2 Μαΐου 2024

ΜΕΝΟΥ

“Περιμένοντας τα αποτελέσματα…”. Άρθρο του Διονύση Παρούτσα, από την έντυπη έκδοση

από την έντυπη έκδοση

Πλησιάζουν οι μέρες που θα βγουν τα αποτελέσματα και οι βάσεις εισαγωγής στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της χώρας. Χιλιάδες οικογένειες σ’ ολόκληρη την Ελλάδα ζουν σε μια ιδιότυπη αναμονή που πρόκειται να καθορίσει το μέλλον τους τα επόμενα τρία – τέσσερα χρόνια. Στην ίδια κατάσταση “ομηρίας” ζουν, όπως είναι φυσικό, και πολλές οικογένειες στην πόλη μας. Λίγοι είναι εκείνοι οι τυχεροί που έχουν εξασφαλίσει έναν “σίγουρο” βαθμό και ξέρουν λίγο ή πολύ που θα βρίσκονται το Σεπτέμβριο. Οι υπόλοιποι απλά περιμένουν.

Είναι γεγονός ότι οι Έλληνες, λόγω των ειδικών συνθηκών που μεσολάβησαν από την λήξη του εμφυλίου και μετά, καθώς και της οικονομικής υποβάθμισης της χώρας μέχρι πριν λίγα χρόνια (όχι βέβαια ότι τώρα πλουτίσαμε), ως μόνη διέξοδο κοινωνικής κινητικότητας είχαν τις σπουδές και μάλιστα τις ανώτερες. Αυτό σημαίνει ότι μοναδική ευκαιρία να ξεφύγει κάποιος από τη φτώχεια ήταν η μόρφωση.

Από κεκτημένη μάλλον ταχύτητα, η ίδια αντίληψη φαίνεται να ισχύει και σήμερα, όμως μια τελευταία έρευνα του Ινστιτούτου Στατιστικής Τεκμηρίωσης, Ανάλυσης και Έρευνας του Τμήματος Στατιστικής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών έρχεται να την ανατρέψει.
Συγκεκριμένα με την έρευνα αυτή αποδεικνύεται ότι η υποβάθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης άρχισε να έχει σοβαρότατες κοινωνικές συνέπειες, όπως είναι ο αποκλεισμός των νέων από οικογένειες χαμηλών εισοδημάτων στις “καλές”, λεγόμενες, πανεπιστημιακές σχολές. Τα παιδιά που προέρχονται από οικογένειες που ανήκουν στα μεσαία και ανώτερα οικονομικά στρώματα, έχουν σήμερα μεγαλύτερη πιθανότητα να εισαχθούν σε μια καλή σχολή, παρά τα παιδιά που έχουν γονείς εργάτες ή γεωργούς.

Ενδεικτικά, μόλις το 2,7% των φοιτητών της Ιατρικής Αθηνών έχουν πατέρα από την κατηγορία “γεωργό, κτηνοτρόφο, δασοκόμο κ.λ.π.”, το 11,5% των φοιτητών ο πατέρας είναι εργάτης, τεχνίτης ή χειριστής μηχανημάτων. Όμως, συντριπτικά περισσότερο ποσοστό, δηλαδή του 39,7% των φοιτητών, ο πατέρας ασκεί “επιστημονικό και ελεύθερο επάγγελμα”.

Η ίδια εικόνα αποτυπώνεται σε μία σειρά σχολών υψηλού κύρους, όπως το Τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανολόγων και Μηχανικών Ηλεκτρονικού Υπολογιστή με ποσοστά 2,1%, 9,5%, και 39,9% αντίστοιχα και η Νομική Αθηνών με 2,6%, 10%, και 40,6% αντιστοίχως.
Στον αντίποδα, στις σχολές “χαμηλής ζήτησης” έχουν το προβάδισμα οι νέοι από χαμηλότερα οικονομικά στρώματα. Χαρακτηριστικό είναι ότι στο Τμήμα Παιδαγωγικής Εκπαίδευσης Αιγαίου το 27,6% των φοιτητών έχουν πατέρα εργάτη, τεχνίτη ή χειριστή μηχανημάτων, και το 10% γεωργό, κτηνοτρόφο, δασοκόμο. Αντίθετα, το 14,6% των φοιτητών ο πατέρας είναι επιστήμονας και ελεύθερος επαγγελματίας, ανήκοντας στα μεσαία και ανώτερα οικονομικά και κοινωνικά στρώματα.

Οι νέοι και οι νέες που έχουν πατέρα στην κατηγορία “Γεωργικά, Αλιευτικά, Δασικά επαγγέλματα κλπ”, ενώ αποτελούν σχεδόν το 20% του πληθυσμού της χώρας, εν τούτοις στο σύνολο των πρωτοετών φοιτητών καταλαμβάνουν μόνο το 5%! Το ίδιο και οι φοιτητές που προέρχονται από “Εργάτες, Τεχνίτες, Χειριστές” ενώ είναι το 30% του πληθυσμού, στα πανεπιστήμια εκπροσωπούνται με ποσοστό 18%.

Από την ίδια έρευνα φαίνεται καθαρά ότι ενώ στα περιζήτητα και υψηλόβαθμα τμήματα των Μηχανικών Η/Υ, των Πολιτικών Μηχανικών, των Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, στην Ιατρική, στη Νομική και στην Επιχειρησιακή έρευνα και Μάρκετινγκ υπερέχουν οι νέοι των μεσαίων και ανώτερων εισοδηματικών στρωμάτων, στη Θεολογική, στα τμήματα Δασκάλων και Νηπιαγωγών, στα τμήματα Ιστορίας κ.λπ. στη σύνθεση του φοιτητικού σώματος “βάζουν τη σφραγίδα τους” οι φοιτητές από τις επαγγελματικές κατηγορίες των αγροτών και των εργατών που συμμετέχουν με ποσοστά που δεν υπολείπονται πάρα πολύ από τα ποσοστά συμμετοχής των επαγγελματικών τους κατηγοριών στο σύνολο του ενεργού πληθυσμού.

