρκικού κράτους σε αυτή την διαμαρτυρία ήταν μια σκόμα μεγαλύτερη προσβολή: να μετονομάσει το σοκάκι σε οδό Σαντραζάμ Αλή Πασά (προς τιμή του Βεζύρη που απαγχόνισε τον Πατριάρχη Γρηγόριο ανήμερα Πάσχα του 1821) και αργότερα να το μετονομάσει ξανά το 1995 σε οδό Ιατρού Σαντίκ Αχμέτ (προς τιμή του Κομοτηναίου Βουλευτή του Ελληνικού Κοινοβουλίου που ενεργούσε προδοτικά υπό τις εντολές της Άγκυρας).

Σήμερα παρατήρησα κάτι για πρώτη φορά: η προέκταση του δρόμου μου, της οδού Βαλαωρίτου, ο παλιός δρόμος που ένωνε την Παναγία με την Αγία Παρασκευή, ονομάζεται Γρηγορίου του Ε’. Και τότε ξαφνικά είδα την “τυχαία” σύμπτωση: Ο μισός δρόμος αφιερωμένος στον ποιητή που ύμνησε συγκλονιστικά τον ανδριάντα του ανθρώπου στον οποίο αφιερώνεται ο άλλος μισός δρόμος:

Ὁ ἀνδριὰς του ἀοιδίμου Γρηγορίου τοῦ Εʹ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως

Πῶς μᾶς θωρεῖς ἀκίνητος;… Ποῦ τρέχει ὁ λογισμός σου,

τὰ φτερωτά σου ὄνειρα;… Γιατὶ στὸ μέτωπό σου

νὰ μὴ φυτρώνουν, γέροντα, τόσαις χρυσαῖς ἀχτίδες,

ὅσαις μᾶς δίδ’ ἡ ὄψη σου παρηγοριαῖς κ’ ἐλπίδες;…

Γιατὶ στὰ οὐράνια χείλη σου νὰ μὴ γλυκοχαράζῃ,

πατέρα, ἕνα χαμόγελο;… Γιατὶ νὰ μὴ σπαράζῃ

μὲσα στὰ στήθη σου ἡ καρδιά, καὶ πῶς στὸ βλέφαρό σου

οὔτ’ ἕνα δάκρυ ἐπρόβαλε, οὔτ’ ἔλαμψε τὸ φῶς σου;…

[……….]

Δὲν ἐλησμόνησε τὴ γῆ ποὺ σὤγινε πατρίδα,

οὔτε τὸ χέρι ποὺ εὔσπλαχνο μ’ ὁλόχρυση χλαμύδα

τὴ σάρκα σου ἐσαβάνωσε τὴ θαλασσοδερμένη,

ὅταν, πατέρα μου, ἄκαρδοι, γονατισμέν’ οἱ ξένοι

τὸ αἶμά σου ἔγλυφαν κρυφὰ στὰ νύχια τοῦ φονιᾶ σου…

Τώρα σὲ βλέπει γίγαντα, πατέρα, ἡ θάλασσά σου…

Τὸ λείψανό σου τὸ φτωχό, τὸ ποδοπατημένο,

τ’ ἀνάστησε ἡ ἀγάπη μας κ’ ἐδῶ μαρμαρωμένο

θὰ στέκῃ ὁλόρθο, ἀκλόνητο κ’ αἰώνιο θὰ νὰ ζήσῃ,

νἆναι φοβέρα ἀδιάκοπη σ’ Ἀνατολὴ καὶ Δύση…

Πενῆντα χρόνοι πέρασαν σὰν νἄτανε μιὰ μέρα!…

Γιὰ σᾶς ποὺ εἶσθε ἀθάνατοι φεύγουν γλυκειαῖς, πατέρα,

πετοῦν ἡ ὥραις ἀμέτρηταις στοῦ τάφου τὸ λιμάνι…

Γιὰ μᾶς… καὶ μόνη μιὰ στιγμὴ ἀρκεῖ νὰ μᾶς μαράνῃ…

Πενῆντα χρόνοι πέρασαν κι’ ἀκόμη ἡ ἀνατριχίλα

βαθειὰ μᾶς βόσκει τὴν καρδιά… Μὲ τὰ χλωρὰ τὰ φύλλα

ἀνθοβολεῖ κι’ ὁ τὰφος σου καὶ στὸ μνημόσυνό σου

ὑψώνεται στὸν οὐρανὸ τὸ νεκρολίβανό σου

μὲ τῶν ἀνθῶν τὴ μυρωδιὰ καὶ μὲ τὸ καρδιοχτύπι

τοῦ κόσμου,, ποὺ ἐζωντάνεψες… Γέροντα, τὶ σοῦ λείπει;…

Πῶς μᾶς θωρεῖς ἀκίνητος;… Ποῦ τρέχει ὁ λογισμός σου;…

Ποιός εἶν’ ὁ πόθος σου ὁ κρυφὸς καὶ ποιό τὸ μυστικό σου;…

[…..]

