2 Μαΐου 2024

ΜΕΝΟΥ

Σαν σήμερα πριν 81 χρόνια, πέθαινε στην Αθήνα ο σπουδαίος Ευρυτάνας, Ζαχαρίας Παπαντωνίου – Η ζωή και το έργο του

Ήταν τέτοιες ημέρες, την 1η Φλεβάρη του 1940, πριν 81 χρόνια, όταν έφευγε από τη ζωή, προδομένος από την καρδιά του, ο Ευρυτάνας Ζαχαρίας Παπαντωνίου, λογοτέχνης, ποιητής, δημοσιογράφος, αισθητικός της τέχνης και ακαδημαϊκός, ο «πρίγκιπας του νεοελληνικού λόγου», όπως τον ονόμασαν, ο άνθρωπος που με το έργο και τη γοητευτική του γραφή άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του στα ελληνικά γράμματα. Τα «Ψηλά Βουνά», έργο του Ζαχ. Παπαντωνίου, θεωρείται έως και σήμερα φαινόμενο μοναδικό και αξεπέραστο για τα ελληνικά παιδαγωγικά δεδομένα, ένα σχολικό αναγνωστικό με αξίες διαχρονικές και πηγή έμπνευσης για γενιές και γενιές Ελληνόπουλων.

Τα χρόνια στη Γρανίτσα

Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου γεννήθηκε στο Καρπενήσι, στις 2 Φεβρουαρίου του 1877, και ήταν γιος του δασκάλου Λάμπρου Παπαντωνίου και της Ελένης Ηλιόκαυτου. Είχε τρία αδέλφια, το Χαρίλαο, το Θανάση και τη Σοφία. «Το 1877 στις 2 Φεβρουαρίου γεννήθηκε ο Ζαχαρίας στο σπίτι των Γ. και Β. Φαρμακίδη. Αυτό προκύπτει και από επιστολή του Γ. Φαρμακίδη αλλά και από ιδιόγραφη κάρτα του ίδιου του Ζαχαρία Παπαντωνίου που έστειλε στον Γ. Φαρμακίδη και στην οποία έλεγε σκωπτικά: «Χαιρετίσματα από τη μητέρα σου και τον αειθαλή πατέρα σου. Επήγα και είδα το σπίτι σου, όπου έκαμα το λάθος να γεννηθώ» πληροφορούμαστε από την Αδελφότητα Γρανιτσιωτών.

Μετά από λίγες μέρες, η μητέρα με το νεογέννητο επέστρεψαν στη Γρανίτσα, όπου η οικογένεια του Λάμπρου παρέμεινε για αρκετά χρόνια. Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου φέρεται εγγεγραμμένος στο μητρώο Αρρένων του Δήμου Απεραντίων με αύξοντα αριθμό 1460. Αργότερα, με αίτησή του προς το Υπουργείο Εσωτερικών με ημερομηνία 30-05-1938, ώριμος πια, ζήτησε την εγγραφή του στα μητρώα αρρένων Γρανίτσας (…) Η οικογένεια του Λάμπρου Παπαντωνίου είχε 4 παιδιά, τον Χαρίλαο, το Θανάση, τη Σοφία και το Ζαχαρία. Από τη Γρανίτσα έφυγε το 1890 και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όταν ο Ζαχαρίας ήταν 13 ετών.

Μια πολυποίκιλη προσωπικότητα

Στην Αθήνα τέλειωσε το Γυμνάσιο, πήρε μαθήματα ζωγραφικής και γράφτηκε στην Ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου, χωρίς να αποφοιτήσει. Στράφηκε από τα φοιτητικά του χρόνια προς τη συγγραφή και τη δημοσιογραφία και σε ηλικία δεκαέξι μόλις ετών ξεκίνησε να αρθρογραφεί στην Ακρόπολη του Βλ. Γαβριηλίδη.

Ως το 1898, οπότε κυκλοφόρησε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο Πολεμικά τραγούδια, συνέχισε να συνεργάζεται με περιοδικά και εφημερίδες όπως η Εφημερίδα των Συζητήσεων, ο Χρόνος και η Σκριπ, στην οποία υπήρξε αρχισυντάκτης από το 1900 ως το 1905. Το 1904 γίνεται ένα από τα πρώτα μέλη της εταιρίας Η Εθνική Γλώσσα, με στόχο την υπεράσπιση της δημοτικής γλώσσας. Για την Εθνική γλώσσα συνέταξε τον επόμενο χρόνο τη διακήρυξη Προς το ελληνικό Έθνος, εκθέτοντας τους στόχους της.

Από το 1908 και ως το 1911, διαβάζουμε στο βιογραφικό σημείωμα του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου για τον Ζαχ. Παπαντωνίου, βρέθηκε στο Παρίσι ως απεσταλμένος της εφημερίδας Εμπρός του Αριστείδη Κυριακού. Παράλληλα αρθρογραφούσε σε γαλλικές εφημερίδες και γνώρισε νέα καλλιτεχνικά ρεύματα. Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα εγκατέλειψε τη δημοσιογραφία και διακρίθηκε σε μια έκθεση ζωγραφικής στο Ζάππειο για σχεδιάσματα και γελοιογραφίες που είχε δημοσιεύσει κατά καιρούς σε διάφορα περιοδικά.