Βλέπουμε λοιπόν ότι με την αύξηση του αριθμού των εισακτέων, η κατάσταση διαμορφώνεται έτσι που και απορροφήθηκε η δυσαρέσκεια από την αποτυχία και τον αποκλεισμό από την τριτοβάθμια εκπαίδευση αλλά δεν έπαψαν όμως παράλληλα να διαιωνίζονται οι κοινωνικές οριοθετήσεις. Φάνηκε προς στιγμήν ότι το εφαλτήριο για την κοινωνική άνοδο έγινε προσιτότερο, από την άλλη όμως δημιουργήθηκε μια νέα τάξη λίγο πιο “εκπαιδευμένων” ανέργων, που εισέρχεται στην αγορά εργασίας σχεδόν άοπλοι. Οι σχολές αυτές που γεμίζουν κάθε χρόνο με τα όνειρα και τις προσμονές χιλιάδων οικογενειών το μόνο που κάνουν είναι να παίζουν το ρόλο “καταφυγίου”, να συμπληρώνουν της ατέλειες της εκπαίδευσης που παρέχει το Λύκειο, ενώ τα πτυχία που παρέχουν έχουν το ίδιο αντίκρισμα που στις προηγμένες χώρες του εξωτερικού έχουν τα απολυτήρια του Λυκείου.

Και τι γίνεται μετά; Ας υποθέσουμε ότι κάποιος κατάφερε και ξεπέρασε τα εμπόδια που του θέτει η κοινωνικοοικονομική του θέση και εισήχθη σε κάποια σχολή αυξημένου κύρους. Εξασφαλίζει άραγε αυτό την επιτυχία του στο μέλλον; Δυστυχώς ούτε και αυτό είναι σίγουρο. Μια άλλη μελέτη, ευρωπαϊκή αυτή τη φορά, έδειξε ότι η “αξία” του διπλώματος στην αγορά εργασίας ενισχύεται και από την κοινωνική προέλευση που συνεπάγεται, εκτός των άλλων, γνωριμίες, διασυνδέσεις, κοινωνικές σχέσεις, κοινωνική γνώση και ικανότητα αξιοποίησης των κοινωνικών σχέσεων.

Αλήθεια, τι προοπτικές έχει σήμερα ένας πτυχιούχος της Νομικής; Μήπως η κοινωνική του προέλευση δεν θα είναι εκείνη που θα παίξει κυρίαρχο ρόλο στο αν θα γίνει στέλεχος του ιδιωτικού ή του δημόσιου τομέα, μεγαλοδικηγόρος ή βουλευτής από τη μια, ή αν θα γεμίζει ράφια στα Super Market; Το γεγονός αυτό το έχουν συνειδητοποιήσει και οι ίδιοι οι φοιτητές: Ασήμαντη μειοψηφία αποτελούν οι απαντήσεις που συνδέουν την υψηλή βαθμολογία (4%), την τύχη (6%) ή την ικανότητα (14%) με την επαγγελματική αξιοποίηση του τίτλου σπουδών. Αντίθετα, η συντριπτική πλειονότητα θεωρεί ότι οι δυνατότητες ενεργοποίησης των γνωριμιών (27%) και των “μέσων” (25%) καθώς και η οικονομική επιφάνεια (24%) του κατόχου του τίτλου σπουδών “λειτουργούν” με καθοριστικό τρόπο στην εξασφάλιση μιας επαγγελματικής θέσης αντίστοιχης με τον ανώτατο εκπαιδευτικό τίτλο.

Αυτά σε σχέση με την αξία του πτυχίου. Από την άλλη ένα μεγάλο ποσοστό από τους νέους της Ελλάδας, γύρω στο 40%, βρίσκει απασχόληση άσχετη με τις σπουδές του. Η Ελλάδα είναι η δεύτερη χώρα της ΕΕ, με τόσο υψηλό ποσοστό νέων απασχολούμενων σε τομέα άσχετο από την εκπαίδευση τους με πρώτη την Ιταλία (47%) και τελευταία την Ολλανδία όπου το αντίστοιχο ποσοστό περιορίζεται στο 29%. Παράλληλα, οι νέοι Έλληνες ξεκινούν την πρώτη τους επαγγελματική δραστηριότητα κατά μέσο δύο χρόνια -χρονικό διάστημα το οποίο είναι το δεύτερο μεγαλύτερο στον ευρωπαϊκό χώρο- αφού έχουν ολοκληρώσει την εκπαίδευσή τους.

Βλέπουμε λοιπόν ότι η αγωνία των γονιών και των ίδιων των υποψηφίων, μπορεί να είναι ως ένα σημείο δικαιολογημένη, ταυτόχρονα όμως θα πρέπει να υπάρξει σύνεση και αποφασιστικότητα τόσο στην επιλογή της σχολής, όσο και στον έλεγχο των προοπτικών της.

Και όλα αυτά δείχνουν ένα πράγμα: Η επιτυχία στην ζωή, δεν κρίνεται ασφαλώς από την επιτυχία στις Πανελλαδικές ούτε από την επιλογή της σχολής. Η επιτυχία είναι συνάρτηση τόσων πολλών παραγόντων που το μόνο που μπορεί να ευχηθεί κανείς είναι “Καλή επιτυχία”.

ΤΟΠΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
ΑΘΛΗΤΙΚΑ