11 Μαΐου 2024

ΜΕΝΟΥ

“Να επανεκτιμήσουμε το μέγιστο αγαθό της Ελευθερίας & της Εθνικής Ανεξαρτησίας” – Το μήνυμα του Βουλευτή Ευρυτανίας για την 25η Μαρτίου

Με ένα μακροσκελές κείμενο, ο Βουλευτής Ευρυτανίας κ. Κων/νος Κοντογεώργος αναφέρεται στη συμπλήρωση διακοσίων χρόνων από την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης, «…την κορυφαία στιγμή της νεότερης ιστορίας του Έθνους μας». «Είναι πρώτης τάξεως ευκαιρία», τονίζει, «να φρεσκάρουμε την ιστορική μας μνήμη, να αντιληφθούμε τις τότε κρατούσες συνθήκες και να αναπολήσουμε το μεγαλείο του αγώνα των προγόνων μας, κόντρα σε όλες τις προβλέψεις των ισχυρών της εποχής, για να επανεκτιμήσουμε το μέγιστο αγαθό της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ και της Εθνικής Ανεξαρτησίας, συντρίβοντας την καταστρεπτική λήθη, που οδηγεί τους λαούς σαν άβουλα ανθρώπινα πλήθη, εύκολα καθοδηγούμενα, χωρίς ιστορία, χωρίς πολιτισμό, χωρίς αξίες και ιδανικά».

Η αναφορά Κοντογεώργου στην επέτειο των 200 χρόνων από την Εθνεγερσία και τους σημαντικότερους σταθμούς της, είναι η εξής:

“25η ΜΑΡΤΙΟΥ 1821

Αγαπητοί μου συμπολίτες,

Συμπληρώνονται (…) διακόσια χρόνια από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, την κορυφαία στιγμή της νεότερης ιστορίας του Έθνους μας, για την αποτίναξη του βάρβαρου τουρκικού ζυγού και την απόκτηση της πολυπόθητης ελευθερίας μας, μετά από μακρά περίοδο τετρακοσίων χρόνων σκλαβιάς, εξευτελισμών, ταπεινώσεων, εξισλαμισμών, διωγμών και ανελέητων σφαγών.

Είναι πρώτης τάξεως ευκαιρία, να φρεσκάρουμε την ιστορική μας μνήμη, να αντιληφθούμε τις τότε κρατούσες συνθήκες και να αναπολήσουμε το μεγαλείο του αγώνα των προγόνων μας, κόντρα σε όλες τις προβλέψεις των ισχυρών της εποχής, για να επανεκτιμήσουμε το μέγιστο αγαθό της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ και της Εθνικής Ανεξαρτησίας, συντρίβοντας την καταστρεπτική λήθη, που οδηγεί τους λαούς σαν άβουλα ανθρώπινα πλήθη, εύκολα καθοδηγούμενα, χωρίς ιστορία, χωρίς πολιτισμό, χωρίς αξίες και ιδανικά.

Τετρακόσια χρόνια της πιο βάρβαρης σκλαβιάς, δεν κατόρθωσαν να σβήσουν την ιστορική συνέχεια του Ελληνισμού και το πεπρωμένο του Έλληνα να ζει Ελεύθερος.

Ας δούμε την εξέλιξη των γεγονότων και το μεγαλείο του Εθνικού μας Αγώνα, μέσα από ποιήματα, Ελλήνων και ξένων ποιητών.

Ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα(1797), κυκλοφόρησε στην Βιέννη Ο ΘΟΥΡΙΟΣ του Ρήγα:

«Κάλλιο ‘ναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή

Παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή.

Τι σ’ ωφελεί αν ζήσεις και είσαι στην σκλαβιά

Στοχάσου πως σε ψένουν καθ’ ώραν στη φωτιά»…..

Ο Ρήγας Φεραίος δεν έγραψε απλά ένα πατριωτικό τραγούδι, έστειλε σύνθημα επαναστατικού συναγερμού στο υπόδουλο Έθνος, έστειλε προσκλητήριο ξεσηκωμού.

Από τα τέλη του 18ου αιώνα και στις αρχές του 19ου, οι Σουλιώτες, οι αρματολοί και κλέφτες, συγκρούονται συνεχώς με τους πασάδες του κατακτητή, γράφοντας θρυλικές ιστορίες ηρωισμού και θυσιών στο βωμό της Ελευθερίας.

Το 1807 η σύναξη των καπεταναίων, αρματολών και κλεφτών στην Λευκάδα και η οργάνωση της άμυνας των ιονίων νήσων, υπό τον Ιωάννη Καποδίστρια, από τις επιθέσεις του Αλή Πασά, γνωστή ως «άμυνα της Λευκάδας», δίδει πολύτιμη πολεμική εμπειρία αλλά και ψυχολογία συνεργασίας μεταξύ των. Σ ‘αυτή την σύναξη προτάθηκε η αρχηγία των αρματολών και κλεφτών στον συμπατριώτη μας Ευρυτάνα ήρωα, τον πρωτοκαπετάνιο Κατσαντώνη.

Είχαν προηγηθεί οι ηρωικοί αγώνες των Σουλιωτών κατά του Αλή Πασά (1800-1803 τελευταίος) και η θυσία στο Ζάλογγο και το Κούγκι.

Ο Ευρυτάνας ποιητής Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, περιγράφει όσο κανείς άλλος το έπος του Σουλίου, των αρματολών και κλεφτών και την θυσία του Κατσαντώνη. Ας δούμε ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

«Ο Σαμουήλ

Καλόγερε, τί καρτερεῖς κλεισμένος μὲς στὸ Κούγκι;

Πέντε νομάτοι σοῦ ῾μειναν κ᾿ ἐκεῖνοι λαβωμένοι!

Κι εἶναι χιλιάδες οἱ ἐχθροὶ ποὺ σ᾿ ἔχουνε ζωσμένων!

Ἔλα νὰ δώσεις τὰ κλειδιά, πέσε νὰ προσκυνήσῃς,

κι ἀφέντης ὁ Βελῆ Πασᾶς δεσπότη θὰ σὲ κάμη!

Ἔτσι ψηλὰ ἀπ᾿ τὸ βουνὸ φωνάζει ὁ Πήλιος Γούσης.

Κλεισμένος μὲς στην ἐκκλησιὰ βρίσκετ᾿ ὁ Σαμουήλης,

κι ἀγέρας παίρνει τὴ φωνὴ τοῦ Πήλιου τοῦ προδότη.

Χωρὶς ψαλμοὺς καὶ θυμιατά, χωρὶς φωτοχυσία,

γονατισμένοι, σκυθρωποί, μπρὸς στὴν Ὡραία Πύλη,

πέντε Σουλιῶτες στέκονται μὲ τὸ κεφάλι κάτου.

Βουβοί, δὲν ἀνασαίνουνε, καὶ βλέπεις κάπου-κάπου

ὅπου ἕνα χέρι σκώνεται καὶ κάνει τὸ σταυρό του.

Ἀκίνητα στὸ μάρμαρο σέρνονται τὰ σπαθιά τους,

σπαθιὰ ποὺ τόσο ἐδούλεψαν γιὰ τὸ γλυκό τους Σούλι!…….

Κι ἐκεῖ ποὺ ἔψαλλ᾿ ὁ παπὰς μὲ τὴ γλυκειὰ φωνή του

τοῦ δείπνου σου τοῦ μυστικοῦ: «σήμερον Υἱὲ Θεοῦ…»

φωνὲς ἀκούονται, χτυπιές, ἀλαλαγμός, ἀντάρα.

Πλακώσανε οἱ ἄπιστοι: «καλόγερε, τί κάνεις;»

Ἐσήκωσε τὰ μάτια τοῦ ὁ Σαμουὴλ στὸν κρότο,

καὶ στάζ᾿ ἀπ᾿ τὴ λαβίδα του ἐπάνω στὸ βαρέλι

μία φλογερὴ σταλαματιὰ ἀπ᾿ τοῦ Θεοῦ τὸ αἷμα…

Ἀστροπελέκια ἐπέσανε, βροντάει ὁ κόσμος ὅλος,

λάμπει στὰ γνέφ᾿ ἡ ἐκκλησιά, λάμπει τὸ μαῦρο Κούγκι!

Τί φοβερὴ κεροδοσὰ πὄλαβε στὴ θανή του

τὸ Σούλι τὸ κακότυχο καὶ τί καπνὸ λιβάνι!

Ἀνέβαινε στὸν οὐρανὸ καὶ τοῦ παπᾶ τὸ ράσο

κι ἁπλώθηκε κι ἁπλώθηκε σὰν τρομερὴ μαυρίλα,

σὰ σύννεφο κατάμαυρο κ᾿ ἐθόλωσε τὸν ἥλιο.