Πέτρα δὲ μένει ἀσάλευτη… κλαρὶ χωρὶς κρεμάλα…

Ἐρμιὰ καὶ ξεθεμέλιωμα στὴν Τρίπολη, στοῦ Λάλα…

Κι’ ὅταν τὸ χέρι ἐχόρταινε κ’ ἔπεφτε στομωμένο

νὰ ξανασάνῃ τὸ σπαθὶ στὴ θήκη ξαπλωμένο,

ἐφώναζε ὁ ἀντίλαλος… «Χτυπᾶτε, πολεμάρχοι!…

Ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη ὁ χαλασμός… Κρεμοῦν τὸν Πατριάρχη!»…

[……….]

Τὸ Σοῦλι τὸ ἀνυπόμονο ψηλὰ στὸ Καρπενῆσι

τοῦ Βότσαρή σου τὴν ψυχὴ γιὰ νὰ σὲ προσκυνήσῃ

σοῦ στέλλει αἱματοστάλαχτη… Στὸν τάφο του κλεισμένο

τὸ Μισολόγγι σκέλεθρο, γυμνό, ξεσαρκωμένο,

δὲν παραδίδει τἄρματα, δὲ γέρνει τὸ κεφάλι…

Κρατεῖ γιὰ νεκροθάφτη του τὸ Χρῆστο τὸν Καψάλη,

τὸ ράσο τοῦ Δεσπότη του φορεῖ γιὰ σάβανό του,

καί φλογερὸ μετέωρο πετᾷ στὸν οὐρανό του

καὶ θάφτεται ὁλοζώντανο… Στὸ διάβα του τρομάζουν

τ’ ἀστέρια ποὺ τὸ κύτταζαν, καὶ ταπεινὰ μεριάζουν…

Κλαρὶ δὲ φαίνεται χλωρὸ καὶ τὸ στερνὸ χορτάρι,

πὤμεινε ἀκόμα πράσινο, τ’ ἀράπικο ποδάρι

τὸ μάρανε, τὸ σκότωσε… Χορτάσαν οἱ κοράκοι…

Στὴ Ράχωβα, στὸ Δίστομο μὲ τὸν Καραϊσκάκη

ἀδελφωμένο πολεμᾷ τῆς Λιάκουρας τὸ χιόνι…

Θερίζει τ’ ἄσπλαχνο σπαθὶ κι’ ὁ πάγος σαβανώνει…

[………..]

Τί θέλεις, γέροντ’ ἀπὸ μᾶς;… Δὲ νοιώθεις μιὰ ματιά σου

πόσαις θὰ ἐφλόγιζε καρδιαῖς κι’ ἀπὸ τὰ σωθικά σου

πόση θα ἐβλάστενε ζωή;… Πῶς δὲν ξυπνᾷς, πατέρα;…

Δὲ φέγγει μὲς στὸ μνῆμά σου οὔτε μιὰ τέτοια μέρα;…

Τὸ μάρμαρο μένει βουβό… Καὶ θὰ νὰ μείνῃ ἀκόμα

ποιός ξέρει ὡς πότ’ ἀμίλητο τὸ νεκρικό του στόμα…

Κοιμᾶται κι’ ὀνειρεύεται… καὶ τότε θὰ ξυπνήσῃ,

ὅταν στὰ δάση, στὰ βουνά, στὰ πέλαγα, βροντήσῃ

τὸ φοβερό μας κήρυγμα… «Χτυπᾶτε, πολεμάρχοι!…

Μὴ λησμονεῖτε τὸ σχοινί, παιδιά, τοῦ Πατριάρχη!»…

Γιάννης Δημητρίου

ΤΟΠΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
ΑΘΛΗΤΙΚΑ