26 Απριλίου 2024

ΜΕΝΟΥ

Οι φιλόξενες και ανοιχτές καρδιές ενός ορεινού χωριού της Ευρυτανίας / Άρθρο της Άννας Κόκορη στη LiFO

"Το χωριό είναι σαν πίνακας του Μονέ, μισοκρυμμένο πίσω από σύννεφα και κυπαρίσσια, ανάμεσα σε απάτητες, δασώδεις βουνοκορφές, με το καθαρότερο οξυγόνο, τον μαγικό καταρράκτη και 4 ή 5 κατοικήσιμα σπίτια – τα υπόλοιπα είναι γκρεμισμένα από την πάροδο του χρόνου".

Την εμπειρία από την επίσκεψή της στην άγονη, ξεχασμένη Ευρυτανία, περιγράφει μέσα από ένα ωραίο, γλαφυρό άρθρο της στη LiFO η Άννα Κόκορη.

«Κάθε φορά που επισκέπτομαι κάποιο απομονωμένο ορεινό χωριό της Ελλάδας για λίγες μέρες, προσπαθώ να μη συμπεριφέρομαι σαν την εκστασιασμένη πρωτευουσιάνα που έφυγε από τη βαβούρα της πόλης και προσγειώθηκε με έναν καπουτσίνο στο χέρι στον απάτητο παράδεισο με την οργιάζουσα φύση και τους φιλόξενους και γεμάτους σοφία τρεις κατοίκους που κατοικούν εκεί μόνιμα», γράφει η συντάκτρια στον πρόλογό της και συμπληρώνει:

«Προσπαθώ να ελέγχω τον ενθουσιασμό μου και να κρατώ τη συγκίνηση για τον εαυτό μου. Όχι απαραίτητα για να αυτολογοκριθώ, αλλά γιατί πάντα με ενοχλούσε η εξωτικοποίηση των ανθρώπων που ζουν με έναν διαφορετικό και πιο παραδοσιακό τρόπο. Συγκρατούμαι, λοιπόν, να μη βγάζω συνεχώς φωτογραφίες, θέλοντας να αποτυπώσω την έκφραση εκείνων που βιώνουν τη μοναχική ζωή χωρίς εμφανή εσωτερική πίεση, και να μην κρατάω συνεχώς σημειώσεις για κάθε σοφό απόφθεγμα που μοιράζονται για την απώλεια, τη χαρά ή το νόημα της ζωής. Η αλήθεια είναι όμως ότι δεν τα καταφέρνω πάντα. Έτσι, αυτήν τη φορά, θέλω να μοιραστώ λίγα λόγια για δύο πρόσωπα που γνώρισα και έζησα μαζί τους τρεις μέρες σε ένα ερημωμένο χωριό, ψηλά στα βουνά της Ευρυτανίας».

«Η κ. Αφροδίτη και ο κ. Γρηγόρης, οι ‘θείοι’, όπως τους φωνάζαμε με την παρέα μου, δεν έχουν κάποια συγγένεια μεταξύ τους αλλά γνωρίζονται χρόνια, καθώς είναι μόνιμοι κάτοικοι ενός πανέμορφου ορεινού χωριού – στο οποίο για να φτάσουμε χρειαστήκαμε πολλές ώρες, μπόλικη υπομονή, αρκετές δραμαμίνες και καλό αυτοκίνητο», λέει η Άννα Κόκορη.

Αναφέρεται, παρότι δεν την κατονομάζει, στην Καταβόθρα Ευρυτανίας, χωριό της νοτιοδυτικής Ευρυτανίας στα 750μ. υψόμετρο.

ΦΩΤΟ: Άννα Κόκορη / LIFO

«Το χωριό», περιγράφει η συντάκτρια, «είναι σαν πίνακας του Μονέ, μισοκρυμμένο πίσω από σύννεφα και κυπαρίσσια, ανάμεσα σε απάτητες, δασώδεις βουνοκορφές, με το καθαρότερο οξυγόνο, τον μαγικό καταρράκτη και 4 ή 5 κατοικήσιμα σπίτια – τα υπόλοιπα είναι γκρεμισμένα από την πάροδο του χρόνου. Δίχως ιατρικό κέντρο ή φαρμακείο, λαχαναγορά ή σουπερμάρκετ, καφενείο, σχολείο ή σήμα. Με ένα εκκλησάκι του προφήτη Ηλία στην κορυφή ενός λόφου και μια μικρή πέτρινη πλατεία με ξεχασμένα σημαιάκια από μια παλαιότερη εθνική εορτή, σκεπασμένη από ξερά, κίτρινα, πεσμένα φύλλα».

«Εμείς μέναμε στο οικογενειακό σπίτι ενός φίλου από την παρέα, εξοπλισμένοι με χοντρές κουβέρτες για το κρύο κι ένα αυτοσχέδιο σέικερ για να φτιάχνουμε φραπέ. Στον από κάτω δρόμο βρισκόταν το σπίτι της θείας Αφροδίτης, στον από πάνω του θείου Γρηγόρη», συνεχίζει και προσθέτει: «Από την πρώτη στιγμή που φτάσαμε στο ορεινό χωριό της Ευρυτανίας, οι δύο τους μας υποδέχτηκαν στον τόπο τους με μια θέρμη που εύκολα ξεπέρασε το πιο περιζήτητο πεντάστερο ξενοδοχείο κάποιας μακρινής μεγαλούπολης. Ο αφοπλιστικά φιλόξενος τρόπος τους, το διαρκές φίλεμα με δικά τους πεντανόστιμα πράγματα, η όρεξή τους να καθίσουν μαζί μας για να γνωριστούμε και να μας δείξουν τις ομορφιές του χωριού, η διάθεσή τους να μοιραστούν το κρασί τους, το φρέσκο κρέας και το βρασμένο κατσικίσιο γάλα μάς γονάτισαν. Το ίδιο και η θέλησή τους να ανταλλάξουμε απόψεις πάνω σε αμφιλεγόμενα θέματα τα οποία ακόμα οι πιο “προχώ” στη γενιά μου δεν ανοίγουν εύκολα».

ΤΟΠΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
ΑΘΛΗΤΙΚΑ