Κι ἐνῷ τ᾿ ἀνέβαζ᾿ ὁ καπνὸς κι ἐνῷ τὸ συνεπαίρνει,

τὸ ράσο παντ᾿ ἀρμένιζε κ᾿ ἐδιάβαινε σὰ Χάρος.

κ᾿ ἐκεῖθεν ὁποὺ διάβηκε ὁ φλογερός του ἴσκιος,

σὰν νά ῾ταν μυστικὴ φωτιὰ ἐρόγισε τὸ λόγγο.

Καὶ μὲ τὲς πρῶτες ἀστραπὲς καὶ μὲ τὰ πρωτοβρόχια

χλωρὸ χορτάρι φύτρωσε, δάφνες, ἐλιές, μυρτοῦλες,

ἐλπίδες, νίκες καὶ σφαγὲς – χαρὲς κ᾿ ἐλευθερία!»

Ο Ανδρέας Κάλβος αφιερώνει την 5η Ωδή

«Εις Σούλι

Φυσάει σφοδρός ο αέρας,και το δάσος κυμαίνεται της Σελλαιίδος· φθάνουσι μακράν εδώ, όπου κάθομαι, μουσικά μέτρα.

β΄

Αφροντίστων ποιμένων στίχοι δεν είναι, ή γάμου,ή πανηγυριζόντων νέων γυναικών και ανθρώπων, μήτε ιερέων.

γ΄

Άλλη λαμπρά πανήγυρις την σήμερον εορτάζεται εις την Ελλάδα· ο άγγελος χορεύει του πολέμου· δάφνας μοιράζει……

Ιδού το Καρπενήσι· αυτού από τα ψηλώματα, όπου αναμένω, βλέπω κρυπτόν στεφανωμένων σύνταγμα ηρώων……»

Στην αναφορά του Βαλαωρίτη, στους αρματολούς και κλέφτες, χαρακτηριστικό είναι το ποίημα:

«Ο Δήμος και το καρυοφύλλι του

Ἐγέρασα, μωρὲς παιδιά. Πενήντα χρόνους κλέφτης

τὸν ὕπνο δὲν ἐχόρτασα, καὶ τώρ᾿ ἀποσταμένος

θέλω νὰ πάω νὰ κοιμηθῶ. Ἐστέρεψ᾿ ἡ καρδιά μου.

Βρύση τὸ αἷμα τὄχυσα σταλαματιὰ δὲ μένει.

Θέλω νὰ πάω νὰ κοιμηθῶ. Κόψτε κλαρὶ ἀπ᾿ τὸ λόγγο

νά ῾ναι χλωρὸ καὶ δροσερό, νἆναι ἀνθοὺς γεμάτο,

καὶ στρῶστε τὸ κρεβάτι μου καὶ βάλτε με νὰ πέσω…

Τρέχα, παιδί μου γρήγορα, τρέχα ψηλὰ στὴ ράχη

καὶ ρίξε τὸ τουφέκι μου. Στὸν ὕπνο μου ἐπάνω

θέλω γιὰ ὕστερη φορὰ ν᾿ ἀκούσω τὴ βοή του…

Ἀκουσ᾿ ὁ Δῆμος τὴ βοὴ μὲς τὸν βαθὺ τὸν ὕπνο,

τ᾿ ἀχνό του χείλι ἐγέλασε, ἐσταύρωσε τὰ χέρια…

Ὁ Γερο Δῆμος πέθανε, ὁ Γερο Δῆμος πάει.

Τ᾿ ἀνδρειωμένου ἡ ψυχὴ τοῦ φοβεροῦ τοῦ Κλέφτη

μὲ τὴ βοὴ τοῦ τουφεκιοῦ στὰ σύγνεφ᾿ πατιέται

ἀδερφικὰ ἀγκαλιάζονται, χάνονται, σβηῶνται, πᾶνε.»

Η θυσία του Κατσαντώνη με την απαράμιλλη περιγραφή του Βαλαωρίτη:

«Ο Κατσαντώνης

Εσείς όπου τον είδετε ψηλά στα κορφοβούνια,

σταυραητοί και πέρδικες, ξηφτέρια, χελιδόνια,

ελάτε να του στήσετε τραγούδι μοιρολόγι.

Τον Κατσαντώνη πιάσανε, κλάψτε πουλιά μου, κλάψτε.

Ένας παπάς τον πρόδωκε! Μαχαίρι να του γένη

η κοινωνιά που το ’βαψε τ’ αφορεσμένο στόμα,

θηλειά κι αστρίτης στο λαιμό τ’ άγιο του πετραχήλι,

να μη βρεθή πνευματικός να τον ξεμολογήση

κι αγαπημένα δάκτυλα τα μάτια του να κλείσουν!

Το γκαρδιακό τ’ αδέρφι του, ο Γιώργος ο Χασώτης,

έξυπνος ακουρμαίνεται, κοιμάτ’ ο Κατσαντώνης.

Η ευλογιά τον έψησεν, η θέρμη τον ανάφτει.

– Ξύπν’, αδερφέ μου, ξύπνησε στον ώμο να σε πάρω·

πλακώσανε οι λιάπιδες και θα μας πιάσουν σκλάβους.

– Τρέχ’, αδερφέ μου, γλίτωσε, μη με ψυχοπονιέσαι.

Κι αν μ’ αγαπάς και πιθυμάς να πάω φχαριστημένος,

κόψε μου το κεφάλι μου μη μου το πάρ’ ο Αράπης

και φέρ’ το πάνω στ’ Άγραφα, και διάλεξ’ ένα βράχο

και δος του το να το φορή, κορφή του να το κάμη,

να το φορή, να το βαστά σαν περικεφαλαία.

Έλ’, αδερφέ μου, γλήγορα, γλήγορα να με κόψης

να πάγω κει ψηλά ψηλά, να φύγω δώθε μέσα,

νάρχονται μαύρα σύγνεφα, νάρχοντ’ αστροπελέκια

να μου θυμάνε το καπνό, να μου θυμάν’ τη λάμψι

του τουφεκιού μου, π’ ορφανό στα χέρια σου θα μείνη.

Να τ’ αγαπάς, να το φιλής, να τόχεις σαν αδέρφι.

Ο Γιώργος εκατάλαβε πως τ’ ανεβαίν’ η θέρμη,

τον άρπαξε στον ώμο του κι απ’ τη σπηλιά πετιέται.

Επήρε τον ανήφορο, στο ξάγναντο προβαίνει,

εξήντα βλέπει Τσάμιδες που τον εκυνηγούσαν.

Κάθε φορά που σίμωναν, έστενε μετερίζι

του Κατσαντώνη το κορμί κι άδειαζε τ’ άρματά του.

Χαρά στη μάνα πόκανε παιδιά τέτοια λιοντάρια!

Έτσι κυνηγηθήκανε τα δυο πιστά τ’ αδέρφια,

όσο που βγήκε ο αυγερινός κι αχνίσανε τ’ αστέρια.

Τότε λαβώθηκε βαριά ο Γιώργος στο ποδάρι,

και τους επιάσαν ζωντανούς, στα Γιάννινα τους φέραν.

Και μιαν αυγή στον Πλάτανο, που από μικρό κλωνάρι

εχόντρυνε κι επλάτυνε, βυζαίνοντας το γαίμα,

την ώρα τους την ύστερη, βαριά σιδερωμένα

του Βάλτου, του Ξερόμερου τα δυο θεριά προσμένουν.

Χίλιων λογιώνε σύνεργα, δαυλιά, σφυρί κι αμόνι

σκόρπια στο χώμα βρίσκονται κι εκείνοι τα τηράνε.

Ο Γιώργος σαν κ’ εδάκρυσε για το γλυκό του αδέρφι.

Του Κατσαντώνη μια ματιά, κ’ εστρέφεψε το δάκρυ.

Κι εκεί που διηγούντανε τονα τ’ αδέρφι στ’ άλλο

τα περασμένα νιώτα τους, την κρύα τη βρυσούλα,

το φόβο του Αλήπασα, του Γκέκα τη λαχτάρα,

έξαφν’ αστράφτ’ ένα σπαθί και γέρν’ ένα κεφάλι:

«Χριστός ανέστη, πλάκωσα!» φωνάζ’ ο Κατσαντώνης

κι ένα φιλί, στερνό φιλί από μακρά τού ρίχνει.

Μες στα κλαριά του πλάτανου, μες στα χλωρά τα φύλλα

σα νάταν στο λημέρι της, εκρύφτηκ’ η ψυχή του,

κι εκύτταζε τον αδερφό που τόνε μαρτυρεύουν.