Από το 1912 και ως το 1916 διετέλεσε νομάρχης στη Ζάκυνθο, τις Κυκλάδες, την Καλαμάτα και τη Σπάρτη (…) Δεν έπαψε παράλληλα να ασχολείται με την τέχνη και την κριτική, ενώ βραβεύτηκε στον επίσημο διαγωνισμό Στρατιωτικών Ποιημάτων που προκήρυξε ο Ελευθέριος Βενιζέλος.

Το 1917 πέθανε ο πατέρας του και τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησαν τα περίφημα «Ψηλά Βουνά», έργο που προορίστηκε για αναγνωστικό της τρίτης τάξης του δημοτικού σχολείου (είχε προηγηθεί ανάθεση του έργου στον Παπαντωνίου από το Υπουργείο Παιδείας της επαναστατικής κυβέρνησης Βενιζέλου). Την ίδια χρονιά ανέλαβε καθήκοντα προέδρου της Εθνικής Πινακοθήκης, φροντίζοντας για τον εμπλουτισμό της με έργα πολλών Ελλήνων ζωγράφων και χαρακτών (Γύζης, Παρθένης, Μαλέας, Λύτρας, Θεοτοκόπουλος).

Τον επόμενο χρόνο αυτοκτόνησε σε ηλικία 39 χρόνων ο αδελφός του Θανάσης, ο οποίος αντιμετώπιζε έντονες ψυχικές διαταραχές από τα 22 του. Το 1920 τύπωσε την παιδική ποιητική συλλογή «Τα Χελιδόνια», αφιερωμένη στον αδελφό του, η οποία επανεκδόθηκε το 1931 με τίτλο Παιδικά τραγούδια.

Μετά την ανατροπή της κυβέρνησης Βενιζέλου η νέα κυβέρνηση αποφάσισε να καούν δημοσίως τα αναγνωστικά της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, ανάμεσα στα οποία και τα Ψηλά Βουνά. Το 1923 ο Παπαντωνίου εξέδωσε την ποιητική συλλογή του Πεζοί ρυθμοί και τους τρεις τόμους των Νεοελληνικών αναγνωσμάτων για τις πρώτες τάξεις του δημοτικού, τιμήθηκε με το εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών και διορίστηκε καθηγητής στο Αμαλίειο ορφανοτροφείο και τη Σχολή Καλών Τεχνών.

Την ίδια χρονιά ταξίδεψε στην Ευρώπη, την Κωνσταντινούπολη και το Άγιο Όρος στα πλαίσια των καθηκόντων του ως διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης. Τέσσερα χρόνια αργότερα τυπώθηκε η συλλογή διηγημάτων του Διηγήματα, ενώ από το 1929 και ως το 1937 εκδόθηκαν το θεατρικό έργο Ο όρκος του πεθαμένου, διασκευή από το δημοτικό τραγούδι Του νεκρού αδελφού, η ποιητική συλλογή Τα Θεία Δώρα, το ιστορικό δοκίμιο Ο Όθων οι ταξιδιωτικές εντυπώσεις Άγιον Όρος και δυο συλλογές διηγημάτων με τίτλους Βυζαντινός όρθρος και Η θυσία. Το 1938 αναγορεύτηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών στην έδρα της λογοτεχνίας, θέση από την οποία υπέβαλε την πρώτη του εισηγητική έκθεση στη δημοτική, γεγονός που προκάλεσε αντιδράσεις.

Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, μία από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες του νεοελληνικού πνεύματος, πέθανε το απόγευμα της 1ης Φεβρουαρίου 1940, από συγκοπή καρδιάς μέσα σε τραμ, πηγαίνοντας σε συνεδρίαση της Ακαδημίας Αθηνών.

«Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου», σημειώνει η Αδελφότητα Γρανιτσιωτών, «ήταν ένας ευαίσθητος, άμεσος και αληθινός στη σκέψη και στις πράξεις του άνθρωπος. Διακρινόταν για τις απόλυτα ρεαλιστικές ηθικές του αξίες και γι΄ αυτό όλα τα γραπτά του είναι διαχρονικά και αγγίζουν τις ευαισθησίες όλων των κοινωνικών στρωμάτων. Η αγάπη του είναι ίδια προς τα φυτά, τα ζώα, τη φύση και προ παντός στα παιδιά. Μεγάλο ευτύχημα για τα παιδιά ήταν το αναγνωστικό του «Τα Ψηλά Βουνά». Ήταν το καλύτερο και περιεκτικότερο στην ιστορία των νεοελληνικών αναγνωστικών και εξακολουθεί ακόμα να είναι. Πολλές από τις εικόνες και τις σκηνές που περιγράφονται στο βιβλίο αυτό έχουν να κάνουν με βιώματα που κουβαλούσε μαζί του από τη ζωή του στη Γρανίτσα. Σε πολλά από τα ποιήματά του και τα έργα του αναφέρεται στη Ρούμελη και το Καρπενήσι, υμνώντας τα ψηλά βουνά και τις φυσικές τους ομορφιές για τα οποία ποτέ δεν έκρυψε την κρυφή του λαχτάρα».

ΤΟΠΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
ΑΘΛΗΤΙΚΑ