Δυο γύφτοι τον εστρώσανε δεμένονε στ’ αμόνι

κι αρχίσανε με το σφυρί να τόνε πελεκάνε.

Σκλήθραις πετάν τα κόκαλα, σκορπάνε τα μελούδια·

νεύρα, κομμένα κρέατα σέρνονται σαν ξεσκλίδια,

και κειος τηράει τον ουρανό και γλυκοτραγουδάει:

Χτυπάτε, πελεκάτε με·

σκυλιά, τον Κατσαντώνη

δεν τον τρομάζει Αλήπασας,

φωτιά, σφυρί κι αμόνι.

Μιαν ώρα πελεκούσανε, τα χέρια τους δειλιάζαν,

οι γύφτοι βαρεθήκανε και το λαιμό του κόβουν.

Ανοιγοκλούσ’ ο λάρυγγας, μαύρο πετά το γαίμα

και μες στον κόκκινό του αφρό, μες στη βραχνή γαργάρα

μισοκομμέν’ ακούονται του τραγουδιού τα λόγια:

Χτυπάτε, πελεκάτε με·

σκυλιά, τον Κατσαντώνη

δεν τον τρομάζει Αλήπασας,

φωτιά, σφυρί κι αμόνι.

Ο πλάτανος, σαν ένιωσε στη ρίζα του το γαίμα,

αλαίμαργα το ρούφηξε να μη το πιει το χώμα,

κι εστοίχειωσε κι εθέριεψε κι άπλωσε τα κλωνάρια

τόσο χοντρά κι’ ατάραγα και τόσο φουντωμένα,

που τάβλεπ’ ο Αλήπασας τη νύχτα στ’ όνειρό του

κ’ εφώναζε κ’ ελάμπαζε μην έλθ’ εκείν’ η μέρα

που τα κλαριά του πλάτανου την Πόλι θα πλακώσουν.»

Η θυσία του Κατσαντώνη, δυναμώνει τα αρματολίκια και αποκρούουν αποτελεσματικά την επίθεση των τουρκαλβανών στα Επτάνησα.

Την ίδια εποχή, στην Οδησσό της Ρωσίας (1814), ιδρύεται η Φιλική Εταιρεία, από τον Εμμανουήλ Ξάνθο, τον Νικόλαο Σκουφά και τον Αθανάσιο Τσακάλωφ, η σημαντικότερη μυστική οργάνωση, που είχε ως σκοπό, « την ανέγερσιν και απελευθέρωσιν του Ελληνικού Έθνους και της Πατρίδος μας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία».

Συγκλονίζει ο όρκος της οργάνωσης και όλο το τελετουργικό μύησης των μελών της, ο οποίος καταλήγει:

«….Τέλος Πάντων, ορκίζομαι εις Σε, ώ ιερά πλήν τρισαθλία Πατρίς, Ορκίζομαι εις τας πολύχρονους βασάνους Σου, Ορκίζομαι εις τα πικρά δάκρυα τα οποία τόσους αιώνας έχυσαν και χύνουν τα ταλαίπωρα τέκνα Σου, Εις τα ίδια μου τα δάκρυα, χυνόμενα κατά τούτην την στιγμήν και εις την μέλλουσαν Ελευθερία των Ομογενών Μου, ότι αφιερώνομαι εις Σε. Εις το εξής, Συ θέλεις είσαι η αιτία και ο σκοπός των διαλογισμών μου. Το όνομα Σου ο οδηγός των πράξεων μου και η ευτυχία Σου, η ανταμοιβή των κόπων μου…..»

Σιγά- Σιγά ο σπόρος της ελευθερίας πέφτει, απ’ άκρου εις άκρον στην κατακτημένη πατρίδα. ΟΙ φιλικοί οργώνουν όλη την επικράτεια της Πατρίδας μας και όπου υπάρχει Ελληνισμός, προετοιμάζοντας με κάθε μυστικότητα τον μεγάλο Ξεσηκωμό. Μεταφέρουν την έδρα της Οργάνωσης, στην καρδιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την Κωνσταντινούπολη, ορίζουν αρχηγό της τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και εμπνέουν κάθε κατακτημένο ραγιά, με πύρινους λόγους και την μέγιστη αξία της Ελευθερίας.

Η ώρα του μεγάλου ξεσηκωμού πλησιάζει.

Παρά την αποτυχία της Επανάστασης στην Μολδοβλαχία, αφού ο τσάρος της Ρωσίας Αλέξανδρος Α’ παραβίασε την συνθήκη του Βουκουρεστίου του 1812 και επέτρεψε στον Σουλτάνο να στείλει στρατεύματα για να την καταπνίξει. Αποκήρυξε την επανάσταση και απέπεμψε τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, ο οποίος κατέφυγε στην Αυστρία. Η τελευταία μάχη δόθηκε στο Σκουλένι στις 17 Ιουνίου 1821, μπροστά στα μάτια των παραταγμένων Ρωσικών Δυνάμεων, ο Ευρυτάνας ήρωας Αθανάσιος Καρπενησιώτης, επικεφαλής 400 ανδρών, έδωσε των υπερ πάντων αγώνα, πολεμώντας γενναία επί 8 ώρες με 8000 τούρκους, άφησε την τελευταία του πνοή στο πεδίο της μάχης.

Το ηθικό των Φιλικών δεν κάμπτεται και την 25η Μαρτίου 1821, την ημέρα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, η Επανάσταση του Έθνους των Ελλήνων ξεκινά από το Μοναστήρι της Αγίας Λαύρας Καλαβρύτων, στην Πελοπόννησο, με ορμή και απαράμιλλη ανδρεία για την πολυπόθητη Ελευθερία.

Η Πατρίδα παίρνει φωτιά.

Το σύνθημα παντού το ίδιο,

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ

Χαρακτηριστικό είναι το ποίημα του Κωστή Παλαμά:

« ΕΜΠΡΟΣ

Εμπρός! Ολόρθοι, ατρόμαχτοι.

Μαυρίλα. Αστροπελέκι.

Μα το σπαθί γοργάστραψε,

και να! η βροντή τουφέκι!

Στον Πίντο απ’ τον Ταΰγετο,

και στα Μπαλκάνια, ως πέρα,

μια η φλόγα, μια η φοβέρα,

κι ένας ο νους. Εμπρός!

Εμπρός! Βουνά, ψηλώστε μας,

και ω θάλασσα, να η ώρα!

στοίχειωσε τα καράβια μας,

και βόηθα, νικηφόρα.

Ξανά του Ρήγα η σάλπιγγα,

και πάει στα μισουράνια:

«Μαυροβουνιού καπλάνια

και Ολύμπου σταυραϊτοί!»

Εμπρός, αδέρφια, ατράνταχτοι!

Κι αν πέφτει αστροπελέκι,

να! το σπαθί γοργάστραψε,

βρόντησε το τουφέκι.

Κρήτη, ο Μοριάς, η Ρούμελη,

εμπρός! η Ελλάδα λάμπει,

αχολογάν οι κάμποι,

καίνε οι καρδιές. Εμπρός!»

Ο ποιητής Στέλιος Σπεράντζας με την δική του πέννα γράφει:

«25η Μαρτίου 1821

Ακρίτα στης Ευρώπης τους πυλώνες

η Μοίρα σ’ έχει τάξει, Μάννα Ελλάδα,

τη λευτεριά να διαφεντεύης στους αιώνες.

Χαρά σου, όταν Φειδίες με λαμπεράδα

στη γή σου πελεκούνε Παρθενώνες

κι Αισχύλοι ανάβουν θεία ανέσπερη λαμπάδα

Μα ο πόνος σου βαθύς, όταν βαραίνει

τυράννων μαύρη σκιά τ’ άγιο σου χώμα

και της ελπίδας τους ανθούς αργομαραίνη.

Κακό όμοιο εκράτει κάποτε -κι ακόμα

πιο ασήκωτο- την όψη σου θλιμμένη.

Κι ήταν πικρόχολο, που σώπαινε το στόμα

Μια αυγή όμως -της φυλής την αμαρτία

το πλήρωμα του χρόνου είχε ξεπλύνει-

το βλέμμα ρίχνοντας στην που έσβηνεν εστία,

Τινάχτης, Κι ήταν Μάρτης, οι άσπροι κρίνοι

ευώδιαζαν. Τινάχτης την αιτία

για να μετρήσης του κακού, που φρένα λύνει

Κι ως στάθηκες ψηλά στο μετερίζι,

με ορμή, που ξεπερνούσε και του ανέμου,

το κοφτερό έσυρες σπαθί σου, που σπιθίζει.

Και φώναξες τρανά “Καιρός πολέμου.

Με ανθούς του ονείρου η γη ξαναγεμίζει.

Ανάστα τώρα με την άνοιξη, λαέ μου”.»

Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, με το δικό του λυρικό τρόπο γράφει:

« Ο βράχος και το κύμα

Μέριασε βράχε νὰ διαβῶ!» τὸ κύμα ἀνδρειωμένο

λέγει στὴν πέτρα τοῦ γυαλοῦ θολό, μελανιασμένο.

Μέριασε, μὲς στὰ στήθη μου, ποὖσαν νεκρὰ καὶ κρύα,

μαῦρος βοριὰς ἐφώλιασε καὶ μαύρη τρικυμία.

Ἀφροὺς δὲν ἔχω γι᾿ ἅρματα, κούφια βοὴ γι᾿ ἀντάρα,

ἔχω ποτάμι αἵματα, μὲ θέριεψε ἡ κατάρα

τοῦ κόσμου, ποὺ βαρέθηκε, τοῦ κόσμου, πού ῾πε τώρα,

βράχε, θὰ πέσης, ἔφτασεν ἡ φοβερή σου ἡ ὥρα!…….

Σκύψε νὰ ἰδῆς τὴ ρίζα σου στῆς θάλασσας τὰ βύθη,

τὰ θέμελά σου τά ῾φαγα, σ᾿ ἔκαμα κουφολίθι.

Μέριασε, βράχε, νὰ διαβῶ! Τοῦ δούλου τὸ ποδάρι

θὰ σὲ πατήση στὸ λαιμό… Ἐξύπνησα λιοντάρι!…….

Ὁ βράχος ἐβουβάθηκε. Τὸ κῦμα στὴν ὁρμή του

ἐκαταπόντησε μεμιᾶς τὸ κούφιο τὸ κορμί του.

Χάνεται μὲς τὴν ἄβυσσο, τρίβεται, σβήεται, λιώνει

σὰ νἆταν ἀπὸ χιόνι.

Ἐπάνωθέ του ἐβόγγιζε γιὰ λίγο ἀγριεμένη

ἡ θάλασσα κι ἐκλείστηκε. Τώρα δὲν ἀπομένει

στὸν τόπο ποὖταν τὸ στοιχειό, κανεὶς παρὰ τὸ κῦμα,

ποὺ παίζει γαλανόλευκο ἐπάνω ἀπὸ τὸ μνῆμα.»

Η Επανάσταση θεριεύει, οι πρωταγωνιστές της, γράφουν ένδοξες σελίδες ηρωισμού, αυταπάρνησης και θυσίας στον βωμό της Ελευθερίας.

Ο Θρυλικός Γέρος του Μοριά, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Νικηταράς, ο Παπαφλέσσας, ο Πετρόμπεης και πλήθος άλλων ανώνυμων και επώνυμων αγωνιστών, βάζουν φωτιά σε όλη την Πελοπόννησο και την ελευθερώνουν.

Ο Μανιάτης ποιητής Νίκος Ρούτσος γράφει για τον Γέρο του Μοριά:

«Κολοκοτρώνης

Ψυχή θεριού! Καρδιά παιδιού!

Μελαχρινός περίσσα!

Αϊτού θωριά! Δράκου φωνή

και χαίτη λιονταρίσα!

Και νεύρα σαν ατσάλι!

Μύτη γαμψή! Μπράτσα γερά!

Μπόι κοντό! Μυαλό ψηλό

κι αγύριστο κεφάλι!\

Να τος, ο Γέρος, ο λεβέντης του Μοριά,

που πρωτομάστορα τον έχει η Λευτεριά.»

Ανώνυμος νεοέλληνας σε ένα τετράστιχό του αναφέρει:

‘Με του λαού σου τ’ άρματα π’ άλλος κανείς δεν τα ‘χει

οδήγησες το Έθνος σου στην πιο μεγάλη μάχη

«Ελευθερία ή θάνατος» οχτρός εδώ μη μείνει

και το υπέγραψε ο Θεός και η θέλησή του εγίνη”.

Ο Καραϊσκάκης, ο Ανδρούτσος, ο Μάρκος Μπότσαρης, ο Αθανάσιος Διάκος, ο Μακρυγιάννης, ο Πανουργιάς, ο Δυοβουνιώτης και τόσοι άλλοι επώνυμοι και ανώνυμοι αγωνιστές στην Ρούμελη, πέφτουν σαν τα θεριά στο κεφάλι του βάρβαρου κατακτητή και το συντρίβουν.

Στην νησιώτικη Ελλάδα άνδρες γυναίκες στο αγώνα. Οι καπεταναίοι Σαχτούρης, Κανάρης, Μιαούλης, Κατσώνης και οι καπετάνισσες Μπουμπουλίνα, Μαυρογένους, και πολλοί άλλοι επώνυμοι και ανώνυμοι, δίνουν τα πάντα στον αγώνα του Έθνους στην θάλασσα για την Ελευθερία. Λαμπρές σελίδες δόξας και ηρωισμού γράφονται σε όλο το Αιγαίο, κατατροπώνοντας το στόλο του Σουλτάνου και κλείνοντάς τον στα Δαρδανέλια.

Από τούς Έλληνες ποιητές πρώτος ύμνησε τον Κανάρη ὁ Ανδρέας Κάλβος, ὁ οποίος στην μεγάλη ωδή του «Ηφαίστειο» γράφει:

«Κανάρη! -καί τά σπήλαια-

τῆς γῆς ἐβόουν, Κανάρη.-

Καί τῶν αἰώνων τά ὄργανα

ἴσως θέλει ἀντηχήσουν

πάντα Κανάρη…!»

Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης γράφει για τον Κανάρη:

«Εἶναι βαρὺ τὸ ὄνομα τοῦ Κανάρη, εἶναι πολὺ βαρὺ καὶ φοβοῦμαι μὴ ὑπὸ τὸν πελώριον ὄγκον κύψῃ τὸν αὐχένα ἡ ποίησίς μου.

Τὴ νύχτα ποὺ παράδερνες μ᾿ ἕνα δαυλὶ στὸ χέρι

κ᾿ ἐσπιθοβόλεις κεραυνοὺς κ᾿ ἔφεγγες σὰν ἀστέρι,

ὅταν φτωχός, ἀγνώριστος, μικρός, χωρὶς πατρίδα

τὴ ματωμένη ἐπλεύρωσες, Κανάρη ναυαρχίδα,

ἂν ὅταν ἀνεπήδησες μὲ τὴν ὁρμὴ τοῦ στύλου

μέσα στὴ μαύρη τὴ σπηλιὰ τοῦ Καραλῆ τοῦ σκύλου,

κανένας μάντις σὤλεγε ὅτι θὰ νἄλθῃ ὥρα

νὰ ἰδῇς, Κανάρη, ἐλεύθερη τὴ δύστυχη τὴ χώρα……»

Η Επανάσταση στην Ιδιαίτερη Πατρίδα μας την Ευρυτανία, ξεκινάει την 21η Μαρτίου 1821, με την νικηφόρα μάχη της Γέφυρας της Τατάρνας, με επικεφαλής των Ελληνικών δυνάμεων τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και τον ηγούμενο Κυπριανό της παρακείμενης Μονής.

Στις 10 Μαΐου 1821, ο Κερασοβίτης Κώστας Βελής ή Στεργιόπουλος, κηρύσσει την Επανάσταση στο Κερασοχώρι.

Από τις αρχές Μαΐου 1821,στα περίχωρα της πόλης του Καρπενησίου, άρχισαν να συγκεντρώνονται τμήματα οπλαρχηγών της περιοχής, Γιολδασαίων και του Γιάννη Μπράσκα από του Σοβολάκου. Άρχισαν την πολιορκία των τούρκων και στις αρχές Ιουλίου 1821 τους εξεδίωξαν κα ελευθέρωσαν την πόλη.

Οι ισχυροί της Εποχής τρίβουν τα μάτια τους. Δεν μπορούν να πιστέψουν ότι ο κοιμώμενος ραγιάς, δήλωσε βροντερό παρών στο κάλεσμα της Ιστορίας. Αν και στην αρχή είχαν αποκηρύξει την Επανάσταση, υποχρεώθηκαν από τα γεγονότα και από το μεγάλο Φιλελληνικό κίνημα που αναπτύχθηκε σε όλη την Ευρώπη να ασχοληθούν σοβαρά και να δηλώσουν ότι πρέπει να ιδρυθεί Ελεύθερο Ελληνικό Κράτος .

Όμως, η κατάρα της φυλής, η Διχόνοια άρχισε να φωλιάζει στις καρδιές των επαναστατημένων Ελλήνων και η Επανάσταση κινδυνεύει να καταπνιγεί.

Αλλά και πάλι, στις κρίσιμες στιγμές οι πράξεις ηρωισμού και θυσίας των αγνών αγωνιστών της, φρενάρουν τα εμφύλια πάθη και συνεχίζουν τον ιερό αγώνα για την Ελευθερία.

Την θυσία του Αθανάσιου Διάκου στην Αλαμάνα περιγράφει συγκλονιστικά ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης:

« ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΙΑΚΟΣ

Ἀνέβα, Μῆτρε στοῦ βουνοῦ κατάκορφα τὴ ράχη,

πᾶρε τὸ μάτι τἀητοῦ καὶ τἀλαφιοῦ τὸ πόδι

καὶ τὴν ἀγρύπνια τοῦ λαγοῦ, καὶ στῆσε καραοῦλι.

Κι᾿ ἂν δῇς χιλιάδαις τὸν ἐχθρό, ἄλογα καὶ πεζούρα,

μὲ τὸν Κιοσὲ Μεχμὲτ πασᾶ, τὸν ὕπνο μὴ μοῦ κόψῃς,

στάσου, πολέμα μοναχός. Κι᾿ ἂν δῇς μὲς στὸ φουσάτο

νὰ πηλαλάῃ τἄλογο τοῦ Ὁμέρπασα Βρυώνη,

πέτα ροβόλα, κρᾶξε με. Σύρε μὲ τὴν εὐχή μου».

Ἄστραψε ἀπ᾿ ἄγρια χαρὰ τὸ μέτωπο τοῦ κλέφτη,

ἐβρόντησαν τὰ χαϊμαλιά, ἀνέμισε ἡ φλοκάτη,

ἔλαμψε ὁ Μῆτρος μία στιγμὴ κ᾿ ἐσβήστηκε σὰν ἄστρο…..

Ἔσκυψ᾿ ὁ Διάκος ὡς τὴ γῆ, ἕσφιξε μὲ τὰ χείλη

κ᾿ ἐφίλησε γλυκὰ γλυκὰ τὸ πατρικό του χῶμα.

Ἔβραζε μέσα του ἡ καρδιά, καὶ στὰ ματόκλαδά του

καθάριο, φωτοστόλιστο, ξεφύτρωσ᾿ ἕνα δάκρυ…

Χαρὰ στὸ χόρτο πὤλαχε νὰ πιῇ σὲ τέτοια βρύση!…….

Ὁ Βακογιάννης στὰ ριζά, καὶ πλεύρα στὸ γεφύρι

τῆς Ἀλαμάνας, Πανουριᾶ, θὰ στήσω τὸν Καλύβα.

Εἰς τὴν Δαμάστα μένω ἐγώ, σὰς τὸ ζητῶ γιὰ χάρη,

κι᾿ ὅταν ἀρχίσουνε… Σιωπή!… μοῦ ῾κάστηκε πὼς εἶδα

σὰν ἕναν ἴσκιο νὰ διαβῇ… Ἐσ᾿ εἶσαι, μωρὲ Μῆτρε;

-Ἐγᾦμαι, καπετάνιε μου.

-Πατεῖς βουβὰ τὴ νύχτα

καὶ δὲ σ᾿ ἐγνώρισα μὲ μιᾶς. Μὲ δίκηο νυχτοπούλι

σὲ κράζουν οἱ συντρόφοι μας. Τί φέρνεις παλληκάρι;

-Ἐκίνησε ὁ Ὁμέρπασας ἀπὸ τὸ λιανοκλάδι.

-Πέτα, ροβόλα, Πανουριᾶ… Στ᾿ ἄρματα, Δυοβουνιώτη…

Χριστὸς ἀνέστη, ἀδέρφια μου! Καλῶς ν᾿ ἀνταμωθοῦμε

ἀπόψε πάλαι νικηταί. Κι᾿ ἂν δὲ μὲ μεταϊδῆτε,

δὲν θέλω νὰ μὲ κλάψετε. Θέλω, σὰν πολεμᾶτε,

τὴν πρώτη σας τὴν τουφεκιά, τὸ πρῶτο σὰς τὸ βόλι

γιὰ μένα νὰ τὸ ρίχνετε, γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ Διάκου…….»

Την θυσία του Παπαφλέσσα στο Μανιάκι υμνολογεί ο ποιητής Νίκος Μαραγκός:

«Παπαφλέσσας

Φλογάτη η σκέψη μου γυρνάει σε σένα

πολέμαρχε, πανάξιε ρασσοφόρε,

κι απ’ τη λεβέντισσα γενιά του Εικοσιένα,

πελώριε γυπαητέ, τροπαιοφόρε.

Σαν του βοριά την άγρια ανεμοζάλη

πρόλαβες με την πύρινη ρομφαία

να κρούσεις του τυράννου το κεφάλι

θανατερής οργής, βροντή μοιραία.

Κι όταν η Αραπιά μπήκε στη χώρα,

ν’ απλώσει τη φωτιά πέρα ως πέρα,

σίφουνας ξεσηκώθηκες και μπόρα

κι έπεσες με τα στήθια στο Μανιάκι,

κρατώντας την ατίμητη παντιέρα,

που δόξασαν Κανάρηδες και Διάκοι.»

Ο Εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός γράφει για την ηρωική έξοδο του Μεσολογγίου:

«Ελεύθεροι πολιορκημένοι (Διονύσιος Σολωμός, απόσπασμα)

Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·

λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.

Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·

στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα καί κλαίει:

«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω γω στο χέρι;

οπού συ μού ΄γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει».

Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε

κι οσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε.

Και μες τη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,

κι’ ολόλευκο εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη.

Και μες της λίμνης τα νερά, οπ’ έφθασε μ’ ασπούδα

έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα.

Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο

το σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκιά κ’ εκείνο.

Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη,

η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι

Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κρένει:

όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.»

Για το φοβερό Σουλιώτη πολέμαρχο Μάρκο Μπότσαρη, ο οποίος έπεσε στο πεδίο της μάχης, στο Κεφαλόβρυσο Καρπενησίου γράφει:

«Εις Μάρκο Μπότσαρη

Η Δόξα δεξιά συντροφεύει

τον άντρα που τρέχει με κόπους

της Φήμης τους δύσβατους τόπους,

και ο Φθόνος τού στέκει ζερβιά,

με μάτια, με χείλη πικρά·

αλλ’ όποτε η μοίρα του γράψει,

τον δρόμον του κόσμου να πάψει,

η Δόξα καθίζει μονάχη

στην πλάκα του τάφου λαμπρή,

και ο Φθόνος αλλού περπατεί.

Στην πλάκα του Μάρκου καθίζει

η Δόξα λαμπράδες γιομάτη·

κλεισμένο για πάντα το μάτι,

οπού ’χε πολέμου φωτιά·—

ελάτε ν’ ακούστε, παιδιά!

Σοφοί λεξιθήρες, μακρία —

μη λάχει σας βλάψω τ’ αυτία·

τρεχάτε στα μνήματα μέσα

και ψάλτε με λόγια τρελά· —

ελάτε ν’ ακούστε, παιδιά!

Το λείψανο που ’χε γλιτώσει

ο Πρίαμος με θρήνους, με δώρα,

εγύριζε οπίσω την ώρα

που πέφτει στην όψη της γης

το φως το γλυκό της αυγής.

Εβγήκαν μαζί τής θλιμμένης

Τρωάδας απ’ όλα τα μέρη

γυναίκες, παιδάκια και γέροι,

θρηνώντας, να ιδούν το κορμί

που χάνει γι’ αυτούς την ψυχή.

Κλεισμένο δεν έμεινε στόμα

απάνου στου Μάρκου το σώμα·

απέθαν’, απέθαν’ ο Μάρκος·

μια θλίψη, μία άκρα βοή,

και θρήνος και κλάψα πολλή.

Παρόμοια ηχώ θα λαλήσει,

του κόσμου την ύστερη μέρα,

παντού στον καινούριον αέρα·

παρόμοια στους τάφους θα εμβεί,

να κάμει καθένας να εβγεί.»

Ο Αμερικανός ποιητής Fitz Green Halleck γράφει για τον Μάρκο Μπότσαρη:

«Marco Bozzaris

Marco Bozzaris, one of the best and bravest of the modern Greek Chieftains. He fell in a night attack upon the Turkish Camp at Laspi, the site of the ancient Platæa, August 20, 1823, and expired in the moment of victory. His last words were: “To die for liberty is a pleasure, and not a pain.”

AT midnight, in his guarded tent,

The Turk was dreaming of the hour

When Greece, her knee in suppliance bent,

Should tremble at his power:

In dreams, through camp and court, he bore

The trophies of a conqueror;

In dreams his song of triumph heard;

Then wore his monarch’s signet ring:

Then pressed that monarch’s throne,–a king;

As wild his thoughts, and gay of wing,

As Eden’s garden bird.

At midnight, in the forest shades,

Bozzaris ranged his Suliote band,

True as the steel of their tried blades,

Heroes in heart and hand.

There had the Persian’s thousands stood,

There had the glad earth drunk their blood

On old Platæa’s day;

And now there breathed that haunted air

The sons of sires who conquered there,

With arm to strike, and soul to dare,

As quick, as far as they……..»

(Μετάφραση)

Ο Μάρκος Μποτσάρης, ένας από τους καλύτερους και τους πιο γενναίους Έλληνες Αρχηγούς, χτυπήθηκε σε μια νυχτερινή επίθεση στο τουρκικό στρατόπεδο στη Λάσπη, τη θέση της αρχαίας Πλάττας, στις 20 Αυγούστου 1823 και πέθανε τη στιγμή της νίκης. Τα τελευταία του λόγια ήταν: «Το να πεθάνεις για ελευθερία είναι ευχαρίστηση και όχι πόνος».

Μεσάνυχτα, μες στην φρουρούμενη σκηνή του

Ο Τούρκος ονειρεύονταν την ώρα

Που η Ελλάδα, με λυγισμένα σε ικεσία γόνατα,

Θα τρέμει μπροστά στη δύναμή του.

Στα όνειρα, με πόλεμο και με πολιτική

Μάζευε τα τρόπαια – κατακτητής!

Στα όνειρα, άκουγε το τραγούδι του θριάμβου του.

Φόραγε το δαχτυλίδι-σφραγίδα του μονάρχη του

Και πάταγε τον θρόνο του μονάρχη-βασιλιάς!

Έτσι άγριες οι σκέψεις του φτερούγιζαν χαρούμενες

Σαν πουλί στον κήπο της Εδέμ.

Μεσάνυχτα, μες στου δάσους τις σκιές

Ο Μπότσαρης παράταξε τους Σουλιώτες του,

Αφοσιωμένους, χαλύβδινους σαν τις δοκιμασμένες τους λεπίδες,

Ήρωες στην ψυχή και στο σώμα.

Εκεί είχαν σταθεί των Περσών οι χιλιάδες,

Εκεί η ευτυχής γη είχε πιει το αίμα τους

Στις Πλαταιές μιαν αρχαία μέρα.

Και τώρα εκεί έπνεε ο ίδιος στοιχειωμένος αέρας,

Οι γιοι των προγόνων, εκείνων που νίκησαν εκεί,

Με το χέρι έτοιμο να χτυπήσει και την ψυχή να τολμήσει,

Τόσο γρήγορα, τόσο μακριά… Όπως εκείνοι………….»

Τον άλλο μεγάλο στρατηγό του αγώνα, Γεώργιο Καραισκάκη, υμνεί ο ποιητής μας Κωστής Παλαμάς:

«Πόλεμος θἄρχιζε. Στὰ ξάγναντα, μπροστά μου,

κορφή, γκρεμός• τὸ βουνὸ μαῦρο. Ξαφνικὰ

τὸ βουνὸ ἀστράφτει μέσ’ στὴν ὑπνοφαντασιά μου

σὰν ἀπὸ φάσγανα γυμνὰ γιὰ φονικά.

Ὅσο κι ἂν ἐγερν’ ἐμὲ δείλια πρὸς τὰ χάμου,

μὲ μάτια πρόσμενα ὑψωμένα ἐκστατικὰ

τὰ πρῶτα βόλια νὰ σφυρίξουνε στ’ αὐτιά μου

κ’ ἔνιωθα κάτι σὰ φτερὸ στὰ σωθικά.

Καὶ νά! ἀπὸ τοῦ βουνοῦ τὴν κορωμένη ράχη

δὲ χύμησε μουγγρίζοντας ἡ ἀντάρα ἡ μάχη.

Τὸ βουνὸ χρυσὴ σκάλα, κλέφτες καὶ κουρσάροι

τὴν κατεβαίνανε, καὶ σ’ ὅλους μέσα ποιός;

Ἕνας ξεχώριζε, τοῦ Γένους τὸ καμάρι,

τῆς Καλογριᾶς ὁ Γιός!»

Ο ποιητής Γεώργιος Στρατήγης απαγγέλει μπροστά στον ανδριάντα του μεγάλου στρατηγού:

«ΠΥΡΙΝ’ εργάτη τ’ ουρανού , π’ οργώνεις τους αιθέρες

Με το χρυσό τ’ αλέτρι σου και σπέρνεις της ημέρες,

Πριν έμπης στ’ αστερόφωτα της Δύσεως παλάτια,

Σταμάτησε για μια στιγμή τ’ ακράτητά σου τ’ άτια,

Κι’ αφού φωτίσης τ’ άφθαρτο κι αμάραντό του στέμμα,

Που επότισε παράκαιρα τ’ αθάνατό του αίμα,

Χύσε μια αχτίδα ολόφωτη στη σεβαστή μορφή το Και πες μου:

“Ο γυιός της Καλογρηάς τι λέει στην προσευχή του;”

Αγέρι της πατρίδας μου , που στον κρυφό σου πόνον

Ηχολογείς τα τρόπαια των δοξαστών της χρόνων .

Στο φτερωτό το διάβα σου με σεβασμό σταμάτα .

Και φίλησε, κι’ ανέμισε την άσπρη του φλοκάτα .

Που γέρνει σαν βασιλική πορφύρα στο κορμί του

Και πες μου: “Ο αρχιστράτηγος τι λέει στην προσευχή του;”

Συ του Φαλήρου ένδοξο και ματωμένο κύμα,

Που αφ’ ου τη νειότη του έψαλλες τώρα του κλαις το μνήμα,

που κάθε βράδυ σ΄αγροικώ με μυστική λαχτάρα

Είτε σε αύρας φύσημα, ή σε νοτιάς αντάρα .

Ν’ αντιλαλής απ’ το Μωρηά και απ’ τα Νησιά τα τρία,

Την δόξα των ναυάρχων μας των στόλων την ανδρεία,

Πες μου συ που είδες να πετά στο άπειρο η ψυχή του:

“Ο Καπετάνιος της Στερηάς τι λέει στη προσευχή του;”

Ο Ήλιος προς την δύση του φέρνει γοργό το βήμα,

Τ΄αγέρι προσπερνά βουβό κι΄απόκριση δεν δίνει

Και του Φαλήρου μοναχά το στοιχειωμένο κύμα

Με στεναγμό την προσευχή του Καραϊσκου αφίνει:

“Θεέ μου, παντοδύναμε, ελπίδα μου μονάχη,

Π΄αγνάντεψα ολοφάνερο το δυνατό σου χέρι .

Να μου φτερώνη το σπαθί στην τουρκοφάγο μάχη,

Στους βράχους της Αράχωβας , στου Δίστομου τα μέρη

Συ που και σκλάβα αν άφησες τη δόλια μου πατρίδα.

Με τόσα μάτια τη θωρείς όσα τη φέγγουν άστρα.

Που κάτω από τη χρυσόφτερη και πατρική σου ασπίδα

Έκανες τ’ άτια μας θεριά και τα ταμπούρια κάστρα,

Και της βαρκούλες έσπρωξες να πυρπολήσουν στόλους,

Θυσία, που έφτανε ο καπνός ίσιος στους θείους θόλους,

θεέ μου , αν ήμουν ταπεινός της πίστεως Λευίτης

Και τους βωμούς σου αδειανούς δεν άφησα μια μέρα.

Αν τη πατρίδα εδούλεψα σαν καρδιακό παιδί της.

Την δέησί μου άκουσε στους ουρανούς, Πατέρα.

“Και σεις σκιαίς που γύρω μου σας βλέπω να πετάτε.

Όλου του αγώνος η σκιαίς εδώ, εδώ ελάτε!

Του Κωνσταντίνου η ψυχή , ψυχή του Γρηγορίου ,

Του Ρήγα, με τα σύμβολα του άγιου μαρτυρίου.

Εδώ πετάτε σήμερα , με στεμμα και πορφύρα,

σταυρό, σπαθί και λύρα.

Σεις όλοι που επιστέψατε του γένους πολεμάρχοι.

Από τον Αυτοκράτορα έως τον Πατριάρχη,

Προσευχηθήτε όλοι σας μαζύ μου στην αράδα

Προσευχηθήτε:”ο Θεός να σώση την Ελλάδα.”

Όπου κι’ αν στρέψης , Πλάστη μου ,το φοβερό σου μάτι,

Στη θάλασσά της και στη γη, σε κύμα σε λιθάρια

Είναι η μάννα με βωμούς της πίστεως γεμάτη ,

Π’ ούγειναν απ το αίμα μας σεμνά προσκυνητάρια.

Επίστευαν και πέθαιναν .Επίστευαν στη Πόλι,

Στο Μεσολόγγι επίστευαν , στην Τρίπολι , στο Λάλα,

Στη Ρούμελη και στο Μωρηά ,όλοι πιστεύαν όλοι,

Γιατί ‘ς την πίστι εβύζαξαν στης μάννας των το γάλα.

Όλοι επιστεύαμε μαζύ κ’ επέφταμεν αντάμα,

Κι’ αν εθαυματουργήσαμε, δικό σου είνε το θάμμα.

Συ το σπαθί του Μπότσαρη, του Διάκου το τουφέκι

Έκανες τώνα κεραυνό και τ΄άλλο αστροπελέκι.

Συ το Μιαούλη εφώτισες και τον Κολοκοτρώνη

Την αμαζόνα των Σπετσών , τον Λάμπρο τον Κατσώνη.

Συ τον δαυλόν εφύσησες στου Ψαρριανού τα χέρια,

Όταν στη Χιό ετίναξε το τρίκροτο στ΄αστέρια.

Παντού σ’ αγνάντεψα, παντού και το εικοσιένα

Το είδα γεμάτο πάντοτε με φλόγες και με Σένα!

“Μα τώρα, τώρα στ΄άπιστα καταραμένα χρόνια,

Που τα πλακώνει η εντροπή και θάφτει η καταφρόνια,

Ζύγωσε πάλι , ζύγωσε απ΄ τα μακρυά σου ουράνια,

Και μεσ ΄ς τον ύπνο το βουβό που μοιάζει νεκροφάνεια

Ακούμπησε το μέτωπο της μάννας μας και πάλι,

Να ‘δη κανένα όνειρο, να νοιώση καμμιά αχτίδα,

Ν΄αστράψη μεσ’ το βυθό της ολόξανθο κεφάλι

Με στέμμα και γυμνό σπαθί, η μόνη μας ελπίδα

Άνοιξε πάλι, άνοιξε την πατρική σου αγκάλη,

Θεέ μεγάλε,την μικρή προστάτεψε πατρίδα!”

Αυτά τα λόγια σου αυτά μούφερε χθες το κύμα ,

Οπού στον τάφο σου κοντά βρίσκει κι΄αυτό το μνήμα,

Και με την προσευχή σου αυτή κυλούσε από πέρα

Της Κρήτης το παράπονο της Κύπρου τη φοβέρα…..

Κ’ έλεγε αλήθεια! και ς’ αυτά τα πέτρινά σου χείλη

Τα ίδια λόγια εφύσησε και του τεχνίτη η σμίλη.

Αχ ! άμποτε η αγάπη μας και η λαχτάρα η τόση

Στα μαρμαρένια στήθη σου πνοή ζωής να δώση,

Κι’ όταν διαβαίνη ο λαός, που τόσο σε θαυμάζει,

Που σαν ημίθεο πειό πολύ απ΄όλους σε δοξάζει,

Να νοιώθη τ΄αγαλμά σου αυτό χρησμούς να μουρμουρίζη,

Κ ημέρες ποιό καλλίτερες το έθνος να ελπίζη.

Ναι! ελπίζει πειό καλλίτερο το μέλλον και πιστεύει,

Γιατί λαός που σαν θεούς τους ήρωες λατρεύει

Λαός που στήνει αγάλματα στη μνήμη των προγόνων

Και τα θωρεί με σεβασμό ωσάν την Εκκλησία,

Είναι γενηά των Πλαταιών , παιδί των Μαραθώνων

Κι έχει στο μέτωπο γραφτή μια λέξις “Αθανασία”.

Προσευχηθήτε. Μπρος ς’ αυτό το άγιο μαυσωλείο,

Πούνε γεμάτο ευλάβεια, γεματο μεγαλείο,

Χίλιαις γενηαίς θα γεννηθούν , χίλιαις γενηαίς θα σβύσουν

Μα τούτα τα μαρμάρινα τα τρόπαια θα ζήσουν

Προσευχηθήτε! Ο Θεός θ’ ακούση ό,τι πήτε’

Όλος ο Αγώνας γύρω μας πετά! Προσευχηθήτε!»

Ο Βίκτωρ Ουγκώ γράφει για την καταστροφή της Χίου:

«Το Ελληνόπουλο (σε μετάφραση Κωστή Παλαμά)

Τούρκοι διαβήκαν, χαλασμός, θάνατος πέρα ως πέρα.

Η Χίο, τ’όμορφο νησί, μαύρη απομένει ξέρα,

με τα κρασιά, με τα δεντρά

τ’ αρχοντονήσι, που βουνά και σπίτια και λαγκάδια

και στο χορό τις λυγερές καμιά φορά τα βράδια

καθρέφτιζε μεσ’ τα νερά.

Ερμιά παντού. Μα κοίταξε κι απάνου εκεί στο βράχο,

στου κάστρου τα χαλάσματα κάποιο παιδί μονάχο

κάθεται, σκύβει θλιβερά

το κεφαλάκι, στήριγμα και σκέπη του απομένει

μόνο μιαν άσπρη αγράμπελη σαν αυτό ξεχασμένη

μες την αφάνταστη φθορά.

-Φτωχό παιδί, που κάθεσαι ξυπόλυτο στις ράχες

για να μην κλαις λυπητερά, τ’ ήθελες τάχα να ‘χες

για να τα ιδώ τα θαλασσά

ματάκια σου ν’αστράψουνε, να ξαστερώσουν πάλι

και να σηκώσεις χαρωπά σαν πρώτα το κεφάλι

με τα μαλλάκια τα χρυσά;

Τι θέλεις άτυχο παιδί, τι θέλεις να σου δώσω

για να τα πλέξεις ξέγνοιαστα, για να τα καμαρώσω

ριχτά στους ώμους σου πλατιά

μαλλάκια, που του ψαλιδιού δεν τάχει αγγίξει η κόψη

και σκόρπια στη δροσάτη σου τριγύρω γέρνουν όψη

και σαν την κλαίουσα την ιτιά;

Σαν τι μπορούσε να σου διώξει τάχα το μαράζι;

Μήπως το κρίνο απ’ το Ιράν που του ματιού σου μοιάζει;

Μην ο καρπός απ’ το δεντρί

που μες στη μουσουλμανική παράδεισο φυτρώνει,

κι έν’ άλογο χρόνια εκατό κι αν πηλαλάει, δε σώνει

μες απ’ τον ίσκιο του να βγει;

Μην το πουλί που κελαηδάει στο δάσος νύχτα μέρα

και με τη γλύκα του περνάει και ντέφι και φλογέρα;

Τι θες κι απ’ όλα τ’ αγαθά

τούτα; Πες. Τ’ άνθος, τον καρπό; Θες το πουλί;

-Διαβάτη,

μου κράζει το Ελληνόπουλο με το γαλάζιο μάτι:

Βόλια, μπαρούτι θέλω, να!»

Ο Ανδρέας Κάλβος γράφει την 4η ωδή του αφιερωμένη στην ναυμαχία της Σάμου:

«Εις Σάμον

α΄

Όσοι το χάλκεον χέρι βαρύ

του φόβου αισθάνονται

,ζυγόν δουλείας, ας έχωσι·

θέλει αρετήν και τόλμηνη ελευθερία».

Την καταστροφή των ψαρών περιγράφει ο Εθνικός μας ποιητής:

«Καταστροφή των Ψαρών

Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη

περπατώντας η Δόξα μονάχη

μελετά τα λαμπρά παλικάρια

και στην κόμη στεφάνι φορεί

γεναμένο από λίγα χορτάρια

που είχαν μείνει στην έρημη γη.»

Και όμως, παρ’ όλες τις διαμάχες, την διχόνοια και τα πισωγυρίσματα, ο Αγώνας των Ελλήνων δικαιώνεται. Η νίκη είναι συνώνυμη της ιστορικής πορείας του Έθνους δια μέσου των Αιώνων.

Ο Κωστής Παλαμάς αποθεώνει την ΝΙΚΗ με το ακόλουθο ποίημα:

«Η Νίκη (Κωστής Παλαμάς)

Εδώ στο Ελληνικό το χώμα, το στοιχειωμένο και ιερό,

που το ίδιο χώμα μένει ακόμα απ’ τον αρχαίο τον καιρό,

στο χώμα τούτο πάντα ανθούνε κι έχουν αθάνατη ζωή

και μας θαμπώνουν, μας μεθούνε νεράιδες, ήρωες, θεοί.

Εδώ στο Ελληνικό το χώμα, το στοιχειωμένο κι ιερό,

που το ίδιο χώμα μένει ακόμα απ’ τον αρχαίο τον καιρό,

Είδα τη Νίκη τη μεγάλη, τη Νίκη τη παντοτινή,

την είδα εμπρός μου να προβάλλει με φορεσιά ολοφωτεινή.»

Ο Ανδρέας Κάλβος αφιερώνει την 8η Ωδή του:

«Εις την Νίκην

α΄

Ον, συ που η φαντασία φλογώδης των θνητών σαν πτερωμένην βλέπει παρθένον στον αέρα, ουράνιον έργον

β΄

Στο μέτωπόν σου πάντοτε άσβεστος λάμπει αστέρας, ω Νίκη, συσσωρεύονται τριγύρω σου ματαίως νύκτες αιώνων.

γ΄

Το χέρι οπού τα πέπλατων ουρανών κατέστρωσεν,από σύγνεφα ολόχρυσα εκβαίνει, και σου δείχνει ανδρείους ανθρώπους.

δ΄

Πετάεις εσύ κι επάνω τους σκορπίζεις φύλλα αμάραντα· τέρπουν αυτά τους ζώντας,και τους γενναίως θανόντας τέρπουν ακόμα.

Ω Νίκη, διά τους Έλληνας στεφάνους πλέξε· αλλ’ όχι σαν κείνους που χαρίζεις εις βασιλέα κενόδοξον αιματοπότην·……..»

Μετά από σκληρούς αγώνες, θυσίες και ποταμούς αίματος, η πολυπόθητη Ελευθερία είναι γεγονός. Το πρώτο Ελεύθερο Ελληνικό Κράτος, αναγνωρίζεται από τους τότε ισχυρούς του κόσμου.

Στις 3 Φεβρουαρίου 1830, υπογράφεται το πρωτόκολλο του Λονδίνου, μεταξύ της Γαλλίας, Αγγλίας και Ρωσίας και η Ελλάδα πετυχαίνει την ανεξαρτησία της

Το Έθνος των Ελλήνων συνεχίζει την ιστορική του πορεία δια μέσου των αιώνων και το πεπρωμένο της Φυλής.

Ο Εθνικός Μας Ποιητής Διονύσιος Σολωμός, υμνεί την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ όσο κανείς άλλος με το ποίημα του «Ύμνος εις την Ελευθερίαν»,που αποτελεί και τον Εθνικό μας ύμνο.

Ακολουθεί απόσπασμα και επιλογή ορισμένων στροφών που κατά την γνώμη μου έχουν ιδιαίτερη σημασία ακόμη και σήμερα:

«ΕΘΝΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ

Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή,

σε γνωρίζω από την όψη που με βία μετράει τη γη.

Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά,

και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!………

Τότε εσήκωνες το βλέμμα μες στα κλάιματα θολό,

και εις το ρούχο σου έσταζ’ αίμα πλήθος αίμα ελληνικό.

Με τα ρούχα αιματωμένα ξέρω ότι έβγαινες κρυφά

να γυρεύεις εις τα ξένα άλλα χέρια δυνατά.

Μοναχή το δρόμο επήρες, εξανάλθες μοναχή·

δεν είν’ εύκολες οι θύρες εάν η χρεία τες κουρταλεί….

Δυστυχιά του, ω, δυστυχιά του, οποιανού θέλει βρεθεί

στο μαχαίρι σου αποκάτου και σ’ εκείνο αντισταθεί…….

Ω τρακόσιοι, σηκωθείτε και ξανάλθετε σε μας·

τα παιδιά σας θελ’ ιδείτε πόσο μοιάζουνε με σας………

Κι εσύ αθάνατη, εσύ θεία, που ότι θέλεις ημπορείς.

εις τον κάμπο, Ελευθερία, ματωμένη περπατείς.

Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά,

και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

Πήγες εις το Μεσολόγγι την ημέρα του Χριστού,

μέρα που άνθισαν οι λόγγοι για το τέκνο του Θεού.

Σου ‘λθε εμπρός λαμποκοπώντας η Θρησκεία μ’ ένα σταυρό,

και το δάκτυλο κινώντας οπού ανεί τον ουρανό,

«σ’ αυτό», εφώναξε, «το χώμα στάσου ολόρθη, Ελευθεριά!».

Και φιλώντας σου το στόμα μπαίνει μες στην εκκλησιά……..

Το σπαθί σου αντισηκώνεις, τρία πατήματα πατάς,

σαν τον πύργο μεγαλώνεις, κι εις το τέταρτο κτυπάς…………

Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή,

σε γνωρίζω από την όψη που με βία μετράει τη γη.

Εις αυτήν, είν’ ξακουσμένο, δεν νικιέσαι εσύ ποτέ·

όμως, όχι, δεν είν’ ξένο και το πέλαγο για σε……….

«Η Διχόνοια που βαστάει ένα σκήπτρο η δολερή

καθενός χαμογελάει, “πάρ’ το”, λέγοντας, “και συ”.

Κειο το σκήπτρο που σας δείχνει έχει αλήθεια ωραία θωριά·

μην το πιάστε, γιατί ρίχνει εισέ δάκρυα θλιβερά.

Από στόμα οπού φθονάει, παλληκάρια, ας μην πωθεί,

πως το χέρι σας κτυπάει του αδελφού την κεφαλή.

Μην ειπούν στο στοχασμό τους τα ξένη έθνη αληθινά:

“Εάν μισούνται ανάμεσό τους δεν τους πρέπει ελευθεριά”.

Στο αίμα αυτό, που δεν πονείτε για πατρίδα, για θρησκειά,

σας ορκίζω, αγκαλισθείτε σαν αδέλφια γκαρδιακά.

Πόσο λείπει, στοχασθείτε, πόσο ακόμη να παρθεί·

πάντα η νίκη, αν ενωθείτε, πάντα εσάς θ’ ακολουθεί.

Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή,

σε γνωρίζω από την όψη που με βία μετράει τη γη.

Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά,

και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!»

Τελειώνοντας αυτό το μικρό αφιέρωμα, στην επέτειο της 25ης Μαρτίου του 1821 και στους ήρωες πρωταγωνιστές της, ως ελάχιστο φόρο τιμής και ευγνωμοσύνης για την Ελευθερία που μας χάρισαν, επιτρέψτε μου να κλείσω με την 12η Ωδή του Ανδρέα Κάλβου:

«Ο βωμός της Πατρίδος

α΄

Τρέξατε αδέλφια, τρέξατε ψυχαί θερμαί, γενναίαι·εις τον βωμόν

Τριγύρω της πατρίδος αστράπτοντα τρέξατε πάντες.

β΄

Ας παύσωσ’ οι διχόνοιαι που ρίχνουσι τα έθνη τυφλά, υπό τα σκληρότατα ονύχια των αγρύπνων δολίων τυράννων.

γ΄

Τρέξατ’ εδώ· συμφώνως τους χορούς ας συμπλέξομεν,προσφέρων ο καθένας λαμπράν θυσίαν, πολύτιμον, εις την πατρίδα.

δ΄

Εδώ ας καθιερώσομεν τα πάθη μας προθύμως·τ’ άρματα ημείς αδράξαμεν μόνον διά να πληγώσομεν του Οσμάν τα στήθη.

ε΄

Εδώ πάντα τα πλούτη μας ας χύσομεν· ενόσω γυμνόν σπαθί βαστούμεν μας φθάνουσι τα φύλλα τίμια της δάφνης.

ς΄

Κι ύστερ’, αφού συντρίψομεν τον έχθιστον ζυγόν,άλλα όχι αβέβαια πλούτη θέλει μας δώσει πάλιν η ελευθερία………..

ι΄

Ούτε η ζωή δεν πρέπει.Τρέξατε αδέλφια, τρέξατε·συμμέτρως εχορεύσαμεν,σύμμετρα ας αποθάνομεν διά την πατρίδα.»

ΖΗΤΩ Η 25Η ΜΑΡΤΙΟΥ 1821

Χρόνια Πολλά σε όλες και σε όλους! Ας παραμείνουμε Άξιοι της Ελευθερίας που μας χάρισαν, με ποταμούς αίματος, οι ένδοξοι πρόγονοί μας!

Κώστας ΑΘ. Κοντογεώργος

Βουλευτής Ευρυτανίας

ΤΟΠΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
ΑΘΛΗΤΙΚΑ